Παρασκευή, 05-Σεπ-2025 23:04
DBRS: Επιβεβαίωσε το BBB για την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας - Σταθερό το outlook

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: 23.25
Στη βαθμίδα ΒΒΒ διατήρησε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας ο καναδικός οίκος DBRS Morningstar, επιβεβαιώνοντας τις σταθερές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Η σταθερή προοπτική αντικατοπτρίζει την άποψη της DBRS ότι οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι για τις πιστοληπτικές διαβαθμίσεις είναι εξισορροπημένοι. Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 2,3% το 2024, απόδοση σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο όρο ανάπτυξης 0,9% για ολόκληρη την ευρωζώνη, και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕ) προβλέπει παρόμοια ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2025.
Η ισχυρή εγχώρια ζήτηση ήταν ο βασικός μοχλός ανάπτυξης του ελληνικού ΑΕΠ, προερχόμενης κυρίως από την υγιή αύξηση της απασχόλησης και τις επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ. Η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, μαζί με τα επαναλαμβανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, έχουν οδηγήσει σε σταθερή μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ. Η ΕΕ αναμένει το χρέος να πέσει στο 141% του ΑΕΠ έως το 2026, από το 164% που καταγράφηκε το 2023.
Ωστόσο, όπως και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, η απόδοση της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται εν μέρει από εξωτερικές απειλές. Οποιαδήποτε περαιτέρω επιδείνωση στο γεωπολιτικό ή στο παγκόσμιο εμπορικό περιβάλλον που αποδυναμώνει την εξωτερική ζήτηση, θα ασκήσει αναπόφευκτα πίεση στις ελληνικές εξαγωγές και θα επηρεάσει την οικονομία στο σύνολό της.
Η αξιολόγηση ΒΒΒ της Ελλάδας υποστηρίζεται από το αξιόπιστο πλαίσιο πολιτικής της χώρας και την ιδιότητά της ως μέλους της ΕΕ και της ευρωζώνης. Διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν εφαρμόσει βασικές μεταρρυθμίσεις που ενίσχυσαν τη διακυβέρνηση, βελτίωσαν το επιχειρηματικό περιβάλλον της χώρας και στήριξαν τη βιωσιμότητα του χρέους. Η ισχυρή πολιτική δέσμευση όλων των μεγάλων πολιτικών κομμάτων για τη διατήρηση μιας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής ενισχύει την πιστωτική ποιότητα της χώρας.
Το ΔΝΤ προβλέπει ότι το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα θα ανέλθει κατά μέσο όρο σε 2,4% του ΑΕΠ έως το τέλος της δεκαετίας και ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους θα φθάσει το 125% έως το 2030. Ωστόσο, οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις της Ελλάδας περιορίζονται από τον ακόμη υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το μικρό μέγεθος της οικονομίας της και το επίμονα υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Η DBRS θα μπορούσε να αναβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας εάν συμβούν κατά μόνας ή συνδυαστικά τα εξής: (1) περαιτέρω ουσιαστική μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους που θα υποστηρίζεται από πρωτογενή πλεονάσματα ή (2) συνεχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.
Η DBRS θα μπορούσε να υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας εάν συμβούν κατά μόνας ή συνδυαστικά τα εξής: (1) παρατεταμένη αποδυνάμωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας ή υλοποίηση ενδεχόμενων υποχρεώσεων που θα θέσει τον δείκτη δημόσιου χρέους σε διαρκή ανοδική τάση, (2) αντιστροφή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ή (3) σημαντική επιδείνωση της εξωτερικής θέσης της Ελλάδας.
Το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 2,3% το 2023 και το 2024 και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει παρόμοια ανάπτυξη για τα επόμενα δύο χρόνια. Η ισχυρή δυναμική της ελληνικής οικονομίας τροφοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Η αύξηση της απασχόλησης είναι σταθερή και το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 8,0% τον Ιούλιο του 2025, από 9,8% ένα χρόνο νωρίτερα.
