Συνεχης ενημερωση

    Παρασκευή, 22-Απρ-2022 23:22

    S&P: Αναβάθμιση της Ελλάδας σε BB+ με σταθερές προοπτικές - Ένα "σκαλί" πριν την επενδυτική βαθμίδα

    S&P: Αναβάθμιση της Ελλάδας σε BB+ με σταθερές προοπτικές - Ένα "σκαλί" πριν την επενδυτική βαθμίδα
    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: 23/4/2022 00.57

    Στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τη βαθμίδα ΒΒ σε ΒΒ+, με σταθερό outlook προχώρησε ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης Standard&Poor's, φέρνοντας τη χώρα μόλις ένα σκαλί κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.

    Η αγορά θεωρούσε άλλωστε πιθανή την αναβάθμιση της Ελλάδας από την S&P, στα ίδια επίπεδα με την αξιολόγηση της καναδικής DBRS. Σε πρόσφατη έκθεσή της, η DZ Bank είχε σημειώσει πως ο στόχος που έχει θέσει η ελληνική κυβέρνηση για την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας έως το 2023 είναι απόλυτα ρεαλιστικός, θεωρώντας βέβαιη την αναβάθμιση από την S&P.

    Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι η βασική αιτία της πρόβλεψής του οίκου ότι η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί στο 3,4% το 2022, από 8,3% πέρυσι, παρά τη χαμηλή άμεση έκθεση στις εξαγωγές στη Ρωσία, τα σημαντικά επίπεδα αποταμίευσης των νοικοκυριών και τη διαφοροποίηση των πηγών εισαγωγής φυσικού αερίου μέσω προμηθευτών από το Αζερμπαϊτζάν, την Αλγερία, την Αίγυπτο και τη Νιγηρία.

    Ο πληθωρισμός έφτασε σε υψηλό 27 ετών, στο 8% τον Μάρτιο, ωστόσο, όπως εκτιμά η S&P, δεν υπάρχουν μέχρι στιγμής στοιχεία για ανοδική πίεση στους μισθούς, πράγμα που σημαίνει ότι ο πληθωρισμός σε ετήσια βάση φαίνεται πιθανό να επιβραδυνθεί έως τον Σεπτέμβριο, όταν τα πολύ υψηλά μηνιαία μεγέθη από το τρίτο τρίμηνο του 2021 θα αρχίσουν να εξομαλύνουν τον δείκτη.

    Παρά το πιο ταραγμενο εξωτερικό περιβάλλον, η κυβέρνηση, δεσμευμένη για την περίοδο 2022-2026 στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, θα πρέπει να σημειώσει περαιτέρω πρόοδο στην εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής εξυγίανσης, εδραιώνοντας την καθοδική πορεία του λόγου χρέους προς  ΑΕΠ, σημειώνει ο οίκος.

    Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν υποχωρήσει κάτω από το 13% του συνολικού αποθέματος δανείων το 2021, καθώς οι τράπεζες έχουν τιτλοποιήσει και πουλήσει τα συγκεκριμένα ανοίγματα. Παράλληλα, η δανειοδοτική ικανότητα των τραπεζών βελτιώνεται, δίνοντας δυναμική στην επιδραστικότητα της νομισματικής πολιτικής.

    Ως εκ τούτου, η S&P αναβαθμίζει την μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας σε "BB+" από "BB" και επιβεβαιώνει τη βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση στη βαθμίδα "B".

    Οι προοπτικές είναι σταθερές, αντανακλώντας τους ισορροπημένους κινδύνους για την οικονομική ανάπτυξη και τα δημόσια οικονομικά από τη σύγκρουση στην Ουκρανία, με αντίβαρο την ισχυρή στήριξη που παρέχει η ΕΕ και η εγχώρια μεταρρυθμιστική δυναμική, τονίζει ο αμερικανικός οίκος.

    Αιτιολόγηση

    Η αναβάθμιση αντανακλά τις προσδοκίες της S&P για συνεχή βελτίωση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών της Ελλάδας, ενώ οι επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία φαίνονται διαχειρίσιμες δεδομένων των σημαντικών αποθεματικών ασφαλείας, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα.

    Οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας και η επιτάχυνση του πληθωρισμού θα συμβάλουν σε μια επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ φέτος στο 3,4% έναντι του 8,3% που είχε καταγραφεί το 2021, ενώ το ΑΕΠ αναμένεται να αυξάνεται μεσοσταθμικά άνω του 3% την περίοδο 2023-2025, χάρη στο Ταμείο Ανάκαμψης και άλλες μεταβιβάσεις, καθώς και στην αναμενόμενη ισχυρή περαιτέρω ανάκαμψη των εσόδων από τον τουρισμό.

    Μετά το 2020, η αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης της Ελλάδας και οι προσπάθειες για οικονομική ανθεκτικότητα έχουν λάβει ώθηση από τις νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές της Ευρωζώνης και της ΕΕ. Η υποστηρικτική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) διευκόλυνε την πρόσβαση της Ελλάδας στην αγορά για κρατικό δανεισμό με σχετικά χαμηλό κόστος, με τη συμπερίληψη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα αγορών περιουσιακών στοιχείων λόγω πανδημίας της ΕΚΤ (PEPP) και ως εγγυήσεις στις πράξεις επαναγοράς της ΕΚΤ. Πιο πρόσφατα, ενόψει του τερματισμού του PEPP τον Μάρτιο του 2022, η ΕΚΤ διευκρίνισε ότι θα μπορούσε να συνεχίσει να αγοράζει ελληνικά κρατικά ομόλογα, εάν παρατηρήσει δυσχέρειες στη επιδραστικότητα της νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα ενόσω η οικονομία της συνεχίζει να ανακάμπτει από την πανδημία.

    Ταυτόχρονα, ο οίκος σημειώνει τη σημαντική βελτίωση στην ποιότητα του ενεργητικού των συστημικών τραπεζών, καθώς η αναλογία των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) επί των συνολικών δανείων του τραπεζικού τομέα μειώθηκε σημαντικά στο 12,8% το 2021, από το 31% το 2020 και πλέον αναμένεται να βρεθεί κάτω του 8% έως το τέλος του 2022. Ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης εκτιμά ότι όλες αυτές οι εξελίξεις έχουν ενισχύσει την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα.

    Η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας συνεχίζει να επωφελείται από τα σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας της κυβέρνησης, χάρη στη διατήρηση των σημαντικών αποθεμάτων ρευστότητας στον ισολογισμό της κυβέρνησης και την ευνοϊκή διάρθρωση του δημόσιου χρέους. Εκτιμάται ότι τα τρέχοντα ταμειακά αποθέματα ισοδυναμούν με σχεδόν τριπλάσια κάλυψη του καθαρού δημόσιου δανεισμού τα επόμενα δύο χρόνια. Αυτό, μαζί με τις χαμηλές απαιτήσεις αναχρηματοδότησης, θα βοηθήσει προσφέροντας "ανοσία" στα δημόσια οικονομικά έναντι της αύξησης των επιτοκίων παγκοσμίως, αν και η αύξηση των πραγματικών επιτοκίων ενδέχεται να ασκήσει πίεση στα δημόσια οικονομικά, επιβαρύνοντας την επέκταση του ΑΕΠ.

    Σε όρους ωρίμανσης και μέσου κόστους τόκων, η Ελλάδα έχει ένα από τα πλέον ευνοϊκά προφίλ χρέους από όλα τα κράτη που αξιολογεί η Standard&Poor's. Ο οίκος αναμένει ότι το εμπορικό τμήμα του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης της Ελλάδας θα αντιπροσωπεύει περίπου το 25% του συνολικού χρέους ή λίγο περισσότερο από το 50% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Η πρόβλεψη της S&P είναι ότι οι δείκτες ακαθάριστου και καθαρού χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ της γενικής κυβέρνησης θα συνεχίσουν να έχουν πτωτική τάση κατά την περίοδο 2022-2025, υποβοηθούμενοι από την ανάκαμψη της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και τη δημοσιονομική εξυγίανση.

    Οι αξιολογήσεις του οίκου όσον αφορά την Ελλάδα περιορίζονται πάντως από το υψηλό εξωτερικό και δημόσιο χρέος της χώρας.

    Θετικές προοπτικές ανάπτυξης, παρά το ουκρανικό "σοκ"

    Οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας και η επιτάχυνση του πληθωρισμού θα συμβάλουν στην επιβράδυνση της αύξησης του ΑΕΠ φέτος σε περίπου 3,4% έναντι 8,3% το 2021. Ο οίκος εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα επωφεληθεί ουσιαστικά από τις διαθέσιμες διευκολύνσεις στο πλαίσιο της συμφωνίας για το Ταμείο Ανάκαμψης.

    Μετά τη σημαντική συρρίκνωση του ΑΕΠ το 2020 (-9%) και την πολύ μεγαλύτερη ανάκαμψη από ό,τι αναμενόταν το 2021 (8,3%), η S&P αναμένει ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 3,4% το 2022, γεγονός που συνεπάγεται επιβράδυνση της υποκείμενης ανάπτυξης λίγο κάτω από 2%, αφού ληφθεί υπόψη το στατιστικό αποτέλεσμα μεταφοράς που εκτιμάται σε 1,6 ποσοστιαίες μονάδες.

    Η πτωτική αναθεώρηση της πρόβλεψης για την ανάπτυξη (από 5% προηγουμένως) λαμβάνει χώρα λόγω των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία, που ο οίκος αναμένει ότι θα προκύψουν κυρίως από έμμεσες οικονομικές επιπτώσεις του, ιδίως διά μέσου των απότομων αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας και πιο ειδικά του ηλεκτρικού ρεύματος, δεδομένου ότι οι άμεσες εμπορικές σχέσεις της Ελλάδας με τη Ρωσία και την Ουκρανία είναι περιορισμένες.

    Ο αντίκτυπος, με βάση τις τρέχουσες παραδοχές του οίκου, θα είναι διαχειρίσιμος και, τα επόμενα τρία χρόνια, αναμένεται η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας να ξεπεράσει τον μέσο όρο της ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένου του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Υπάρχουν μεγάλες αβεβαιότητες γύρω από αυτές τις προβλέψεις, κυρίως καθοδικής κατεύθυνσης, σε περίπτωση που ο πόλεμος παραταθεί ή κλιμακωθεί και συμπεριλάβει μέλη του ΝΑΤΟ ή σε περίπτωση που τεθεί σε εφαρμογή εμπάργκο στο ρωσικό φυσικό αέριο.

    Η δυναμική ανάκαμψη της Ελλάδας το 2021 τροφοδοτήθηκε κυρίως από την άνοδο της εγχώριας ζήτησης και των εξαγωγών. Οι τελευταίες επωφελήθηκαν από μια ισχυρή, αν και ελλιπή ανάκαμψη στον τουρισμό και από την ανάκαμψη στον τομέα των μεταφορών και των εξαγωγών αγαθών. Μετά από πτώση 0,3% το 2020 λόγω της πανδημίας, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου αυξήθηκε απότομα κατά σχεδόν 20% το 2021, κυρίως λόγω της αύξησης των επενδύσεων σε μηχανήματα και εξοπλισμό. Το γεγονός αυτό, μαζί με την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και την αύξηση των τιμών της ενέργειας το δεύτερο εξάμηνο του έτους, εξηγεί μια αξιοσημείωτη αύξηση των εισαγωγών.

