Δευτέρα, 01-Απρ-2024 15:00
Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Χρειάζεται προσοχή στις αυξήσεις μισθών - Ανάπτυξη 2,5% το 2024

Του Τάσου Δασόπουλου
Ανάπτυξη 2,5% προβλέπει για φέτος το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, σημειώνοντας ότι σε κάθε περίπτωση οι προοπτικές της οικονομίας είναι θετικές, αλλά θα πρέπει υπάρξει μεγάλη προσοχή στις αυξήσεις μισθών υπογραμμίζοντας ότι η πρόσφατη αύξηση κατά 6,4% του κατώτερου, μισθού βρίσκεται στα όρια των αντοχών της οικονομίας
Στην εκτίμηση που γίνεται για το 2024 η εκτίμηση του ΓΠΒ είναι συμβατή με τις εκτιμήσεις που έχουν κάνει για την ανάπτυξη με άλλες επικαιροποιημένες προβλέψεις που έχουν δημοσιευθεί πρόσφατα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Τράπεζα της Ελλάδος που τοποθετούν τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2024 μεταξύ 2,1% και 2,5%.
Η έκθεση του Γραφείου για το δ' τρίμηνο του 2023, εξηγεί ότι η βασική πρόβλεψη είναι αρκετά συντηρητική ως προς την αύξηση των επενδύσεων που ενδέχεται να πραγματοποιηθούν από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Συγκεκριμένα το Γραφείο επεξεργάστηκε εναλλακτικά σενάρια διοχέτευσης στην οικονομία πόρων του ΤΑΑ-επιχορηγήσεων και δανείων–ύψους 3,6 δισ. ευρώ που προγραμματίζονται για το 2024. Εισάγοντας την υπόθεση ότι η πραγματική οικονομία απορροφά κατά το ήμισυ τους ανωτέρω πόρους, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ για το 2024 διαμορφώνεται στο 2,7%. Με την αισιόδοξη υπόθεση για διοχέτευση των πόρων του ΤΑΑ κατά τα τρία τέταρτα του συνόλου τους, ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ διαμορφώνεται στο 2,9%, στο ύψος της εκτίμησης του Προϋπολογισμού του 2024. Τέλος με πλήρη διοχέτευση των πόρων του ΤΑΑ στην πραγματική οικονομία ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ διαμορφώνεται στο 3,2%. Επομένως η επιτάχυνση του ρυθμού των επενδύσεων και της διοχέτευσης πόρων του ΤΑΑ είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη ανάπτυξης που υπερβαίνει το 2,5% και που βρίσκεται κοντά στην πρόβλεψη-στόχο του Προϋπολογισμού.
Σύμφωνα με την εκτίμηση του Γραφείου, το ενοποιημένο Πρωτογενές Αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης το δωδεκάμηνο Ιανουαρίου - Δεκεμβρίου του 2023 καταγράφει πλεόνασμα 3.624 εκατ. ευρώ, δηλαδή περίπου 1,6% του ΑΕΠ), εκτίμηση η οποία υπερβαίνει σημαντικά την τελευταία εκτίμηση πρωτογενούς πλεονάσματος που αποτυπώνεται στην Εισηγητική του Προϋπολογισμού 2024, ύψους 2.555 εκατ. ευρώ που αντιστοιχεί στο 1,1% του ΑΕΠ.
H βελτίωση οφείλεται στους ίδιους παράγοντες που αναφέρθηκαν και στην έκθεση του τρίτου τριμήνου 2023. Οι παράγοντες αυτοί περιλαμβάνουν τα αυξημένα φορολογικά έσοδα από (άμεσους και έμμεσους φόρους) που οφείλονται στην αύξηση της απασχόλησης με ταυτόχρονη αύξηση των μισθών και συντάξεων, στην καλύτερη επίδοση των τουριστικών εσόδων, τα οποία αυξήθηκαν σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022 κατά 15,7% περίπου, στην εν γένει αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, και τέλος στις πληθωριστικές πιέσεις.
Στο μέτωπο του πληθωρισμού με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, για τον Φεβρουάριο 2024, η έκθεση παρατηρεί μικρή αποκλιμάκωση που διαμόρφωσε το μέγεθος του στο 3,1%, οριακά χαμηλότερα από αυτό του Ιανουαρίου (3,2%). Για το σύνολο του 2023 ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 4,2% ενώ η πρόοδος στην αποκλιμάκωση του είναι εμφανής αφού τον Φεβρουάριο του 2023 ο τελευταίος βρισκόταν στο 6,5%. Σύμφωνα με την ανάλυση του Γραφείου, αυτή η τάση αποκλιμάκωσης οφείλεται κατά κύριο λόγο, όπως και στην Ευρωζώνη, στη σημαντική πτώση του κόστους της ενέργειας που πλέον έχει αρνητική συνεισφορά στην εξέλιξη του πληθωρισμού. Αυτή η πτώση του κόστους ενέργειας είναι συμβατή με την εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής επιδότησης λογαριασμών ενέργειας για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Πιο επίμονος παρουσιάζεται ο πυρήνας (δεν περιλαμβάνει την ενέργεια και τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα) του πληθωρισμού που διαμορφώθηκε στο 3,3% για τον Φεβρουάριο 2024, ενώ το ίδιο ισχύει και για την Ευρωζώνη, γεγονός που δυσκολεύει τις αποφάσεις της ΕΚΤ για χαλάρωση της νομισματικής σύσφιξης. Ιδιαίτερα επίμονος παρουσιάζεται και ο πληθωρισμός τροφίμων που σύμφωνα με την ανάλυση του Γραφείου συνεισέφερε κατά 56% στον συνολικό ετήσιο πληθωρισμό μεταξύ Ιανουαρίου 2023 και Ιανουαρίου 2024, αφαιρώντας από την αγοραστική δύναμη του εισοδήματος κυρίως των πιο ευάλωτων νοικοκυριών.
Είναι επομένως απαραίτητο να ενταθούν οι παρεμβάσεις πολιτικής προς την κατεύθυνση ενίσχυσης του ανταγωνισμού σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα. Επίσης, πολιτικές ενίσχυσης της διαφάνειας τιμών, και έλεγχος για περιπτώσεις αδικαιολόγητα μεγάλης αύξησης τιμών στα τρόφιμα και βασικές υπηρεσίες, θα ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση.
Το Γραφείο θεωρεί ότι χρειάζεται μεγάλη προσοχή σε όποιες υπέρμετρες αυξήσεις ονομαστικών μισθών. Στην κατεύθυνση αυτή τονίζεται ότι η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 6,4% βρίσκεται οριακά μέσα στις δυνατότητες της οικονομίας, αν δεν τις ξεπερνάει. Αυτό θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο η οικονομία επιτύχει έναν ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης μέσα στο 2024. Διαφορετικά είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να εμποδίσει την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Η επίδραση του στην απασχόληση θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο θα ενισχύσει την προσφορά εργασίας προς κλάδους με ελλείψεις εργαζομένων, όπως ο τουρισμός.
Για τον πληθωρισμό, η επίδρασή του θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο η αύξηση του μισθολογικού κόστους που συνεπάγεται μπορεί να απορροφηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις επιχειρήσεις, καθώς και από το εάν η αύξηση αυτή θα συνδυαστεί με αύξηση της παραγωγικότητας εργασίας σε μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα.