Κυριακή, 25-Φεβ-2024 20:00
Γιατί οι ελληνικές τράπεζες αποτελούν μαγνήτη για τους επενδυτές

Της Ελευθερίας Κούρταλη
Ισχυρή κερδοφορία και δείκτες απόδοσης, επιστροφή στη διανομή μερισμάτων και αποεπένδυση του Δημοσίου έχουν δώσει νέα πνοή στις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες αλλάζουν σελίδα και έχουν μπει για τα καλά στον χάρτη των ποιοτικών θεσμικών επενδυτών.
Έχοντας σημειώσει ράλι 70% σε λιγότερο από ένα έτος και σχεδόν 17% από τις αρχές του 2024, αποτελούν αναμφισβήτητα από τους μεγάλους πρωταγωνιστές του ταμπλό και, το καλύτερο, οι αναλυτές εκτιμούν πως θα κινηθούν ακόμα υψηλότερα, αναβαθμίζοντας τις τιμές-στόχους, καθώς, όπως τονίζουν, οι αποτιμήσεις τους παραμένουν εξαιρετικά ελκυστικές.
Η "έξοδος" του ΤΧΣ έχει αποτελέσει σίγουρα τεράστιο καταλύτη, καθώς από τότε που ξεκίνησε, το φθινόπωρο το 2023, ο τραπεζικός δείκτης έχει εκτοξευθεί κατά 45% σχεδόν. Και έχει και συνέχεια, καθώς πλέον στο επίκεντρο είναι το επικείμενο placement της Τράπεζας Πειραιώς στις αρχές Μαρτίου, για το οποίο υπάρχει μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον.
Όπως σημειώνει η HSBC, η οποία και συνεχίζει να τηρεί "Overweight" στάση στις ελληνικές μετοχές, θεωρώντας πως το μεγάλο story του Χ.Α. συνεχίζουν να είναι οι ελληνικές τράπεζες, τα υψηλότερα επιτόκια και οι αυστηρότεροι πιστωτικοί όροι θα μπορούσαν να ωθήσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια υψηλότερα, ενώ τα φθηνά μακροπρόθεσμα δάνεια TLTRO της ΕΚΤ που λήγουν θα μπορούσαν να ασκήσουν πιέσεις χρηματοδότησης για τις τράπεζες.
Ωστόσο, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εμφανίζει ανθεκτικότητα. Ο δείκτης NPE μειώθηκε σε περίπου 5% από το ανώτατο όριο σχεδόν 50% το 2016, χάρη και στα 18 δισ. ευρώ εγγυήσεων που παρέχονται στο πλαίσιο του κυβερνητικού συστήματος προστασίας περιουσιακών στοιχείων ("Ηρακλής"), που ξεκίνησε το 2019. Το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) έχει ήδη ξεκινήσει τις πωλήσεις κάποιων από τα μερίδιά του στις κύριες ελληνικές τράπεζες και ενδέχεται σύντομα να πουλήσει και τα υπόλοιπα, όπως τονίζει η βρετανική τράπεζα, κάτι που αποτελεί σημαντικό καταλύτη για τον κλάδο.
Συνολικά, σημειώνει η HSBC, η Ελλάδα έχει δει μια ισχυρή ανάκαμψη μετά την πανδημία. Ωστόσο το ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι σχεδόν 15% κάτω από το επίπεδο του 2010, πριν από την κρίση του δημόσιου χρέους. Ως εκ τούτου, εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένες ευκαιρίες ανάπτυξης και τώρα βρίσκεται σε πιο βιώσιμη βάση. Διατίθεται, επίσης, χρηματοδότηση για τη στήριξη της ανάπτυξης. Η χρήση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ε.Ε. –από το οποίο η Ελλάδα έχει αντλήσει 35 δισ. ευρώ (18% του ΑΕΠ)– επιταχύνεται, ενώ θα λάβει επίσης περίπου 35 δισ. ευρώ κεφάλαια από τον Προϋπολογισμό της Ε.Ε. την περίοδο 2020-2027. Λόγω των αναθεωρήσεων των προηγούμενων δεδομένων, η HSBC μείωσε πρόσφατα την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη για το 2023 στο 2,1%, αλλά βλέπει το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 1,5% το 2024 και 1,7% το 2025 λόγω των επιπλέον κεφαλαίων του REPowerEU και της αναμενόμενης χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ νωρίτερα από ό,τι αναμενόταν πριν, η οποία θα πρέπει να υποστηρίζει τις επενδύσεις.