    Ο τουρισμός αντιπροσωπεύει περίπου το 10% της συνολικής απασχόλησης και λίγο λιγότερο από το 7% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας. Το 2019, οι καθαρές τουριστικές εξαγωγές της Ελλάδας έφθασαν στο ιστορικό υψηλό των 15,4 δισεκατομμυρίων ευρώ, που αντιστοιχεί στο 8,4% του ΑΕΠ. Ο οίκος δεν προβλέπει επιστροφή των καθαρών κερδών από τον τουρισμό σε αυτά τα προ πανδημίας υψηλά επίπεδα μέχρι το 2023-2024. Ωστόσο, τα κέρδη στον κλάδο βελτιώθηκαν σημαντικά το 2021. Για παράδειγμα, οι αφίξεις τουριστών πρακτικά διπλασιάστηκαν σε σύγκριση με το 2020, ενώ οι ταξιδιωτικές εισπράξεις υπερδιπλασιάστηκαν στα 10,7 δισ. ευρώ από 4,3 δισ. ευρώ, φτάνοντας στο 47% και στο 59% αντίστοιχα των επιπέδων του 2019. Αυτό υποδηλώνει ότι η συνεχιζόμενη ανάκαμψη του τουρισμού θα στηρίξει σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια και θα συμβάλει στη σταδιακή μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Αυτή η προσδοκία υποστηρίζεται επίσης από ενδείξεις για σημαντικές αυξήσεις της χωρητικότητας πτήσεων προς την Ελλάδα (με εξαίρεση τη Ρωσία, από και προς την οποία απαγορεύονται οι πτήσεις).

    Η κατασκευαστική και μεταποιητική δραστηριότητα ανακάμπτει γρήγορα, με τον δείκτη PMI της μεταποίησης να έχει φτάσει σε επίπεδα που δεν είχαν παρατηρηθεί από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες, οι δείκτες επιχειρηματικής και καταναλωτικής εμπιστοσύνης, καθώς και οι τάσεις στη βιομηχανική παραγωγή, επηρεάστηκαν από αβεβαιότητες που σχετίζονται με τη δυναμική του πληθωρισμού, ιδίως σε σχέση με τις υψηλές τιμές ενέργειας και ηλεκτρισμού. Ενώ τα υποστηρικτικά οικονομικά και δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης, μαζί με τις ισχυρές επιδόσεις της αγοράς εργασίας, έχουν ενισχύσει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και την ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης, η απότομη αύξηση του πληθωρισμού πιθανότατα θα επιβαρύνει την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις.

    Ως αποτέλεσμα της απότομης αύξησης του πληθωρισμού, η Standard&Poor’s αναμένει ότι η ιδιωτική κατανάλωση και η επενδυτική δραστηριότητα θα επιβραδυνθούν φέτος, αν και αναμένει επίσης ότι οι καθαρές άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) θα συνεχίσουν να αυξάνονται. Μετά την απότομη επιβράδυνση το 2020, αρκετά έργα ιδιωτικοποιήσεων βρίσκονται στο τελικό τους στάδιο (ΔΕΠΑ Υποδομών) ή έχουν προχωρήσει αρκετά (περιφερειακά λιμάνια και παραχωρήσεις για Αττική Οδό και Εγνατία Οδό), και, εάν ολοκληρωθούν, θα συμβάλουν σε σημαντική αύξηση των εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις φέτος.

    Ο οίκος πιστεύει ότι η ελληνική οικονομία θα επωφεληθεί ουσιαστικά από τις διαθέσιμες διευκολύνσεις στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης. Η Ελλάδα πρόκειται να λάβει επιχορηγήσεις 17,8 δισ. ευρώ έως το 2026 και δάνεια 12,7 δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζονται τα δάνεια που έλαβε μέσω του προγράμματος Υποστήριξης για τον Μετριασμό των Κινδύνων Ανεργίας σε Έκτακτη Ανάγκη (SURE) για τη στήριξη της απασχόλησης. Το 2021, έλαβε σχεδόν 4 δισεκατομμύρια ευρώ σε επιχορηγήσεις και δάνεια από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ (RRF), ενώ άλλα 5,2 δισεκατομμύρια ευρώ έχουν προγραμματιστεί προς εκταμίευση το 2022.

