Συνεχης ενημερωση

    Σάββατο, 11-Ιουν-2022 12:00

    Γιατί είναι εφικτή η επενδυτική βαθμίδα παρά την πτώση των ομολόγων

    Γιατί είναι εφικτή η επενδυτική βαθμίδα παρά την πτώση των ομολόγων
    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Τάσου Δασόπουλου

    Η πορεία μέχρι και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας δεν είναι εύκολη, αλλά σίγουρα δεν θα σταματήσει, επειδή η ΕΚΤ έκανε στροφή 180 μοιρών στην νομισματική της πολιτική και προχωρά σε αυξήσεις επιτοκίων.

    Αυτό αποδεικνύεται εύκολα  από το γεγονός ότι από το 2019 η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας δέχθηκε 9 αναβαθμίσεις, οι οποίες ήρθαν ενώ η παγκόσμια οικονομία, είχε κυριολεκτικά "παγώσει" από την κρίση που έφερε η πανδημία του κορονοϊού. Οι δύο τελευταίες από την S&P και την DBRS, οι οποίες έφεραν την Ελλάδα μια βαθμίδα κάτω από την ελάχιστη επενδυτική ήρθαν μέσα στην ενεργειακή κρίση. Συνεπώς οι οίκοι αξιολόγησης δεν επηρεάζονται από συγκυριακές καταστάσεις.

    Οι οίκοι αξιολόγησης αναβάθμισαν την Ελλάδα επειδή βελτίωσε την διαχείριση του δημόσιου τομέα μέσα σε διαδοχικές κρίσεις, μείωσε τα κόκκινα δάνεια, ολοκλήρωσε μεταρρυθμίσεις και τώρα απαλλάσσεται σταδιακά από τα βάρη της πολυετούς περιόδου των μνημονίων. Τον Απρίλιο , εξόφλησε πρόωρα τα 1,81 δισ. που ήταν το υπόλοιπο των δανείων προς το ΔΝΤ, όπως έκαναν και όλες οι υπόλοιπες χώρες που εφάρμοσαν προγράμματα διάσωσης. Στο Eurogroup της Πέμπτης, η Ελλάδα θα πάρει την έγκριση σε επίπεδο συμβουλίου υπουργών οικονομικών, για την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία, ένα καθεστώς που αποτελεί και το τελευταίο " βαρίδι" από την εποχή της σκληρής λιτότητας.

    Όλα αυτά μάλιστα, παρά το γεγονός ότι 2020 με το ξέσπασμα της πανδημίας το ελληνικό χρέος έφτασε στο ιστορικό υψηλό του 206,3% του ΑΕΠ και το έλλειμμα στο 10%.

    Το συμβαίνει τώρα

    Οι αυξήσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ ως άμυνα απέναντι στο συνεχώς αυξανόμενο πληθωρισμό έφεραν με την σειρά τους και την άνοδο των αποδόσεων στα ομόλογα των χωρών με το υψηλότερο χρέος. Η Ελλάδα εκτός από ότι έχει το υψηλότερο χρέος εντός της ΕΕ , δεν έχει ανακτήσει τρία χρόνια μετά την έξοδο από τα μνημόνια την ελάχιστη βαθμίδα του ΒΒΒ-.

    Οι αγορές προεξοφλούν την δυσκολία δανεισμού της χώρας μας αλλά και της γειτονικής Ιταλίας, η οποία έχει το δεύτερο μεγαλύτερο χρέος. Σε μια "ανακλαστική" κίνηση οι αγορές προχώρησαν σε πωλήσεις, οι οποίες αύξησαν την απόδοση του ελληνικού 10ετούς στο 4,1% και του αντίστοιχου Ιταλικού στο 3,7% . 'Ολα αυτά, όμως, ήταν αναμενόμενα. Το ίδιο αναμενόμενη και "εξηγήσιμη" θα είναι και η επόμενη περίοδος, οπότε οι αποδόσεις θα συνεχίζουν να ανεβαίνουν για τους ίδιους λόγους.

    Ειδικά για την Ελλάδα, μετά την ρύθμιση του χρέους το 2018, οι οίκοι αξιολόγησης γνωρίζουν εκτός από την συγκυριακή άνοδο των αποδόσεων ότι το ελληνικό χρέος, παρά το μέγεθος του είναι ρυθμισμένο , για τουλάχιστον 10 χρόνια. Τα 2/3 του χρέους βρίσκονται στα χέρια του "επίσημου τομέα" σε χαμηλά επιτόκια με ετήσιες υποχρεώσεις αναχρηματοδότησης που δε ξεπερνούν το 10- 12% του ΑΕΠ και με μεγάλη μέση περίοδο ωρίμανσης που φτάνει τα 21 χρόνια Επίσης γνωρίζουν ότι η Ελλάδα έχει από τα αναλογικά υψηλότερα ταμειακά αποθέματα (φτάνουν τα 39 δισ. ευρώ) με τα οποία , μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της , χωρίς να δανειστεί για 3,5 χρόνια. Με άλλα λόγια, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί , ότι με τα σημερινά δεδομένα η Ελλάδα κινδυνεύει να μπεί σε μια νέα κρίση χρέους

    Τι θα μετρήσει

    Το πιο σημαντικό σημείο για τους οίκους αξιολόγησης σε αυτή την χρονικά φάση , είναι η πολιτική σταθερότητα. Στην κατεύθυνση αυτή, στις συνεντεύξεις των εμπειρογνωμόνων με τις ελληνικές αρχές, ζητούν να μάθουν πότε θα γίνουν εκλογές και ποιες είναι οι πιθανότητες να υπάρξει σημαντική αλλαγή στην οικονομική πολιτική.

    Μετά την πολιτική σταθερότητα, το ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται στα βασικά : Την δημοσιονομική προσαρμογή σε έλλειμμα και χρέος , αλλά και την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας. Επίσης θέλουν να δούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να προσεγγίζουν ως ποσοστό τον μέσο ευρωπαϊκό όρο του 3,4-4%.

    Διαβάστε ακόμα για:

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