Σύμφωνα και με τα στατιστικά στοιχεία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ως προς τα 109 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται στην άμεση εποπτεία του, με βάση τα στοιχεία εννεαμήνου 2023, οι ελληνικές τράπεζες έχουν πολλούς και σημαντικούς δείκτες ευρωστίας.
Σε ό,τι αφορά την κερδοφορία, από τα συνολικά κέρδη των 109 τραπεζών, τα οποία ανήλθαν σε 131,15 δισ. ευρώ, τα 2,83 δισ. ευρώ είναι κέρδη των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών, ενώ οι τελευταίες κατέγραψαν έσοδα από τόκους ως ποσοστό στα συνολικά λειτουργικά έσοδα πολύ υψηλότερα έναντι του σύνολού των ευρωπαϊκών, στο 79,2%, έναντι 60,6% για τα 109 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της Ε.Ε.
Στους βασικούς δείκτες απόδοσης, οι ελληνικές τράπεζες και πάλι ξεχωρίζουν, εμφανίζοντας υψηλότερο επιτοκιακό περιθώριο (3,2% έναντι 1,56% για την Ε.Ε.), πολύ χαμηλότερο δείκτη κόστους προς έσοδα (35,7% έναντι 55,96%), υψηλότερη απόδοση ιδίων κεφαλαίων (12,89% έναντι 10,01%) και υψηλότερη απόδοση ενεργητικού (1,23% έναντι 0,65%).
Σε ό,τι αφορά τα κεφάλαια, ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου (Total Capital ratio) για τις 109 συστημικές τράπεζες της Ε.Ε. ήταν στο 19,69%, εκ του οποίου ο δείκτης Tier 1 στο 17,03% και ο CET1 στο 15,61%, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες ανέρχονται σε 17,65%, 14,96% και 14,27%. Παράλληλα, οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν και τον υψηλότερο δείκτη κάλυψης ρευστότητας, στο 211,75%, έναντι 158,78% για τις τράπεζες της Ε.Ε. συνολικά.
Ισχυρή ψήφο εμπιστοσύνης συνεχίζουν να λαμβάνουν οι ελληνικές τράπεζες και από τους οίκους αξιολόγησης, ενισχύοντας έτσι τις προοπτικές για νέα αναβάθμιση των αξιολογήσεών τους. Όπως σημείωσε σε πρόσφατη ανάλυσή της η S&P, μετά τον καθαρισμό περίπου 80 δισ. ευρώ κόκκινων δανείων από το 2019, οι ελληνικές τράπεζες είναι έτοιμες να αξιοποιήσουν τις ισχυρές προοπτικές ανάπτυξης της χώρας, την επανέναρξη της πιστωτικής ζήτησης, τη βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, την ανάκαμψη των τιμών των ακινήτων και τη μείωση της ανεργίας. Πάντως, αν και οι δείκτες NPE των ελληνικών τραπεζών μειώθηκαν κάτω από το 6% το 2023 λόγω των τιτλοποιήσεων και αναμένεται το 2024 να διαμορφωθούν στο 5,4%, εξακολουθούν να είναι πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε, το 1,8%, όπως επισημαίνει.
Το βελτιωμένο και ισχυρό μακροοικονομικό σκηνικό σίγουρα αποτελεί, πάντως, έναν σημαντικό υποστηρικτικό παράγοντα για τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών, κατά τον οίκο. Οι πρόσθετες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με τα μεγάλα κονδύλια της Ε.Ε., θα στηρίξουν την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη το 2023-2026 και τη συνεχή μείωση του δημόσιου χρέους. Τα επόμενα τρία χρόνια η S&P εξακολουθεί να αναμένει ότι η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της Eυρωζώνης (στο 2,6% την περίοδο 2024-2026 σε μέσο όρο), χάρη στα κεφάλαια στήριξης της Ε.Ε. για επενδύσεις σε υποδομές και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μαζί με την αυξανόμενη ζήτηση πιστώσεων από τις επιχειρήσεις, κυρίως με βάση τις επενδύσεις και τον τουρισμό.
