Συνεχης ενημερωση

    Παρασκευή, 07-Ιουλ-2017 18:34

    Eurobank: Πτώση της ανεργίας και αύξηση του δείκτη όγκου στο λιανικό εμπόριο τον Απρίλιο

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Σενάρια εξέλιξης της ανεργίας στην Ελλάδα παραθέτει η Eurobank στο τελευταίο τεύχος του δελτίου "7 Ημέρες Οικονομία".

    Σύμφωνα με τη μηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό ανεργίας στην ελληνική οικονομία διαμορφώθηκε στο 21,7% τον Απρίλιο 2017 από 22,0% τον Μάρτιο 2017 και 23,6% τον Απρίλιο 2016. Η Eurobank σημειώνει ότι η παρατήρηση του Μαρτίου 2017 αναθεωρήθηκε προς τα κάτω κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες (ΠΜ). Ο αριθμός των απασχολούμενων ενισχύθηκε σε ετήσια βάση κατά 2,2% (ο υψηλότερος ρυθμός τους τελευταίους 9 μήνες) ή 79,9 χιλ άτομα και των ανέργων μειώθηκε κατά -9,2% ή -92,7 χιλ άτομα (για τα απόλυτα νούμερα του αριθμού των απασχολούμενων και των ανέργων βλέπε Πίνακα Α1 του στατιστικού παραρτήματος). Τέλος, το εργατικό δυναμικό, δηλαδή το άθροισμα των απασχολούμενων και των ανέργων, συρρικνώθηκε κατά -0,3% ή -12,8 χιλ άτομα. Τα αντίστοιχα μεγέθη για τον μη ενεργό πληθυσμό ήταν -0,7% ή -22,8 χιλ άτομα.         

    Η Eurobank υπενθυμίζει ότι το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα έλαβε τη μέγιστη τιμή του (ιστορικά υψηλό) τον Ιούνιο 2013 (27,9%).  Ως γνωστόν, ακολούθησαν 45 μήνες πτωτικής πορείας – 34 μήνες με αρνητική μεταβολή (σε μηνιαία βάση) και 11 με θετική – με το ποσοστό ανεργίας να συρρικνώνεται σωρευτικά κατά -6,2 ΠΜ. Η εν λόγω επίδοση αντιστοιχεί σε μια μέση μηνιαία μεταβολή της τάξης των -0,14 ΠΜ. Δηλαδή, κατά τη διάρκεια της περιόδου Ιουλίου 2013 – Απριλίου 2017, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα μειωνόταν κατά μέσο όρο κάθε μήνα -0,14 ΠΜ. Στην περίπτωση που η εν λόγω δυναμική συνεχιστεί και τους επόμενους μήνες τότε, ο λόγος των ανέργων ως προς το εργατικό δυναμικό δύναται να προσεγγίσει το 20,6% τον Δεκέμβριο 2017 ή το 21,5% σε όρους ετήσιου μεγέθους (από 23,5% το 2016). Σε σύγκριση με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (22,8% για το 2017), το προαναφερθέν σενάριο κρίνεται ως αισιόδοξο. Ωστόσο, βρίσκεται αρκετά κοντά στην αντίστοιχη εκτίμηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (21,9% για το 2017). 

    Είναι αναντίρρητα αποδεκτό ότι η αύξηση του ρυθμού πτώσης του ποσοστού ανεργίας (π.χ. σε υψηλότερο επίπεδο από αυτό των 0,14 ποσοστιαίων μονάδων) παράλληλα με την ενίσχυση της απασχόλησης και της παραγωγικότητας της εργασίας αποτελούν σημαντικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία. Δύναται να υποστηριχτεί ότι το βασικό εργαλείο για την επίτευξη αυτών των στόχων είναι η δημιουργία κινήτρων για την αύξηση των επενδύσεων παγίων (επίσημη ονομασία: ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου). Οι τελευταίες βρέθηκαν στο ιστορικό χαμηλό 11,4% – ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ – το 2016 από 26,0% το 2007, 35,4% το 1979 (ιστορικά υψηλό) και 22,4% το 1960. Επιπρόσθετα, η συνολική κατανάλωση προσέγγισε το 90,2% του ΑΕΠ το 2016 από 85,4% το 2007, 65,2% το 1973 (ιστορικά χαμηλό) και 87,0% το 1960. Προσδοκίες (ομαλότητα και έλλειψη αβεβαιότητας), φορολογία (σταθερότητα και αξιοπιστία, αποφυγή εκπλήξεων), κόστος κεφαλαίου και χρηματοδότηση (ξένες άμεσες επενδύσεις) θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό την δυναμική των επενδύσεων για τα επόμενα χρόνια. Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί ότι σε καθεστώς ισορροπίας του εξωτερικού ισοζυγίου η ενίσχυση του μεριδίου των επενδύσεων προϋποθέτει την αντίστοιχη πτώση του μεριδίου της συνολικής κατανάλωσης.