Η βελτιωμένη εγχώρια ζήτηση, η αποκατάσταση του τραπεζικού τομέα και η αποτελεσματική εφαρμογή του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) στηρίζουν την οικονομία. Η χώρα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ όσον αφορά την επίτευξη βασικών ορόσημων του ΤΑΑ και την απορρόφηση κονδυλίων του - ένα "πακέτο" ύψους 36,6 δισ. ευρώ (16% του ΑΕΠ) σε επιχορηγήσεις και δάνεια.
Πολυάριθμες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν τα προηγούμενα χρόνια έχουν ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και η επιτυχής εφαρμογή του ΣΔΑΕ θα βοηθήσει την Ελλάδα να βελτιώσει τις προοπτικές ανάπτυξής της. Οι παράγοντες αυτοί εξηγούν τη θετική ποιοτική προσαρμογή στην αξιολόγηση του δομικού στοιχείου "Οικονομική δομή και επιδόσεις".
Ο κίνδυνος για τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξωτερικές εξελίξεις. Αυτές περιλαμβάνουν ευπάθειες σε ακραία καιρικά φαινόμενα, γεωπολιτικές συγκρούσεις και προστατευτική παγκόσμια εμπορική πολιτική. Αν και η Ελλάδα έχει περιορισμένη άμεση εξαγωγική έκθεση στις ΗΠΑ, η αύξηση των διασυνοριακών δασμών αναμένεται να επιβαρύνει την οικονομική δραστηριότητα σε ολόκληρη την Ευρώπη, με έμμεσες επιπτώσεις στη μικρή και ανοικτή οικονομία της Ελλάδας. Πρόσθετες εμπορικές διαταραχές θα επηρέαζαν αρνητικά τις βιομηχανίες της Ελλάδας που είναι προσανατολισμένες στις εξαγωγές, ενώ μια νέα ταχεία άνοδος των τιμών της ενέργειας ή άλλων βασικών εμπορευμάτων θα δημιουργούσε πρόσθετες πληθωριστικές πιέσεις.
Οι εναρμονισμένες τιμές καταναλωτή στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 3,7% σε ετήσια βάση τον Ιούλιο του 2025. Ο πληθωρισμός παρουσιάζει ανοδική τάση τους τελευταίους μήνες, κυρίως λόγω της αύξησης του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας και των υπηρεσιών. Αυτοί οι κινητήριοι παράγοντες των τιμών είναι πιθανό να επιμείνουν και η Κομισιόν αναμένει ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει πάνω από τον στόχο του 2% κατά τη διάρκεια του χρονικού ορίζοντα της πρόβλεψης
Το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας και η αυξημένη αρνητική καθαρή διεθνής επενδυτική θέση (NIIP) επιβαρύνουν την εξωτερική θέση της χώρας. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν στο -6,9% του ΑΕΠ το 2024 και η NIIP ήταν στο -130,4% του ΑΕΠ, σύμφωνα με το ΔΝΤ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα ανέλθει κατά μέσο όρο σε 8,1% τα επόμενα δύο χρόνια, επισημαίνοντας τη μεγάλη αποταμίευση της ελληνικής οικονομίας και την υψηλή συγκέντρωση των επενδύσεων στις εισαγωγές.
Παρά τις μεγάλες εξωτερικές ανισορροπίες, η DBRS θεωρεί ότι η εξωτερική θέση της Ελλάδας είναι πιο ανθεκτική σήμερα από ό,τι στο παρελθόν. Η χώρα έχει βελτιώσει την εξωτερική της ανταγωνιστικότητα, έχει γίνει μια πιο ανοιχτή οικονομία και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της σε όρους ΑΕΠ έχουν διπλασιαστεί από το 2010. Ομοίως, οι υποστηρικτικές εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων και κονδυλίων της ΕΕ συμβάλλουν στην άμβλυνση των κινδύνων χρηματοδότησης που συνδέονται με τα αυξημένα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Ο οίκος αναμένει μεσοπρόθεσμη μείωση του εμπορικού ελλείμματος, καθώς βελτιώνεται η εξαγωγική ικανότητα της χώρας και αυξάνεται η εγχώρια παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας.
