Τετάρτη, 20-Δεκ-2023 07:48
Οι αλλαγές που θέλει η Αθήνα στο Σύμφωνο Σταθερότητας

Του Τάσου Δασόπουλου
Ακόμη μια προσπάθεια να επιτευχθεί ο συμβιβασμός που θα οριστικοποιήσει τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες θα κάνουν σήμερα οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ στο τελευταίο, έκτακτο ECOFIN της χρονιάς.
Οι διαφορές μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας, των δύο βασικών διαπραγματευτών, επικεντρώνονται πια στην "ταχύτητα" και τους όρους με βάση τους οποίους θα μειώνεται κυρίως το έλλειμμα για όσα κράτη-μέλη έχουν ξεπεράσει το όριο του 3% του ΑΕΠ και το χρέος. Ωστόσο, οι ενδείξεις για συμφωνία έχουν αυξηθεί. Τούτο με δεδομένο ότι και οι δύο πλευρές συμφωνούν ότι αποτελεί θέμα αξιοπιστίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση να ξεκινήσει το 2024 με ένα νέο πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων, σε αντικατάσταση του υφιστάμενου που εκ των πραγμάτων θεωρείται παρωχημένο.
Συμμετέχοντας στη διαδικασία, η Ελλάδα, η οποία εκ των πραγμάτων τάσσεται με την ομάδα του "Νότου" και της Γαλλίας, διαπραγματεύεται για ένα πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων το οποίο να επιτρέπει μια δημοσιονομική προσαρμογή που δε θα εμποδίζει την ανάπτυξη.
Σε αυτή τη φάση, όσα φαίνονται να συμφωνούνται για τη μείωση του χρέους, δηλαδή την υποχρεωτική μείωση κατά 1% του ΑΕΠ αλλά και του ελλείμματος, για το οποίο θα επιβληθεί ένα μαξιλάρι 1,5% του ΑΕΠ για μην υπάρχουν αποκλίσεις, δεν συναντούν σοβαρές αντιρρήσεις από την Αθήνα. Ούτως ή άλλως, οι στόχοι που έχουν τεθεί με το πρόγραμμα σταθερότητας 2023-2026 είναι υψηλότεροι από αυτούς που απαιτούν οι νέοι δημοσιονομικές κανόνες, τουλάχιστον όπως διαμορφώνονται έως τώρα.
Ωστόσο, η ελληνική πλευρά θέλει ξεκάθαρους κανόνες σε δύο σημεία που αναφέρονται στο προκαταρκτικό νομικό κείμενο που κυκλοφόρησε η ισπανική Προεδρία, μετά το προηγούμενο ECOFIN της 8ης Δεκεμβρίου.
Το πρώτο αφορά τον ορισμό του σημείου αναφοράς των νέων δημοσιονομικών στόχων που θα συμφωνούνται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο των 4ετών δημοσιονομικών πλάνων. Η Ελλάδα, θέλει οι στόχοι να συμφωνούνται μέσω διαπραγμάτευσης με την επιτροπή και όχι να επιβάλλονται. Στην προκαταρκτική συμφωνία, αναφέρεται ότι αν υπάρχουν διαφορές στις εκτιμήσεις δημοσιονομικών μεγεθών του κράτους-μέλους, μεταξύ του κράτους-μέλους και της Κομισιόν, θα επιβάλλονται ως βάση οι εκτιμήσεις της Επιτροπής και πάνω σε αυτές θα χτίζονται οι στόχοι και οι υποχρεώσεις του κάθε κράτους μέλους και στην περίπτωσή μας της Ελλάδας.
Το δεύτερο "γκρίζο" σημείο είναι το δικαίωμα της Επιτροπής να "επιταχύνει" την προσαρμογή ενός κράτους-μέλους, όταν έχει βραδύτερη υλοποίηση από τη συμφωνημένη Αυτό θα γίνεται με τη μείωση την οροφής των καθαρών πρωτογενών δαπανών που θα είναι το βασικό κριτήριο αξιολόγησης. Με αλλά λόγια, αν η Επιτροπή κρίνει ότι το κράτος-μέλος καθυστερεί το πρόγραμμά της, θα μπορεί να επιβάλλει περικοπές. Οι διευκρινήσεις που θα πρέπει να δοθούν είναι οι όροι και οι προϋποθέσεις μια τέτοιας εξέλιξης.
Κρίσιμο κεφάλαιο για την Ελλάδα θα είναι και οι εξαιρέσεις από το έλλειμμα. Πιο βασική για την Ελλάδα θα είναι η εξαίρεση των αμυντικών δαπανών λόγω των πολλών παραλαβών αμυντικού υλικού που θα έχουμε τα επόμενα χρόνια. Η θέσπιση ως βασικούς κριτηρίου αξιολόγησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών (όπου περιλαμβάνονται και οι αμυντικές δαπάνες), αλλά και η ανάγκη το έλλειμμα να παραμένει σταθερά κάτω από το 3% του ΑΕΠ, θα δυσκολεύει το σύνολο της οικονομικής πολιτικής, αν δε συμφωνηθεί οριστικά η εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από το έλλειμμα.
Στην ίδια λογική, ένα μέρος έστω των δημόσιων επενδυτικών δαπανών θα πρέπει να εξαιρεθούν από το έλλειμμα. Τούτο με δεδομένο ότι τα επόμενα χρόνια θα χρειαστεί να γίνουν περισσότερες δαπάνες με δημόσιους πόρους για πράσινη και ψηφιακή μετάβαση αφού η ΕΕ πρέπει να καλύψει το κενό που τις χωρίζει από τις ΗΠΑ και την Κίνα.