    Σύμφωνα με τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία της ελληνικής στατιστικής αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), ο δείκτης όγκου στο λιανικό εμπόριο, δηλαδή η αξία των πραγματοποιηθέντων πωλήσεων σε σταθερές τιμές, κατέγραψε θετική μηνιαία και ετήσια μεταβολή της τάξης του 2,1% και 2,9% αντίστοιχα τον Απρίλιο 2017.  Σε όρους κινητού μέσου 3 και 12 μηνών, η ετήσια μεταβολή του δείκτη όγκου στο λιανικό εμπόριο διαμορφώθηκε στο 3,8% και 1,4% αντίστοιχα.

    Στις επί μέρους κατηγορίες καταστημάτων η υψηλότερη μηνιαία ποσοστιαία αύξηση σημειώθηκε στην κατηγορία των τροφίμων, ποτών και καπνού (6,4%) και ακολούθησαν τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων (3,8%), τα βιβλία, χαρτικά και λοιπά είδη (3,0%), τα καύσιμα και λιπαντικά αυτοκινήτων (2,6%), τα φαρμακευτικά και καλλυντικά (0,4%), τα πολυκαταστήματα (0,3%) και τέλος τα έπιπλα, ηλεκτρικά είδη και οικιακός εξοπλισμός (0,1%). Η μόνη κατηγορία με αρνητικό πρόσημο ήταν αυτή της ένδυσης και υπόδησης (-0,2%). Σε ότι αφορά τις αντίστοιχες ετήσιες ποσοστιαίες μεταβολές, η ταξινόμηση των κατηγοριών είχε ως ακολούθως: βιβλία, χαρτικά και λοιπά είδη (12,2%), φαρμακευτικά και καλλυντικά (3,6%), μεγάλα καταστήματα τροφίμων (3,1%), έπιπλα ηλεκτρικά είδη και οικιακός εξοπλισμός (1,8%), καύσιμα και λιπαντικά αυτοκινήτων (0,5%), ένδυση και υπόδηση (0,1%), τρόφιμα, ποτά και καπνός (-0,5%) και πολυκαταστήματα (-1,1%).

    Βάσει των διαθέσιμων χρονολογικών σειρών (Ιανουάριος 2000 – Απρίλιος 2017), ο δείκτης όγκου στο λιανικό εμπόριο έλαβε τη μέγιστη τιμή του τον Μάρτιο 2008. Πιο αναλυτικά, διαμορφώθηκε στις 126,6 μονάδες δείκτη (2010 = 100) από 81,5 τον Φεβρουάριο 2000.  Η αντίστοιχη σωρευτική αύξηση ήταν της τάξης του 55,3%.  Στη συνέχεια, ως γνωστόν, ακολούθησε η ελληνική "μεγάλη οικονομική ύφεση" και ο δείκτης όγκου στο λιανικό εμπόριο υπέστη σημαντική συρρίκνωση. Σύμφωνα με την τελευταία διαθέσιμη παρατήρηση, ήτοι Απρίλιος 2017, η σωρευτική πτώση διαμορφώνεται στο -42,9%.  Στις επί μέρους κατηγορίες καταστημάτων η μεγαλύτερη μείωση (βλέπε Σχήμα 5Β) καταγράφεται στα καύσιμα και λιπαντικά αυτοκινήτων (-66,4%) και ακολουθούν τα έπιπλα, ηλεκτρικά είδη και οικιακός εξοπλισμός (-55,1%), τα τρόφιμα, ποτά και καπνός (-40,9%), τα πολυκαταστήματα (-35,0%), η ένδυση και υπόδηση (-33,0%), τα φαρμακευτικά και καλλυντικά (-32,3%), τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων (-29,1%) και τα βιβλία, χαρτικά και λοιπά είδη (-23,9%). 

