Συνεχης ενημερωση

    Παρασκευή, 09-Φεβ-2007 08:12

    Γκίκας Χαρδούβελης: Υποψίες για σημαντική διόρθωση στις αγορές

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Για τους κινδύνους των χρηματιστηριακών αγορών, τον τραπεζικό πόλεμο Marfin - Περαιώς, τις κινήσεις των ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό και τις προοπτικές της παγκόσμιας και της ελληνικής Οικονομίας, μιλά στο Capital.gr ο οικονομικός σύμβουλος του ομίλου EFG Eurobank κ. Γκίκας Χαρδούβελης.

    Συνέντευξη στη Νένα Μαλλιάρα


    - Κύριε Χαρδούβελη, οι θετικές προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας ωθούν ανοδικά τα χρηματιστήρια ή η υπερβάλλουσα ρευστότητα έχει δημιουργήσει πλασματική ευφορία;


    Σήμερα η παγκόσμια οικονομία διανύει μια περίοδο υψηλής ανάπτυξης, που είναι η καλύτερη των τελευταίων χρόνων. Η παγκόσμια ανάπτυξη εκτιμάται ότι θα είναι 4,9% το 2007, θα κυμανθεί δηλαδή σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα από το 5,1% της προηγούμενης περιόδου, ενώ ο πληθωρισμός είναι ελεγχόμενος και προβλέπεται να φτάσει το 3,7% για το 2007 έναντι του 3,8% για το 2006. Αντίστοιχα, η κερδοφορία των επιχειρήσεων είναι παρομοίως εύρωστη. Βεβαίως, υπάρχουν παγκόσμιες ανισορροπίες στην αποταμίευση και την επένδυση ανάμεσα στις χώρες, αλλά ακόμα δεν διαταράσσουν επικίνδυνα την παγκόσμια οικονομία, με τις αναδυόμενες τίγρεις της Ασίας και τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες να τροφοδοτούν την καταναλωτική μανία που διέπει την αμερικανική οικονομία.

    Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, προσφέροντας φθηνό χρήμα, ενώ άφθονα, φθηνά εργατικά χέρια των αναδυόμενων οικονομιών μπαίνουν στην παραγωγή και αυξάνουν, χωρίς μεγάλο κόστος, έναν από τους σημαντικότερους παραγωγικούς συντελεστές της ανάπτυξης, την εργασία. Συνέπεια όλων αυτών είναι η υπερβάλλουσα ρευστότητα, η οποία τροφοδοτεί την ανάπτυξη αλλά και συντηρείται από αυτήν. Μιλάμε δηλαδή για δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, σ’ έναν κόσμο όπου κάποιοι παράγουν φτηνά και αποταμιεύουν, ενώ κάποιοι άλλοι καταναλώνουν.

    Οι θετικές λοιπόν προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, το φθηνό χρήμα, η υπερβάλλουσα ρευστότητα, που πρέπει κάπου να διοχετευτεί, είναι φυσικό να αντικατοπτρίζονται στις αγορές. Δημιούργημα για παράδειγμα των συνθηκών αυτών είναι τα private equity funds, τα οποία διαχειρίζονται δισεκατομμύρια δολάρια, αναζητούν υψηλές αποδόσεις ανά την υδρόγειο, προβαίνουν σε εξαγορές και συγχωνεύσεις εταιρειών και δίνουν το δικό τους ρυθμό στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές. Η άνοδος των χρηματιστηριακών αγορών καθρεφτίζει ακριβώς αυτές τις συνθήκες και όσο οι αποτιμήσεις κυμαίνονται σε λογικά επίπεδα – δηλαδή σε επίπεδα που σωστά προεξοφλούν τη μελλοντική κερδοφορία - δεν μπορούμε αναγκαστικά να μιλάμε για πλασματική ευφορία.

    Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν σημαντικά ρίσκα διόρθωσης. Τους τελευταίους δύο μήνες είχαμε άνοδο στα διεθνή χρηματιστήρια αλλά αύξηση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων, ένας συνδυασμός που συμβαίνει σπάνια και δημιουργεί υποψίες για σημαντική διόρθωση στα χρηματιστήρια, όπως είχε συμβεί και 20 χρόνια νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 1987, όταν για εννέα μήνες παρουσιάστηκε το ίδιο φαινόμενο στις δύο αγορές. Πολλοί λοιπόν σήμερα μιλούν για πιθανή διόρθωση των χρηματιστηρίων.

