Σάββατο, 09-Δεκ-2023 16:00
Οι προσδοκίες και οι φόβοι της Ελλάδας απέναντι στο νέο Σύμφωνο Σταθερότητας

Του Τάσου Δασόπουλου
Με την σύγκλιση Γερμανίας και Γαλλίας να είναι πλέον θέμα εβδομάδων, η Ελλάδα περιμένει εκτός από τα βασικά σημεία που έχουν πια κλειδώσει για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, να οριστικοποιηθούν και οι κρίσιμες λεπτομέρειες πριν καταγράψει κέρδη και απώλειες.
Από το πλαίσιο της συμφωνίας και στα θέματα της μείωσης χρέους και ελλείμματος, το οποίο δημοσιοποίησε χθες με την μορφή νομικού κειμένου η προεδρεύσουα Ισπανία, προκύπτει σαφώς μεγαλύτερη ευελιξία σε σχέση με το υφιστάμενο.
Ειδικότερα, με βάση τους σημερινούς κανόνες, η Ελλάδα θα αναλάμβανε την υποχρέωση να μειώνει το χρέος της κάθε χρόνο κατά 5,5% του ΑΕΠ για 20 χρόνια, ώστε το μειώσει το χρέος από το 171,3% του ΑΕΠ που έφτασε το 2022 στο 60% του ΑΕΠ που παραμένει το ανώτατο όριο χρέους. Με τους νέους κανόνες, που δημοσιοποιήθηκαν χθες, για τις χώρες με χρέος μεγαλύτερο από 90% του ΑΕΠ όπως η Ελλάδα, η επιβεβλημένη ετήσια μείωση χρέους θα είναι 1% του ΑΕΠ.
Σε ό,τι αφορά το κριτήριο του ελλείμματος, το ανώτατο όριο παραμένει το 3%. Οι χώρες που το υπερβαίνουν, δεν θα υποχρεώνονται πλέον σε περικοπές για να το επαναφέρουν κάτω από το 3% του ΑΕΠ. Το νέο σύμφωνο εισάγει τον νέο θεσμό του "δημοσιονομικού αποθέματος" που θα πρέπει να τηρούν όλες οι χώρες ώστε να εξασφαλίζεται και η δημοσιονομική προσαρμογή αλλά και συνέχιση επενδύσεων και της θετικής ανάπτυξης. Απέναντι σε αυτό, η Ελλάδα έχει έτοιμη απάντηση. Με βάση την Commission θα έχει φέτος έλλειμμα 2,1% του ΑΕΠ που θα μειωθεί στο 0,8% του ΑΕΠ το 2024 άρα δεν κινδυνεύει από την διαδικασία υπερβολικού ελλείματος. Σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό απόθεμα του 1,5% του ΑΕΠ του που ζητά η Επιτροπή για τις χώρες με χρέος πάνω από 90% του ΑΕΠ, η Αθήνα έχει επίσης απάντηση. Με βάση τις προβλέψεις της Επιτροπής, θα παρουσιάζει για την επόμενη τριετία πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από 2% του ΑΕΠ.
Προς το παρόν, η Αθήνα περιμένει να οριστικοποιηθούν στην τελική συμφωνία οι εξαιρέσεις από το έλλειμμα των αμυντικών δαπανών. Η Γαλλία έχει το θέμα και η Γερμανία δεν το έχει αρνηθεί. Η συμφωνία στο θέμα θα ανακουφίσει τους ελληνικούς προϋπολογισμούς από το 2025 και μετά, αφού από τότε θα έχουμε παραλαβές αμυντικού υλικού συνολικού κόστους 15 δις ευρώ.
Επίσης, αναμένεται και η ετυμηγορία των δύο "μεγάλων" της Ευρωζώνης για το αν και με ποιες προϋποθέσεις θα εξαιρεθούν αι επενδυτικές δαπάνες από τον υπολογισμό του ελλείμματος.
Στα "σκοτεινά" σημεία της έως τώρα συμφωνίας είναι το βάθος της παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στα πολυετή δημοσιονομικά σύμφωνα (διάρκειας 4 ετών με πιθανότητα παράτασης άλλων 3 ετών) που θα συνάπτει με τα κράτη μέλη και εν προκειμένω με την Ελλάδα.
Στο νομικό κείμενο που είδε χθες το φως της δημοσιότητας υπάρχουν 3+1 σκοτεινά σημεία
Το πρώτο, αφορά το τι θα γίνεται αν οι προβλέψεις του κράτους μέλους, δεν συμφωνούν με τις προβλέψεις τις Επιτροπής και οι δύο πλευρές δεν μπορούν να συγκλίνουν. Πως θα κλείνει η διαφορά; Θα επιβάλει η Commission τους δικούς της κανόνες; Η Ελλάδα έχει πικρή εμπειρία από την περίοδο των μνημονίων. Με δεδομένο μάλιστα ότι τα πολυετή προγράμματα θα πρέπει να συμφωνούνται από τα συμβούλια των υπουργών Οικονομικών, πώς θα αποτραπεί μια πολιτική παρέμβαση από τους μεγάλους της Ευρωζώνης για τους στόχους της κάθε χώρας;
Το δεύτερο σημείο αφορά το δικαίωμα που αποκτά η Επιτροπή να χαμηλώνει την "οροφή" των καθαρών πρωτογενών δαπανών (ουσιαστικά θα επιβάλλει περικοπές) αν μέσα από την αξιολόγηση της θεωρήσει ότι το πρόγραμμα κάποιας χώρας γίνεται με χρονοδιάγραμμα βραδύτερο από ό,τι έχει συμφωνηθεί. Και εδώ πρέπει αν διευκρινιστούν τα όρια και οι προϋποθέσεις για την επιβολή μιας τέτοιας "ποινής".
Τρίτον, πρέπει να διευκρινιστεί επίσης τι θα συμβαίνει αν μια χώρα υπεραποδίδει έναντι των στόχων. Θα μπορεί να χρησιμοποιήσει το πλεόνασμα των εσόδων για επενδύσεις ή θα πρέπει να μειώνει απευθείας το χρέος;
Τέλος, θα πρέπει να διευκρινιστεί αν οι μεταρρυθμίσεις που θα επιλέγονται να ενταχθούν στο πρόγραμμα θα πρέπει να είναι εντελώς καινούργιες ή απλώς θα εντάσσονται σε μεταρρυθμίσεις που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη.