Συνεχης ενημερωση

    Κυριακή, 17-Απρ-2022 20:00

    Το μπρα-ντε-φερ με τους θεσμούς για τους στόχους του 2023

    Το μπρα-ντε-φερ με τους θεσμούς για τους στόχους του 2023
    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

     Του Τάσου Δασοπούλου

    Σε ένα ιδιότυπο μπρα-ντε-φερ με τους θεσμούς, και ιδιαίτερα με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), για τους δημοσιονομικούς στόχους του 2023 βρίσκεται το οικονομικό επιτελείο, στη σκιά του υψηλού πληθωρισμού που πλήττει όλη την Ευρώπη και του πολέμου στην Ουκρανία, με στόχο να μπορέσει να εφαρμόσει το οικονομικό του πρόγραμμα.

    Ως γνωστόν, η Ελλάδα είχε μέχρι το 2019, πριν ξεσπάσει η πανδημία του κρονονοϊού, την υποχρέωση να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το 2022, ενώ στη συνέχεια ο στόχος αυτός θα μειωνόταν σταδιακά, φτάνοντας σε μεσοπρόθεσμη βάση το 2,2% του ΑΕΠ. Η κρίση που έφερε ο κορονοϊός και ο υψηλός πληθωρισμός που τον διαδέχθηκε, μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων και την επανεκκίνηση των οικονομιών, και η ενεργοποίηση από τον Μάρτιο της ρήτρας συνολικής διαφυγής, δηλαδή η αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων, ανέτρεψε τη συμφωνία που είχε γίνει το 2018 μετά το τέλος του τρίτου Μνημονίου. Λόγω των πρόσθετων δαπανών για τις ανάγκες της πανδημίας, το 2021 καταγράφηκε πρωτογενές έλλειμμα κοντά στο 6,5% του ΑΕΠ και δημοσιονομικό έλλειμμα κοντά στο 8,8% του ΑΕΠ, με βάση τα στοιχεία του ΥΠΟΙΚ.

    Εν όψει της κατάθεσης του αναθεωρημένου προγράμματος σταθερότητας και ανάπτυξης στο τέλος του μήνα και, στο πλαίσιο της 14ης και τελευταίας αξιολόγησης σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, έγινε συζήτηση με τους θεσμούς και για τους δημοσιονομικούς στόχους του 2023. Η Αθήνα ξεκαθάρισε ότι στόχος της είναι να περάσει σε πρωτογενές πλεόνασμα τον επόμενο χρόνο, αν ομαλοποιηθούν οι τιμές και προσεγγίσουν ένα επίπεδο κοντά σε αυτό του 2019. Μάλιστα, πρόσφατα από το οικονομικό φόρουμ των Δελφών ο γενικός γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής, κ. Αθανάσιος Πετραλιάς, είχε πει ότι ο στόχος για το 2023 είναι να έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ και να ισοσκελιστεί το δημοσιονομικό ισοζύγιο του Προϋπολογισμού. Tην ίδια ώρα, ο επικεφαλής του ESM, κ. Κλάους Ρέγκλινγκ, σε ερώτηση αν η Ελλάδα θα πρέπει να έχει πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ για το 2022, τόνιζε ότι είναι θετικό το γεγονός ότι η Ελλάδα στόχευε σε πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά το πλεόνασμα αυτό θα πρέπει να βρίσκεται κοντά στα "συμφωνηθέντα" όρια. 

    Αρμόδια στελέχη του ΥΠΟΙΚ έχουν παραδεχτεί ότι, εκτός από τη γενικότερη συζήτηση που γίνεται για την αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων εντός της Ε.Ε., η Ελλάδα θα έχει μια δική της ειδική διαπραγμάτευση για τον δικό της δημοσιονομικό στόχο το 2023. Τούτο με δεδομένο ότι συνεχίζει να παραμένει και μετά την έξοδό της από την ενισχυμένη εποπτεία το καλοκαίρι σε ένα −άτυπο− ειδικό καθεστώς λόγω του ύψους του χρέους της, που είναι με διαφορά το μεγαλύτερο εντός της Ε.Ε. Συνεπώς, τα συμφωνηθέντα μεταφράζονται σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα στην περιοχή του 2% του ΑΕΠ, που είναι μακριά από το 1% του ΑΕΠ που σχεδιάζει να βάλει στόχο η Ελλάδα. 

    Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ειδική αυτή συνθήκη για την Ελλάδα δεν πρόκειται να αρθεί ούτε αν τελικά τον Μάιο η Επιτροπή αποφασίσει να παρατείνει την άρση των δημοσιονομικών κανόνων και για το 2023.

    Γιατί πιέζει ο ESM 

    O ESM πιέζει για πιο φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους, έχοντας ως σημείο αναφοράς τη βιωσιμότητα του χρέους. Αυτή η βιωσιμότητα επιβεβαιώνεται μεν βραχυπρόθεσμα, αλλά δημιουργεί αμφιβολίες μεσοπρόθεσμα, λόγω του ραγδαία επιδεινούμενου διεθνούς περιβάλλοντος.