    Το ελληνικό χρηματιστήριο, ως γνωστόν, συμπεριφέρεται ως μια αναδυόμενη αγορά, αφού πολλά διεθνή αμοιβαία που κινούν τις τιμές του καθημερινά, επενδύουν συγχρόνως και σε αναδυόμενες αγορές. Μια τυχούσα διόρθωση στις αναδυόμενες αγορές και, συνεπώς, στο ελληνικό χρηματιστήριο, πιθανόν να προκληθεί από αρνητικά γεγονότα στις Η.Π.Α., όπου η πιθανότητα στασιμοπληθωρισμού τους επόμενους μήνες δεν είναι αμελητέα.

    -
    Πώς εκτιμάτε την πορεία της ελληνικής Οικονομίας;

    Την οκταετία 1996-2003, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν από 19% σε 26%, μεγεθύνοντας τη δυνατότητα της χώρας να παράγει αγαθά, υπηρεσίες και εισόδημα για τους Έλληνες εργαζόμενους. Συγχρόνως, η προσπάθεια ένταξης της χώρας στην Ευρωζώνη βελτίωσε τη δημοσιονομική εικόνα και σταθερότητα και μείωσε τον πληθωρισμό. Την τελευταία τριετία, οι ρυθμοί ανάπτυξης συνεχίζονται, αλλά με κινητήριο μοχλό την κατανάλωση, μέρος της οποίας βασίζεται στον τραπεζικό δανεισμό για τον οποίο μιλήσαμε νωρίτερα. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη σήμερα δεν βασίζεται στα ίδια σταθερά θεμέλια όπως πριν, η προσπάθεια προσέλκυσης ιδιωτικών κεφαλαίων σε κρατικές επενδύσεις υποδομών (PFI) δεν έχει ακόμα ευοδωθεί, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώνεται επικίνδυνα, ενώ η ανταγωνιστικότητα της χώρας παραμένει στάσιμη, παρά την όποια προσπάθεια για μεταρρυθμίσεις. Τα αποτελέσματα της πρόσφατης έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με την πρόοδο της στρατηγικής της Λισσαβόνας ήταν απογοητευτικά. Το ίδιο απογοητευτικές είναι και οι εκθέσεις των διαφόρων οργανισμών αναφορικά με την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και τα μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση.

    Βραχυπρόθεσμα, η ανάπτυξη αναμένεται να συνεχιστεί, αλλά το ζητούμενο για τη χώρα δεν είναι απλώς τα επόμενα 2-3 χρόνια, αλλά η μακροπρόθεσμη και βιώσιμη ανάπτυξη, που θα επιτευχθεί μόνον αν η χώρα μειώσει τη γραφειοκρατία, καταπολεμήσει τη διαφθορά, ενισχύσει την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία, και επενδύσει στα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Η ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνον ενεργειών του παρελθόντος, που απεκατέστησαν τη μακροοικονομική σταθερότητα και αύξησαν τις επενδύσεις ή απόρροια της γενικότερα σημερινής ευνοϊκής παγκόσμιας συγκυρίας. Η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη πρέπει να στηριχτεί σε πραγματική πρόοδο και στο μικρο-οικονομικό πεδίο.

    - Γιατί δεν τα καταφέρνουμε με τα ελλείμματα και μονίμως ο προϋπολογισμός έχει αποκλίσεις κατά την εκτέλεσή του;

    Είναι γεγονός ότι η οικονομία μας χαρακτηρίζεται από ελλείμματα στο ισοζύγιο της κεντρικής κυβέρνησης, τα οποία είναι πάντα μεγαλύτερα (με εξαίρεση το 1999) από αυτά που οι κυβερνήσεις είχαν αρχικά προϋπολογίσει. Φυσικά, οι αποκλίσεις είναι θεμιτές καθώς κανείς δεν περιμένει από τον προϋπολογισμό να προβλέπει ακριβώς τα μεγέθη και, άρα, το πραγματικό έλλειμμα. Όμως, το πρόβλημα παρουσιάζεται όταν οι αποκλίσεις κινούνται πάντα προς μια κατεύθυνση, δηλαδή προς μεγαλύτερα ελλείμματα από αυτά που προϋπολογίστηκαν. Οι αποκλίσεις αυτές είναι σημαντικές για την οικονομία και την αξιοπιστία της εκάστοτε κυβέρνησης.


    Σύμφωνα με την τελευταία μελέτη που εκδώσαμε στη Eurobank, η μέση απόκλιση του πραγματικού ελλείμματος από αυτό που είχε αρχικά προϋπολογισθεί είναι 8,2% για την περίοδο 1982-1993 και 3,9% για την περίοδο 1994-2005. Η απόκλιση αυτή προκύπτει τόσο από υπερεκτίμηση των εσόδων όσο και από υποεκτίμηση των δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού. Μάλιστα μετά το 1994, το 82% της απόκλισης οφείλεται στην πλευρά των δαπανών.

