Συνεχης ενημερωση

    Πέμπτη, 09-Νοε-2023 20:10

    Ξεκίνησε η πιο κρίσιμη 10ετία για το ελληνικό χρέος

    Χατζηδάκης: Οι πέντε άξονες της στρατηγικής μας για τις τράπεζες
    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Τάσου Δασόπουλου

    Προθεσμία 10 ετών, έως το τέλος του 2032, έχουν πλέον η σημερινή αλλά και οι επόμενες κυβερνήσεις για να καταφέρουν το ελληνικό χρέος να προσεγγίσει το 100% του ΑΕΠ, όταν η Ελλάδα θα αρχίσει να αποπληρώνει τόκους και δάνεια από το χρέος των 230 δισ. ευρώ προς τον EFSF και τον διάδοχό του, τον ESM.

    Με τη συμφωνία του 2018 για τη διευθέτηση του χρέους, συμφωνήθηκαν δύο θεματικές ενότητες. Τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους και η εγγύηση των κρατών-μελών της Ευρωζώνης για νέο πακέτο μακροπρόθεσμων πλέον μέτρων για το χρέος, αν η Ελλάδα προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, αλλά, παρ’ όλα αυτά, λόγω απρόβλεπτων εξωγενών περιστάσεων, δεν θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει το χρέος της.

    Μέσα στις μεταρρυθμίσεις που έχει αναλάβει να εφαρμόσει η χώρα μας είναι να μειώσει το ύψος και το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους της ώστε να καταστεί περισσότερο βιώσιμο, εδραιώνοντας έτσι τη δημοσιονομική της σταθερότητα εις το διηνεκές. Τούτο με δεδομένο ότι η ταχύτερη μείωση του χρέους, σε συνδυασμό με τη διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 2% του ΑΕΠ και θετικών ρυθμών ανάπτυξης, θα φέρει και τις επόμενες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, οι οποίες θα μειώσουν το κόστος δανεισμού σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.

    Από το ΥΠΕΘΟ έχουν πλέον συνειδητοποιήσει ότι η χώρα θα πρέπει να εκμεταλλευτεί το χρονικό "παράθυρο" μέχρι το 2032, στο οποίο η Ελλάδα θα επωφελείται από πολύ χαμηλό ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους (κάτω από 10% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση), τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα των 35-39 δισ., από τα οποία 17 δισ. ευρώ είναι χρήματα που δανείστηκε η Ελλάδα από τον ESM για την ομαλή μετάβαση στον δανεισμό στις αγορές, και την παράταση της περιόδου χάριτος για τοκοχρεολύσια ευρωπαϊκών δανείων, ώστε η οικονομία να γίνει πιο ανθεκτική από παγκόσμιες κρίσεις.

    Με αυτά τα δεδομένα, το σχέδιο που μπαίνει άμεσα σε εφαρμογή έχει στόχο να μειώσει το χρέος όσο το δυνατόν πιο κοντά στο 100% του ΑΕΠ έως το τέλος του 20232, μειώνοντας όχι μόνο τον λόγο του χρέους ως προς το ΑΕΠ, αλλά και το ίδιο το χρέος ως απόλυτο ποσό. Παράλληλα, θα πρέπει να μειωθεί το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, δηλαδή το μέσο επιτόκιο με το οποίο επιβαρύνονται οι Προϋπολογισμοί σε ετήσια βάση. Το μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης του συνόλου του χρέους είχε μειωθεί το 2022 στο 1,53% και φέτος αναμένεται να αυξηθεί σε επίπεδο έτους στο 1,63% λόγω των διαδοχικών αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 450 μονάδες βάσης από τον περασμένο Ιούλιο.

    Οι δυνατότητες που ξεκλειδώνει η επενδυτική βαθμίδα

    Η επίσημη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία καθυστέρησε λόγω της κρίσης από την πανδημία του κορονοϊού και της αναμονής των εθνικών εκλογών, ανοίγει νέους ορίζοντες για την Ελλάδα. 