    Περισσότερο από το ένα τρίτο των ροών από το RRF έχει προγραμματιστεί να κατευθυνθεί προς την πράσινη μετάβαση της χώρας, σχεδόν το ένα τέταρτο για την ψηφιοποίηση και το υπόλοιπο για την υποστήριξη ιδιωτικών επενδύσεων, πολιτικών για την αγορά εργασίας, την υγειονομική περίθαλψη και τη δημόσια διοίκηση, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής διοίκησης και του δικαστικού συστήματος. Ο οίκος πιστεύει ότι, εάν χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά, αυτά τα κεφάλαια θα μπορούσαν να επιταχύνουν τις διαρθρωτικές βελτιώσεις στην οικονομία και θα συμβάλουν σε ισχυρότερη ανάπτυξη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, ειδικά στο πλαίσιο της αυξημένης αβεβαιότητας σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία.

    Το PEPP της ΕΚΤ, που ξεκίνησε με την έναρξη της πανδημίας για τη σταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών, συνέβαλε στην απορρόφηση των οικονομικών κραδασμών που προέρχονταν από την πανδημία της COVID-19, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στην Ελλάδα. Εκτός από την παραίτηση από τις απαιτήσεις καταλληλότητας για τίτλους που εκδόθηκαν από το ελληνικό δημόσιο, η ΕΚΤ δέχθηκε τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ως εξασφαλίσεις στις πράξεις επαναγοράς της, ενισχύοντας περαιτέρω τη στήριξη ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα.

    Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος

    Σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα έχει σημειώσει πρόοδο στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Η κυβέρνηση μειώνει τα αδικαιολόγητα διοικητικά βάρη (ιδίως για να επιταχύνει τις επενδύσεις), αντιμετωπίζει την αναποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος, ρυθμίζει την υπηρεσία κτηματολογίου ολοκληρώνοντας την κτηματογράφηση έως τα μέσα του 2022 και προωθεί τον ψηφιακό μετασχηματισμό, ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών.

    Αυτό περιλαμβάνει την εισαγωγή κατάρτισης ψηφιακών δεξιοτήτων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καθώς και την ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης. Επιπλέον, η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει μεταρρυθμίσεις για την επαγγελματική κατάρτιση και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, με στόχο βελτίωση των αποτελεσμάτων στην αγορά εργασίας. Πιστεύουμε ότι οι επιτυχημένες μεταρρυθμίσεις θα οδηγήσουν πιθανότατα σε οφέλη στην παραγωγικότητα, θα ενισχύσουν τις μακροοικονομικές επιδόσεις και θα βελτιώσουν την ικανότητα εξυπηρέτησης του κρατικού χρέους μεσομακροπρόθεσμα. Κατά την άποψή μας, τα διαθέσιμα κεφάλαια στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως καταλύτης για τέτοιες μεταρρυθμίσεις και, με τις διαρθρωτικές πρωτοβουλίες που είχαν προηγηθεί και συνεχίζονται, ενδέχεται να τονώσουν την οικονομική ανάπτυξη.

    Κατά τη γνώμη της S&P,  η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) των τραπεζών συνιστά το κλειδί για μία ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη, καθώς θα τονώσει τον δανεισμό του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος σε καθαρούς όρους εξακολουθεί να συρρικνώνεται. Οι τράπεζες συνέχισαν τις προσπάθειες για μείωση του μεγάλου αποθέματος NPEs, παρά τις επιπτώσεις που είχε η πανδημία στους ισολογισμούς. Η αναλογία των NPEs στα συνολικά δάνεια των συστημικά σημαντικών τραπεζών μειώθηκε απότομα στο 10% το 2021 από 31% το 2020. Επιπλέον, η κυβέρνηση αντλεί δάνεια αξίας 12,7 δισ. ευρώ από το ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (EU RRF) και τα διοχετεύει στον ιδιωτικό τομέα, με δανεισμό χαμηλού κόστους μέσω του τραπεζικού συστήματος, κάτι που αναμένεται να συμβάλει στον περιορισμό της απόκλισης μεταξύ ζήτησης και προσφοράς πιστώσεων στην οικονομία και να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα τα επόμενα χρόνια.

