Παρασκευή, 24-Οκτ-2025 20:00
Άνθρακες ο θησαυρός για τη μείωση του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας
Του Χάρη Φλουδόπουλου
Περίπου είκοσι ημέρες μετά την ομιλία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ, όπου υποσχέθηκε παρεμβάσεις για τη μείωση του ενεργειακού κόστους στη βιομηχανία, ο χρόνος κυλά χωρίς απτά αποτελέσματα. Η ενεργοβόρος βιομηχανία συνεχίζει να πληρώνει πανάκριβο ρεύμα, ενώ από τα όσα διαφαίνονται, θα χρειαστεί να περιμένει ακόμη πολύ για να δει ουσιαστικές λύσεις. Το πρόβλημα επιτείνεται εξαιτίας της σημαντικής αύξησης του κόστους ρεύματος στη χονδρεμπορική που επηρεάζει άμεσα το κόστος προμήθειας της ηλεκτρικής ενέργειας για τη βιομηχανία αλλά και από τις στρεβλώσεις που υπάρχουν στην ελληνική αγορά και κυρίως στην αγορά εξισορρόπησης που φουσκώνουν ακόμη περισσότερο το λογαριασμό για τους ενεργοβόρους της ελληνικής παραγωγής.
Το πολυδιαφημισμένο "ιταλικό μοντέλο" —το οποίο προοριζόταν να αποτελέσει τη βάση για έναν μηχανισμό σταθερής και ανταγωνιστικής τιμής ρεύματος στις ενεργοβόρες επιχειρήσεις— έχει πλέον παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες. Παρά τις αρχικές δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών περί υιοθέτησης ενός σχήματος τύπου Contracts for Difference (CfD), που εφαρμόζει η Ιταλία, στην πράξη αποδεικνύεται ότι η κυβέρνηση αν και το μελέτησε τελικώς δεν το υιοθέτησε.
Οι λόγοι παραμένουν αδιευκρίνιστοι, με τις πληροφορίες να κάνουν λόγο για ενστάσεις που ήγειρε το υπουργείο οικονομικών για το δημοσιονομικό κόστος της παρέμβασης. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, είναι ένα: η βιομηχανία παραμένει εκτεθειμένη στις διακυμάνσεις της αγοράς, πληρώνοντας ηλεκτρική ενέργεια με κόστος που παραμένει πολύ υψηλότερο από τους Eυρωπαίους ανταγωνιστές της.
Οι στρεβλώσεις που φουσκώνουν το κόστος
Η εικόνα αυτή επιβεβαιώθηκε και από τη νέα παρέμβαση του προέδρου της ΕΒΙΚΕΝ, Αντώνη Κοντολέων, στο Renewable & Storage Forum, ο οποίος ανέδειξε στοιχεία για το πώς το ενεργειακό κόστος παραμένει φουσκωμένο παρά την αυξημένη διείσδυση των ΑΠΕ.
Όπως τόνισε, το κύριο πρόβλημα εντοπίζεται πλέον στην αγορά εξισορρόπησης, όπου το κόστος έχει εκτιναχθεί, με αποτέλεσμα να "ροκανίζει" τα οφέλη που θα έπρεπε να προκύπτουν από τη φθηνή πράσινη ενέργεια. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΒΙΚΕΝ, το κόστος εξισορρόπησης (ΛΠ2 + ΛΠ3) θα προσεγγίσει το 1 δισ. ευρώ το 2025, έναντι 730 εκατ. ευρώ το 2024, ενώ το ποσοστό των εσόδων των συμβατικών μονάδων που προέρχεται από αυτήν την αγορά έχει ανέβει από 18% το 2023 σε 28% φέτος.
Κεντρικό σημείο κριτικής αποτέλεσε η πρακτική του διαχειριστή του συστήματος να εντάσσει υπό απόσυρση λιγνιτικές μονάδες, όπως οι Αγ. Δημήτριος 3 και 4, σε 24ωρη λειτουργία με constraint, δηλαδή εκτός αγοράς, αποζημιώνοντάς τες με μηχανισμό pay-as-bid.
Η επιλογή αυτή, όπως υπογράμμισε ο κ. Κοντολέων, όχι μόνο αντίκειται στο πνεύμα του ευρωπαϊκού κανονισμού 943/2019, αλλά έχει και συγκεκριμένο οικονομικό αποτύπωμα, επιβαρύνοντας τον καταναλωτή κατά περίπου 7 €/MWh.
Την ίδια στιγμή, παρατηρούνται φαινόμενα στρατηγικής τιμολόγησης στις προσφορές θερμικών μονάδων, με τιμές 200–300 €/MWh ακόμη και σε ώρες μη αιχμής, όταν η παραγωγή ΑΠΕ υπερκαλύπτει τη ζήτηση. Το αποτέλεσμα είναι οι μεσημεριανές τιμές του ΛΠ3 να εκτοξεύονται στις 20–35 €/MWh, την ώρα που η τιμή της αγοράς επόμενης ημέρας κυμαίνεται κοντά στο μηδέν.
Πέρα από τις στρεβλώσεις της αγοράς, η βιομηχανία καλείται να λειτουργήσει χωρίς ουσιαστικά εργαλεία στήριξης:
Η αντιστάθμιση του κόστους CO₂ καταβάλλεται καθυστερημένα και μειωμένη σε σχέση με άλλες χώρες.
Το μειωμένο ΕΤΜΕΑΡ για τις βιομηχανίες παραμένει σε εκκρεμότητα κοινοποίησης στην Κομισιόν από το 2023, αφήνοντας ανείσπρακτα 17 εκατ. ευρώ ετησίως.
Το συνολικό έλλειμμα του ΕΛΑΠΕ, λόγω μη είσπραξης 70 εκατ. ευρώ ετησίως από το 2019, έχει διογκωθεί σε 240 εκατ. ευρώ.
Η υλοποίηση του μηχανισμού non-fossil flexibility (για ζήτηση και αποθήκευση) έχει παγώσει, ενώ αντί αυτού προωθείται νέος μηχανισμός CRM κόστους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, που θα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την αγορά.
Μέχρι να βρεθεί συνολική λύση, η ΕΒΙΚΕΝ προτείνει δύο άμεσα μέτρα ανακούφισης:
Μεταφορά του κόστους ανακατανομής (ΛΠ3) στη Χρέωση Χρήσης Συστήματος (ΧΧΣ), κατά το ευρωπαϊκό πρότυπο.
Αξιοποίηση των εσόδων του ΑΔΜΗΕ από τα διασυνδετικά δικαιώματα και τις χρεώσεις μη συμμόρφωσης —περίπου 109 εκατ. ευρώ το 2024— για μείωση του ΛΠ3, όπως εφαρμόζεται ήδη στην Ιταλία.
Σε κάθε περίπτωση γεγονός παραμένει ότι οι υποσχέσεις για μείωση του ενεργειακού κόστους μένουν στα χαρτιά. Η κυβέρνηση, παρά τις εξαγγελίες, δεν έχει παρουσιάσει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα ή μέτρα. Το αποτέλεσμα είναι η ελληνική βιομηχανία να παραμένει όμηρος ενός ακριβού και στρεβλού ενεργειακού συστήματος, το οποίο όχι μόνο δεν διορθώνεται αλλά επιδεινώνεται, παρά την αυξανόμενη συμμετοχή των ΑΠΕ.