Η S&P αναμένει ότι η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών θα επωφεληθεί από υψηλότερα επιτόκια και το 2024, όπως συνέβη το 2023, χάρη στο μεγάλο μερίδιο, κοντά στο 90%, των χαρτοφυλακίων δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο. Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο των τεσσάρων συστημικών τραπεζών κυμάνθηκε από 3,1% έως 3,9% κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2023, έναντι 2,6% κατά μέσο όρο το 2022. Ωστόσο, παρά τις πωλήσεις μη βασικών περιουσιακών στοιχείων τα τελευταία χρόνια, η S&P τονίζει ότι οι τράπεζες θα πρέπει να δημιουργήσουν επαρκή κερδοφορία από προμήθειες και δανεισμό. Αναμένει ότι η απόδοση ιδίων κεφαλαίων ROE στο σύνολο του κλάδου θα μειωθεί στο 10%-11% φέτος, από 12% το 2023 και 15,8% το 2022, ενώ ο δείκτης κόστους προς έσοδα θα παραμείνει κοντά στο 40% μέχρι το 2025, σε σύγκριση με 47% το 2021.
Ανάλογα θετικές είναι και οι θέσεις της Fitch, με τον οίκο να τονίζει πρόσφατα πως οι προοπτικές των ελληνικών τραπεζών έχουν ξεκάθαρα βελτιωθεί, και μάλιστα αποτελούν εξαίρεση στην Ευρωζώνη, καθώς είναι οι μόνες στις οποίες δίνει θετικές προοπτικές.
Αυτό οφείλεται σε τρεις παράγοντες.
Πρώτον, το λειτουργικό περιβάλλον είναι υποστηρικτικό χάρη στην ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, τη δυναμική στον κλάδο του real estate και τις επενδυτικές ευκαιρίες, καθώς και στη βελτίωση του πιστωτικού προφίλ της Ελλάδας και στο ότι o δείκτης NPL αναμένεται φέτος να μειωθεί κάτω του 5%.
Δεύτερον, οι ελληνικές τράπεζες έχουν ενισχύσει τα κεφαλαιακά τους μαξιλάρια χάρη στην ισχυρή κερδοφορία, με τη λειτουργική κερδοφορία να αναμένεται να παραμείνει ανθεκτική φέτος και κοντά στο 3% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού (RWA), πάρα τις πιέσεις στα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια λόγω του κύκλου χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Τρίτον, οι ελληνικές τράπεζες έχουν καλύτερη πρόσβαση στις αγορές πλέον ώστε να χτίσουν τα "μαξιλάρια" τους, ενώ αναμένεται να πετύχουν τους τελικούς στόχους των ελάχιστων απαιτήσεων για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL).
Ο οίκος αναμένει περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των ελληνικών τραπεζών βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα, με πιο ήπιο ωστόσο ρυθμό. Η αύξηση των δανείων που αναμένει η Fitch φέτος θα βοηθήσει στην περαιτέρω μείωση των NPLs, ενώ το κόστος κινδύνου θα μειωθεί.
Από τις τιμές-στόχους που έχουν θέσει διεθνείς και εγχώριοι οίκοι για τις μετοχές των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, είναι ξεκάθαρο ότι εκτιμούν πως το ράλι θα συνεχιστεί.
Συγκεντρώνοντας τις εκτιμήσεις που έχουν δώσει από τις αρχές του 2024, διαμορφώνονται ως εξής:
Η Morgan Stanley, η οποία αύξησε τις τιμές-στόχους που δίνει στις τέσσερις συστημικές, δίνει τα 8,14 ευρώ για την Εθνική Τράπεζα, τα 4,58 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς, τα 2,08 ευρώ για την Alpha Bank και τα 2,33 ευρώ για τη Eurobank.
Η J.P. Morgan τοποθετεί την τιμή-στόχο της Alpha Bank στα 2,40 ευρώ, για τη Eurobank επίσης στα 2,40 ευρώ, για την Εθνική Τράπεζα στα 8,30 ευρώ και για την Τράπεζα Πειραιώς στα 5,00 ευρώ.