    Σε πρώτη φάση, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας δίνει τη δυνατότητα να μειώσουμε τα πολυδιαφημισμένα ταμειακά διαθέσιμα, τα οποία είναι κατά 100% χρέος για το οποίο πληρώνουμε τόκους για να... διασφαλίζουμε την έκδοση νέου χρέους. Πριν από την επενδυτική βαθμίδα κάτι τέτοιο θα εξέθετε τη χώρα στον κίνδυνο οι αγορές να ζητούσαν μεγαλύτερα επιτόκια για τα ελληνικά ομόλογα αν γνώριζαν ότι τα νέα δάνεια ήταν απαραίτητα για τις ανάγκες της. Από το 2024 θα υπάρξει ένα πρόγραμμα σταδιακής μείωσης του "μαξιλαριού" των διαθεσίμων, κατά 5 δισ. ευρώ τον χρόνο τουλάχιστον μέχρι και το 2026. Με δεδομένο ότι, ανάλογα με τις εκδόσεις, από 12 έως 17 δισ. ευρώ των διαθεσίμων είναι κεφάλαια που αντλήθηκαν από τις αγορές, η χρήση τους για την αποπληρωμή παλιού ή ακριβού χρέους θα μειώνει ισόποσα και το ίδιο το χρέος ως απόλυτο μέγεθος.

    Επιμήκυνση της διάρκειας του χρέους

    Το δεύτερο εργαλείο θα είναι η σταδιακή επιμήκυνση του μέσου χρόνου αποπληρωμής του δημοσίου χρέους. Από τον επόμενο χρόνο το πρόγραμμα δανεισμού του Δημοσίου θα μειωθεί από τα 9 δισ. ευρώ, που αναμένεται να δανειστεί το 2023, στα 5-6 δισ. Τούτο διότι η χώρα από φέτος επιστρέφει και επίσημα σε πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό σημαίνει ότι θα έχει ακόμα μικρότερες χρηματοδοτικές ανάγκες. Η επιμήκυνση του μέσου χρόνου ωρίμανσης του χρέους θα γίνει μέσα από τη σταδιακή μείωση του βραχυπρόθεσμου δανεισμού, που είναι σε ετήσια βάση στα 11-12 δισ. ευρώ, και τη μετατροπή του σε μεσο-μακροπρόθεσμο χρέος. Μέχρι τώρα η έμφαση που δινόταν στους βραχυπρόθεσμους τίτλους οφειλόταν στο ότι, λόγω της απώλειας της επενδυτικής βαθμίδας, οι αγορές τιμολογούσαν ακριβότερα τους μεσο-μακροπρόθεσμους τίτλους, δίνοντας χαμηλότερα επιτόκια στον βραχυπρόθεσμο δανεισμό.

    Το κόστος εξυπηρέτησης

    Ένας σημαντικός στόχος για το χρέος τα επόμενα χρόνια θα είναι η περαιτέρω μείωση του κόστους εξυπηρέτησης. Αυτό θα προκύψει σε μεγάλο βαθμό από την ίδια την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Η αναμενόμενη δεύτερη αναβάθμιση της χρονιάς από μεγάλο οίκο, τη Fitch, την 1η Δεκεμβρίου θα οριστικοποιήσει την αύξηση των τοποθετήσεων περισσότερο "συντηρητικών" επενδυτών, όπως είναι οι ασφαλιστικές εταιρείες και τα ασφαλιστικά ταμεία, σε ελληνικά ομόλογα. Μάλιστα, όσο το αξιόχρεο συνεχίζει να αναβαθμίζεται, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η συμμετοχή των επενδυτών αυτής της κατηγορίας. Το βασικό τους πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων είναι ότι αγοράζουν ομόλογα ως αποταμίευση και τα διατηρούν μέχρι τη λήξη τους. Αυτό από μόνο του θα διατηρεί τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων σε χαμηλά επίπεδα. Παράλληλα, θα συνεχίσει να χτίζεται και η καμπύλη των αποδόσεων, παρέχοντας επαρκή ρευστότητα, σε όλες τις διάρκειες των τίτλων.

    Διαβάστε ακόμα για:

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