Η δημοσιονομική θέση της Ελλάδας αποτέλεσε θετική έκπληξη το 2024. Η συνολική δημοσιονομική θέση κατέγραψε πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ πέρυσι και το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα έφθασε το 4,8% του ΑΕΠ. Η κυβέρνηση ανέμενε ένα μικρό έλλειμμα. Μια σειρά παραγόντων εξηγεί την έκπληξη για τους δημόσιους λογαριασμούς, συμπεριλαμβανομένων των βραδύτερων τρεχουσών δαπανών και των ισχυρότερων του αναμενόμενου άμεσων φορολογικών εσόδων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης από την υγιή αύξηση της απασχόλησης και της οικονομικής δραστηριότητας.
Η επίδραση του αυξημένου πληθωρισμού στην είσπραξη του ΦΠΑ και οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις, όπως τα μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας, συνέβαλαν στη μεγάλη αύξηση των εσόδων. Τα πραγματικά έσοδα του έτους ήταν κατά 9,5% υψηλότερα από τα προβλεπόμενα στον Προϋπολογισμό του 2024. Αν και τα αποτελέσματα για το φέτος είναι απίθανο να παραμείνουν το ίδιο ισχυρά -δεδομένων των δεσμεύσεων για κοινωνικές δαπάνες που ανακοινώθηκαν πρόσφατα και των αυξήσεων στις αμυντικές δαπάνες- η DBRS αναμένει ότι η βελτιωμένη δημοσιονομική θέση θα υποστηριχθεί από διαρθρωτικές αλλαγές. Η Κομισιόν προβλέπει ότι το συνολικό δημοσιονομικό πλεόνασμα θα μειωθεί στο 0,7% του ΑΕΠ το 2025 και θα βελτιωθεί και πάλι στο 1,4% το 2026.
Το χρέος της γενικής κυβέρνησης στην Ελλάδα ανήλθε στο 153,6% του ΑΕΠ το 2024, το υψηλότερο μακράν στην Ευρώπη και πολύ πάνω από το 87,4% του ΑΕΠ που είναι ο μέσος όρος της ευρωζώνης. Κατ' αρχάς, το υψηλό χρέος περιορίζει την ικανότητα της κυβέρνησης να ανταποκριθεί σε απρόβλεπτα σοκ, να ανταποκριθεί στο υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης ή να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες δαπάνες που σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού ή την άμυνα.
Οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του χρέους μετριάζονται από διάφορους παράγοντες. Αρχικά, η διάρθρωση του χρέους είναι πολύ ευνοϊκή. Το 100% του χρέους της διακρατείται σε σταθερά επιτόκια μετά από swaps, η σταθμισμένη μέση διάρκεια είναι πολύ υψηλή (περίπου 18,7 έτη τον Ιούνιο του 2025) και περίπου το 74% του χρέους διακρατείται από τον επίσημο τομέα.
Το ελληνικό Δημόσιο κατέχει επίσης σημαντικά ταμειακά αποθέματα περίπου 40 δισ. ευρώ (περίπου 16% του ΑΕΠ, ή τρία χρόνια ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών), παρά την πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ και του GLF.