Η νέα τιμή-στόχος που έδωσε πριν από μερικές ημέρες η Jefferies για την Alpha Bank τοποθετείται στα 2,3 ευρώ και για την Τράπεζα Πειραιώς στα 5,2 ευρώ, ενώ για τη Eurobank διατηρείται στα 2,25 ευρώ και για την Εθνική Τράπεζα στα 8,80 ευρώ.
Η NBG Securities δίνει τιμή-στόχο σε ορίζοντα 12 μηνών για την Alpha Bank στα 2,00 ευρώ, για τη Eurobank στα 2,10 ευρώ, από 1,70 ευρώ πριν, και για την Τράπεζα Πειραιώς στα 4,5 ευρώ.
Η Optima Research αύξησε την τιμή-στόχο για την Πειραιώς στα 5,00 ευρώ, για τη Eurobank στα 2,41 ευρώ, για την Εθνική Τράπεζα στα 9,20 και για την Alpha Bank στα 2,10 ευρώ.
Η Eurobank Equities βλέπει τα 2,23 ευρώ για την Alpha Bank, τα 8,25 ευρώ για την Εθνική και τα 4,66 ευρώ για την Πειραιώς.
Η Euroxx Securities τοποθετεί τον στόχο για τη μετοχή της Πειραιώς στα 5,30 ευρώ, για τη Eurobank στα 2,50 ευρώ, για την Alpha Bank στα 2,40 ευρώ και για την Εθνική στα 8,50 ευρώ.
Τέλος, η Piraeus Securities τοποθετεί την τιμή-στόχο για τη μετοχή της Alpha Bank στα 2,6 ευρώ, για τη μετοχή της Εθνικής στα 8,80 ευρώ και για τη μετοχή της Eurobank στα 2,6 ευρώ.
Η ισχυρή βελτίωση των προοπτικών των ελληνικών συστημικών τραπεζών αποτυπώνεται ξεκάθαρα στη σημαντική αποκλιμάκωση του κόστους του δανεισμού τους, αλλά και στο ύψος των προσφορών που καταθέτουν οι επενδυτές κατά τις εκδόσεις στις οποίες προχωρούν το τελευταίο διάστημα.
Στις συνολικά έντεκα εξόδους των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών στις αγορές από πέρσι και έως τώρα φέτος η ζήτηση άγγιξε τα 18 δισ. ευρώ, σχεδόν οδηγώντας –ειδικά το τελευταίο διάστημα– σε σημαντική υπερκάλυψη των εκδόσεων, η οποία έφτασε ακόμα και τις έξι φορές.
Έπειτα από τις πιέσεις που σημειώθηκαν λίγο πριν από τον πρώτο γύρο των εθνικών εκλογών του 2023, οι αποδόσεις των ομολόγων των ελληνικών τραπεζών έχουν καταγράψει βουτιά, η οποία και εντάθηκε από το περασμένο φθινόπωρο, μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για την Ελλάδα από τον πρώτο οίκο αξιολόγησης αλλά και την εκκίνηση της αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τον κλάδο.
Επιπλέον, οι νέες έξοδοι στις αγορές τούς τελευταίους μήνες έγιναν με σημαντικά χαμηλότερο κόστος δανεισμού σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Το 2022, για παράδειγμα, οι αποδόσεις κατά την ημέρα της έκδοσης κινούνταν στο 7%-10%, ανάλογα με την τράπεζα και τον τίτλο, ενώ φέτος κινούνται από 4,5% έως 7,3% περίπου.
Συνολικά το 2023 οι τέσσερις συστημικές τράπεζες άντλησαν 3,4 δισ. ευρώ από τις αγορές, ενώ φέτος έχουν αντλήσει 1,8 δισ. ευρώ, κεφαλαιοποιώντας τα οφέλη από την επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα, η οποία και ενισχύει την προοπτική για περαιτέρω αναβάθμιση των δικών τους αξιολογήσεων, το ρεκόρ κερδοφορίας που κατέγραψαν χάρη στις αυξήσεις των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον που προκάλεσε η διαδικασία αποεπένδυσης του ΤΧΣ, αλλά και την ισχυρή ζήτηση που υπάρχει για εκδόσεις χρέους γενικότερα.