    Μετά το τέλος του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), η Ελλάδα υπόκειται σε τριμηνιαίες αξιολογήσεις βάσει του πλαισίου Ενισχυμένης Εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έως τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους και στη συνέχεια θα υπόκειται σε μεταπρογραμματική εποπτεία, με έμφαση στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και στη συνέχιση της εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

    Η συνεχιζόμενη ελάφρυνση του χρέους και η επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης (ANFA/SMP) υπόκεινται στη διαρκή συμμόρφωση με τους στόχους του προγράμματος. Αυτά και τα διαθέσιμα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης παρέχουν ένα σημαντικό κίνητρο στην κυβέρνηση προκειμένου να συνεχίσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ανεξάρτητα από τις αποφάσεις για το εκλογικό χρονοδιάγραμμα.

    Οι προοπτικές του χρέους

    Λαμβάνοντας υπ' όψη την αναμενόμενη οικονομική ανάκαμψη και τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, η S&P αναμένει ότι το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί σε περίπου 184% του ΑΕΠ το 2022, από περίπου 193% το 2021, πριν υποχωρήσει περαιτέρω την περίοδο 2023-2025. Χωρίς να υπολογίζονται τα αποθέματα μετρητών, ο οίκος προβλέπει μείωση του καθαρού χρέους της γενικής κυβέρνησης σε περίπου 170% του ΑΕΠ το 2022 - το υψηλότερο μεταξύ όλων των κρατών που αξιολογεί η S&P - από περίπου 176% του ΑΕΠ το 2021.

    Παρά τη σημαντική επιδείνωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου το 2020 και το 2021 σε σύγκριση με την προ πανδημίας περίοδο, η Ελλάδα εισήλθε στην πανδημία με σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας. Αυτό αποδεικνύεται από την υποκείμενη διαρθρωτική δημοσιονομική της θέση πριν από την πανδημία (εκτιμάται σε πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 2% του ΑΕΠ το 2019), καθώς και από την πρόσβασή της σε σημαντικά αποθέματα ρευστότητας (που εκτιμάται σε περίπου 17% του ΑΕΠ στο τέλος του 2021, εξαιρουμένης της χορήγησης από το ΔΝΤ ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων, που υπολογίζονται σε 3 δισ. ευρώ), τα οποία μειώνουν αισθητά τις δανειακές ανάγκες της. Η πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα του ελληνικού δημοσίου πέραν του rollover, είναι κατά την άποψή του οίκου "κλειδί" για την πρόσβαση της Ελλάδας σε χρηματοδότηση σε προσιτές τιμές.

    Τραπεζικό σύστημα

    Η Standard&Poor’s συνεχίζει να βλέπει το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα ως ένα από τα πλέον αδύναμα στην ευρωζώνη. Ο υψηλός όγκος NPEs, παρά τις πρόσφατες σημαντικές βελτιώσεις, η χαμηλή ποιότητα και τα επίπεδα κεφαλαίων, καθώς και οι περιορισμένες προοπτικές κερδών, συνεχίζουν να περιορίζουν την πιστοληπτική αξιοπιστία των ελληνικών τραπεζών. Η συνεχιζόμενη αναδιάρθρωση της Attica Bank -της πέμπτης μεγαλύτερης τράπεζας από πλευράς ενεργητικού- είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση, η οποία παραμένει ωστόσο μεμονωμένη, καθώς η Attica δεν είναι συστημικά σημαντική.

    Όσον αφορά τα NPEs, οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο προς την εξομάλυνση της κατάστασης από την έναρξη εφαρμογής του Σχεδίου Ηρακλής το 2018 και εξής. Με τη μόχλευση του Ηρακλή και την αυξημένη επενδυτική δραστηριότητα από αγοραστές προβληματικών περιουσιακών στοιχείων, οι ελληνικές τράπεζες μείωσαν τα περιουσιακά αυτά στοιχεία κατά περισσότερα από 30 δισεκατομμύρια ευρώ τα τελευταία τρία χρόνια.