    Ο δείκτης υπευθύνων προμηθειών PMI για τον τομέα της μεταποίησης στην Ελλάδα κατέγραψε τιμή άνω του ορίου μηδενικής μεταβολής των 50 μονάδων δείκτη (ΜΔ) για πρώτη φορά από τον Αύγουστο 2016 (βλέπε Σχήμα 6). Πιο αναλυτικά διαμορφώθηκε στις 50,5 ΜΔ από 49,6 ΜΔ τον Μάιο 2017. 

    Συνεπώς, ο τομέας της μεταποίησης στην Ελλάδα πέρασε σε φάση βελτίωσης στο τέλος του 2ου τρίμηνου 2017.  Σύμφωνα με το σχετικό δελτίο τύπου της IHS Markit, η προαναφερθείσα θετική εξέλιξη ήταν αποτέλεσμα της ενίσχυσης των νέων παραγγελιών (αποκλειστικά από το εσωτερικό), της παραγωγής και της απασχόλησης. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο ρυθμός ενίσχυσης της απασχόλησης ήταν ο υψηλότερος που έχει καταγραφεί τους τελευταίους 12 μήνες.

    Σε ό,τι αφορά τους δύο εναπομείναντες υποδείκτες που μαζί με τους τρεις προαναφερθέντες συνθέτουν τον δείκτη PMI, οι μεταβολές είχαν ως εξής: τα αποθέματα προμηθειών παρουσίασαν πτώση ενώ ο μέσος χρόνος παράδοσης προμηθειών κατέγραψε αύξηση. Τέλος, διατηρήθηκε ο βαθμός αισιοδοξίας των επιχειρήσεων αναφορικά με την ενίσχυση της παραγωγής τους στο μέλλον.

    Το πρωτογενές αποτέλεσμα του κρατικού προϋπολογισμού (ΚΠ) διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα €1.840 εκατ. (σε τροποποιημένη ταμειακή βάση) έναντι στόχου €1.050 εκατ. την περίοδο Ιανουαρίου – Μαΐου 2017. Τα αντίστοιχα μεγέθη του ισοζυγίου ΚΠ ήταν -€1.242 εκατ. (έλλειμμα) και -€2.033 εκατ

    Σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού (ΚΠ) τα καθαρά έσοδα ΚΠ ανήλθαν στα €18.682 εκατ. την περίοδο Ιανουαρίου – Μαΐου 2017. Σε σύγκριση με τον στόχο σημειώθηκε οριακή υστέρηση της τάξης των -€2 εκατ. (-€535 εκατ. σε σύγκριση με το αντίστοιχο αποτέλεσμα πέρυσι). Στο σκέλος των δαπανών καταγράφηκε υστέρηση της τάξης των -€792 εκατ. (€19.169 εκατ. έναντι στόχου €19.961 εκατ.) κυρίως λόγω της αρνητικής απόκλισης σε σύγκριση με τον στόχο των πρωτογενών δαπανών κατά -€791 εκατ.

    Βάσει των παραπάνω στοιχείων, το πρωτογενές αποτέλεσμα του ΚΠ διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα €1.840 εκατ. υπερβαίνοντας τον στόχο κατά €790 εκατ. Επιπρόσθετα, σε σύγκριση με το αντίστοιχο αποτέλεσμα πέρυσι, ήτοι Ιανουαρίου – Μαΐου 2016, ήταν υψηλότερο κατά €384 εκατ. Αντίστοιχες αποκλίσεις καταγράφηκαν και στο ισοζύγιο ΚΠ καθώς οι δαπάνες τόκων παρουσίασαν οριακή υστέρηση έναντι του στόχου (€3.082 εκατ. σε σύγκριση με τον στόχο για €3.083 εκατ.). Πιο αναλυτικά, το ισοζύγιο ΚΠ παρουσίασε έλλειμμα -€1.242 εκατ. υψηλότερο έναντι του στόχου για έλλειμμα -€2.033 εκατ. Επιπρόσθετα, υπερέβη το αντίστοιχο αποτέλεσμα πέρυσι κατά €407 εκατ.

     

     

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