    Βραχυπρόθεσμα, το ελληνικό χρέος διαθέτει μέση περίοδο λήξης περίπου 20 χρόνια. Τα ευρωπαϊκά δάνεια, που αντιπροσωπεύουν σήμερα παραπάνω από 2/3 του συνολικού χρέους των 351 δισ. ευρώ (φτάνουν περίπου τα 240 δισ.), βρίσκονται σε ένα ποσοστό 85% σε σταθερό επιτόκιο και έχουν διάρκεια αποπληρωμής τα 30 χρόνια. Μεγάλη ασφάλεια παρέχει και το υψηλό ταμειακό απόθεμα του Δημοσίου, που φτάνει σήμερα τα 38 δισ. ευρώ.

    Μεσοπρόθεσμα οι συνθήκες αλλάζουν, και μάλιστα ραγδαία. Η ΕΚΤ προανήγγειλε την Πέμπτη τη λήξη της ποσοτικής χαλάρωσης στο τρίτο τρίμηνο του χρόνου, με προοπτική να αρχίσει να αυξάνει τα παρεμβατικά της επιτόκια πριν από το τέλος του 2022. Οι εκθέσεις βιωσιμότητας που έχουν γίνει για το ελληνικό χρέος έχουν βάση ότι στη χειρότερη περίπτωση τα επιτόκια της ΕΚΤ θα ξεκινούσαν τις αυξήσεις στα τέλη του 2023 και στην καλύτερη περίπτωση το 2024, ενώ η Ελλάδα θα είχε σίγουρα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα.

    Με την πρόωρη αύξηση των επιτοκίων λόγω του πληθωρισμού, ενώ η Ελλάδα δεν έχει ακόμη επενδυτική βαθμίδα, η αναχρηματοδότηση του χρέους θα γίνεται όλο και πιο ακριβή, με τα επιτόκια του 10ετούς να αναμένεται να σκαρφαλώσουν στο 4% ή και υψηλότερα. Αν προσθέσει κανείς σε αυτό και τον υψηλό πληθωρισμό −ο οποίος δεν θα εξαφανιστεί ξαφνικά στο τέλος του χρόνου−, που θα ροκανίζει το πραγματικό ΑΕΠ, η Ελλάδα βρίσκεται ήδη απέναντι στον κίνδυνο να δανείζεται όλο και ακριβότερα, με τους ρυθμούς ανάπτυξης να υποχωρούν λόγω πληθωρισμού και γενικότερης αβεβαιότητας.

     Τι σχεδιάζει η Αθήνα 

    Από την πλευρά της, η κυβέρνηση βρίσκεται προσηλωμένη στο να επαναλάβει και στην ενεργειακή κρίση το πετυχημένο μοντέλο που χρησιμοποίησε και κατά τη διάρκεια του κορονοϊού. Όμως τα πακέτα στήριξης που σχεδιάζει και οι μειώσεις φόρων και εισφορών που έχει προγραμματίσει δεν συνάδουν με τόσο υψηλούς δημοσιονομικούς στόχους. 

    Προς το παρόν, με τον "αέρα" που δίνει το χαμηλότερο κατά 1% του ΑΕΠ έλλειμμα του 2021, η Αθήνα σχεδιάζει φιλόδοξα σχέδια για πλαφόν στις τιμές του φυσικού αερίου, μέσω επιδότησης των παραγωγών ηλεκτρικού, ώστε να μειωθούν σημαντικά τα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος. Παράλληλα, προαναγγέλλει και την επανάληψη επιδοτήσεων σε ασθενέστερες οικονομικά ομάδες, με στόχο να στηριχτούν απέναντι στο κύμα της ακρίβειας.

    Όπως έχει ανακοινώσει και ο πρωθυπουργός, η παρέμβαση που θα γίνει στο ρεύμα μέσω του φυσικού αερίου θα προχωρήσει αν δεν υπάρχει ανάλογη απόφαση από την επόμενη Σύνοδο Κορυφής στις 30 και 31 Μαΐου. Το μέτρο θα έχει μια σημαντική δημοσιονομική επίπτωση, η οποία θα βαρύνει χρέος και έλλειμμα το 2022. 

    Το μεγαλύτερο πρόβλημα με τις απαιτήσεις των θεσμών για υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα το 2023 είναι ότι τον επόμενο χρόνο, ο οποίος με βάση τα σημερινά δεδομένα θα είναι εκλογικός, η κυβέρνηση θέλει να καταργήσει την ειδική εισφορά αλληλεγγύης για δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και να μονιμοποιήσει τη μείωση κατά 3% των ασφαλιστικών εισφορών. Τα δύο αυτά μέτρα έχουν ένα συνολικό κόστος της τάξης των 2 δισ. ευρώ, δηλαδή 1,1% του ΑΕΠ. 

     Έτσι, αν επιμείνουν οι θεσμοί στο αίτημα για πρωτογενές πλεόνασμα στο 2% του ΑΕΠ τον επόμενο χρόνο, η Ελλάδα θα πρέπει μέσα σε μια ενεργειακή κρίση, η οποία δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι δεν θα συνεχιστεί και το 2023, να πετύχει ξανά πρωτογενές πλεόνασμα κοντά στο 3% του ΑΕΠ. 

     

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