    Δεδομένων των πολύ μεγάλων όγκων απαλλαγής των ελληνικών τραπεζών από NPEs, ο οίκος αναμένει ότι ο δείκτης NPEs σε όλο το σύστημα θα έχει υποχωρήσει κάτω από το 8% μέχρι το τέλος του 2022. Ωστόσο, η S&P εκτιμά ότι οι δείκτες ποιότητας ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών θα παραμείνουν ακόμη κι έτσι ασθενέστεροι από τον μέσο όρο της ΕΕ.

    Ως εκ τούτου η κερδοφορία επιστρέφει, με στήριξη από τις χαμηλότερες προβλέψεις για ζημίες δανείων και εστίαση στον έλεγχο των δαπανών. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν μειώσει σημαντικά τις λειτουργικές τους δαπάνες μέσω του περιορισμού των δικτύων καταστημάτων και του αριθμού των εργαζομένων, κυρίως υπό τη μορφή προγραμμάτων εθελούσιας εξόδου. Οι προμήθειες από δραστηριότητες δανεισμού επιχειρήσεων είναι πιθανό να αυξηθούν, με ώθηση από την αύξηση των εκταμιεύσεων δανείων και την αύξηση των υπό διαχείριση assets.

    Η Εθνική Τράπεζα και η Eurobank πιθανότατα θα επαναφέρουν τα μερίσματα από το 2022, ενώ η Alpha Bank θα μπορούσε να ακολουθήσει έναν χρόνο αργότερα. Στους κινδύνους περιλαμβάνονται μια πιο έντονη μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους λόγω μεγαλύτερης της αναμενόμενης συρρίκνωσης του χαρτοφυλακίου δανείων και πίεση του περιθωρίου κέρδους από το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης. Το τελευταίο οφείλεται στο ότι οι στοχευμένες πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO) της ΕΚΤ ολοκληρώνονται.

    Κατά την άποψη της S&P, οι εισροές NPEs αναμένεται να περιοριστούν επειδή το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έδειξε σημαντική ανθεκτικότητα στην πανδημία. Δεύτερον, οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένου του νέου πλαισίου προσωπικής πτώχευσης, βελτιώνουν την κουλτούρα των πληρωμών και τα ποσοστά ανάκτησης. Ως εκ τούτου, το κόστος κινδύνου της Eurobank και της Εθνικής έχει ομαλοποιηθεί και ο οίκος αναμένει το ίδιο για την Alpha και την Πειραιώς μόλις οριστικοποιήσουν τις υπόλοιπες μεγάλες τιτλοποιήσεις NPEs και απορροφήσουν πρόσθετες εφάπαξ ανάγκες προβλέψεων.

    Όπως εκτιμά η έκθεση, ο πόλεμος στην Ουκρανία θα έχει μικρή άμεση επίδραση στις ελληνικές τράπεζες, αν και οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας και των τροφίμων θα μπορούσαν να πλήξουν έμμεσα την εμπιστοσύνη των επενδυτών και τα έσοδα από τον τουρισμό. Η S&P αναμένει επίσης ότι η βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και τα κεφάλαια του RRF θα στηρίξουν την ανάκαμψη του τραπεζικού τομέα.

    Σύμφωνα με τον οίκο, η βασική πρόκληση για την πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών είναι το υψηλό ποσό των αναβαλλόμενων πιστώσεων φόρου στα κοινά μετοχικά κεφάλαια Tier 1. Στο τέλος του 2021, οι αναβαλλόμενες πιστώσεις φόρου αντιστοιχούσαν στο 61%-91% των ιδίων κεφαλαίων στις τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες.

    Σημειώνεται ότι οι επόμενες αξιολογήσεις για τη χώρα μας είναι της Fitch στις 8 Ιουλίου, η διπλή ετυμηγορία από Moody’s και DBRS στις 16 Σεπτεμβρίου, η τρίτη αξιολόγηση της Fitch στις 7 Οκτωβρίου και η τελευταία για το έτος της S&P, όπως προαναφέρθηκε, στις 21 Οκτωβρίου.

    Γ.Δ. Παυλόπουλος - Μ. Χαχλαδάκης

    Διαβάστε ακόμα για:

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