Σύμφωνα με τον οίκο, η δυναμική του δημόσιου χρέους παρουσιάζει απότομη πτωτική τάση, λόγω της υψηλής ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ, των υγιών δημοσιονομικών πλεονασμάτων και των προσαρμογών των αποθεμάτων από την πρόωρη αποπληρωμή του χρέους του επίσημου τομέα. Έχοντας φτάσει στο αποκρύφωμά του λίγο κάτω από το 210% το 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει ότι ο δείκτης θα προσεγγίσει το 140% έως το 2026, και το ΔΝΤ προβλέπει ότι ο δείκτης θα υποχωρήσει κάτω από το 130% έως το 2029. Αυτή η ευνοϊκή δυναμική του χρέους το καθιστά λιγότερο ευάλωτο στη μεταβλητότητα των αγορών. Το spread της απόδοσης του 10ετους ελληνικού ομολόγου έναντι του γερμανικού μειώθηκε σε περίπου 75 μονάδες βάσης τον Ιούλιο του 2025, μια σημαντική μετατόπιση από την διαφορά των 200 μονάδων βάσης κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2022.
Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας έχει ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια. Η υψηλότερη αύξηση των δανείων και τα διαρθρωτικά υψηλότερα επιτόκια έχουν οδηγήσει σε υγιή κερδοφορία των τραπεζών. Το σύστημα είναι επίσης πιο ανθεκτικό.
Οι πρόσφατοι κλυδωνισμοί, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής κρίσης και της ραγδαίας αύξησης των επιτοκίων, δεν ανέτρεψαν τη σταθερή βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού. Οι πωλήσεις και οι τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του προγράμματος "Ηρακλής" συνέβαλαν στη μείωση του μέσου ακαθάριστου δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο 2,9% για τις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες τον Ιούνιο του 2025, από 32% το 2020. Οι τράπεζες προστατεύονται περαιτέρω από τον συστημικό κίνδυνο διατηρώντας ισχυρούς κεφαλαιακούς δείκτες, γεγονός που διαφαίνεται από τα αποτελέσματα του πρόσφατου τεστ αντοχής της EBA για το 2025. Ο μέσος δείκτης κεφαλαίου CET1 για τις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες ήταν 16,0% τον Ιούνιο του 2025, από 11,8% το 2021. Η απομείωση κεφαλαίου των ελληνικών τραπεζών στο βασικό και στο δυσμενές σενάριο της EBA ήταν σημαντικά μικρότερη από τον μέσο όρο των συμμετεχουσών ευρωπαϊκών τραπεζών. Η ποιότητα των τραπεζικών κεφαλαίων θα συνεχίσει να βελτιώνεται καθώς οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που κατέχουν οι τράπεζες μειώνονται ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως.
Οι πρόσφατες εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένου του αποτελέσματος των ευρωεκλογών το περασμένο έτος, υποδηλώνουν στενότερη υποστήριξη για τον κυβερνητικό συνασπισμό. Καθώς πλησιάζουν οι επόμενες βουλευτικές εκλογές, υπάρχει ο κίνδυνος η πρόσφατη μεταρρυθμιστική δυναμική να χάσει τον ρυθμό της.
Ωστόσο, η κυβέρνηση υπό την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη διατηρεί μια ισχυρή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Αυτό παρέχει πολιτική σταθερότητα και συνέχεια και βοηθά την Ελλάδα να εκπληρώσει τους στόχους και τα ορόσημα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του Ελλάδα 2.0 παραμένει βασική προτεραιότητα για την ελληνική κυβέρνηση και περιλαμβάνει την αντιμετώπιση των αδυναμιών στο σύστημα δικαιοσύνης, τη δημόσια διοίκηση και την ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας. Η κυβέρνηση σχεδιάζει επίσης να βελτιώσει το εκπαιδευτικό σύστημα.
Στις 19/9 αναμένεται η ετυμηγορία της Moody's με τους αναλυτές να μην αποκλείουν το ενδεχόμενο μιας πρώτης αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας, εντός της επενδυτικής βαθμίδας, αν και ο οίκος είναι ένας από τους πιο συγκρατημένους.
Στις 17 Οκτωβρίου ακολουθεί νέα αξιολόγηση από τον οίκο Standard & Poor’s, στις 7 Νοεμβρίου η Scope ενώ στις 14 Νοεμβρίου αναμένεται η απόφαση της Fitch.