    Παρατηρείται, επίσης, ότι ιστορικά οι κυβερνήσεις πρώτα προϋπολογίζουν τα έσοδα και στη συνέχεια τις δαπάνες. Αυτή η διαπίστωση από τη μελέτη της Eurobank είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική διότι έτσι μπαίνει κάποια οροφή στο μέγεθος του Προϋπολογισμού, αφού οι δίοδοι αύξησης των εσόδων για την εκάστοτε κυβέρνηση έχουν πολιτικό κόστος, ενώ οι δίοδοι αύξησης των δαπανών έχουν μεν πολιτικό όφελος, αλλά βραχυχρόνιο.


    Σε κάθε περίπτωση, ο τρόπος κατάρτισης του Προϋπολογισμού θα πρέπει να γίνεται με βάση πιο ρεαλιστικές προβλέψεις, που να έχουν ως στόχο την καλύτερη δυνατή προσέγγιση των μεγεθών και όχι με γνώμονα εξυπηρέτησης πολιτικών σκοπιμοτήτων. Σε αυτό θα συνέβαλε αν στη Βουλή αναλύονταν οι αποκλίσεις από τους προηγούμενους Προϋπολογισμούς και τεκμηριώνονταν οι αιτίες που οδήγησαν στις αποκλίσεις. Η διαφάνεια αυτή πιθανόν να λειτουργούσε αποτρεπτικά στο εμφανές κίνητρο των πολιτικών να ξοδεύουν υπέρ των ψηφοφόρων τους.


    - Πώς βλέπετε τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών σε ό,τι αφορά την κερδοφορία τους τα επόμενα χρόνια;

    Οι ελληνικές τράπεζες σήμερα καταγράφουν ρεκόρ κερδών, τα οποία τροφοδοτούνται κυρίως από την εγχώρια αγορά. Ο δανεισμός των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων τρέχει με υψηλούς ρυθμούς, προσφέροντας υψηλά περιθώρια κέρδους στα πιστωτικά ιδρύματα. Ο εντατικός δανεισμός, όμως, σε συνδυασμό με το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς και τον έντονο ανταγωνισμό μεταξύ των τραπεζών δείχνει ότι πρέπει να αναζητηθούν εναλλακτικοί δίοδοι ανάπτυξης. Έτσι, οι τράπεζες ήδη επιδιώκουν την ανάπτυξη νέων, εξειδικευμένων προϊόντων και υπηρεσιών και στρέφονται σε τμήματα της αγοράς που δεν έχουν ακόμα αναπτυχθεί ιδιαίτερα, όπως ο δανεισμός μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Επίσης, το κέντρο προσοχής στην εγχώρια αγορά μετατοπίζεται σταδιακά από την αύξηση των εσόδων στη μείωση του κόστους, την αύξηση της αποτελεσματικότητας και την επίτευξη οικονομιών κλίμακας.

    Το μέλλον της κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών βρίσκεται στο εξωτερικό. Οι ελληνικές τράπεζες διέκριναν από πολύ νωρίς τις ευκαιρίες και φρόντισαν να αναπτύξουν δίκτυα και τεχνογνωσία στις ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές της ΝΑ Ευρώπης. Μόνο το 2006, οι ελληνικές τράπεζες επένδυσαν € 3,2 δις στις χώρες αυτές, προσθέτοντας 744 καταστήματα και 13 χιλιάδες υπαλλήλους στο δίκτυό τους. Η συγκέντρωση των δυνάμεων των ελληνικών τραπεζών στη ΝΑ Ευρώπη, τους επιτρέπει να ριχτούν στη μάχη του ανταγωνισμού και να διεκδικήσουν σημαντικό κομμάτι της πίττας των αναπτυσσομένων αυτών αγορών που θ’ αποτελέσει νέα πηγή τροφοδότησης της κερδοφορίας τους. Οι τραπεζίτες προβλέπουν αύξηση της συνεισφοράς αυτής από 5,5% τον Ιούνιο του 2006 σε ποσοστό μεγαλύτερο του 20% μετά το 2010.

    Βέβαια, οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι οι μόνοι διεκδικητές της πίττας των αγορών αυτών, όπως γρήγορα έγινε σαφές από τις υψηλές αποτιμήσεις των τραπεζών, και επομένως ο αγώνας της επικράτησής τους στις αγορές αυτές θα αποδειχθεί σκληρός.


    Ακόμα οι επενδύσεις των ελληνικών τραπεζών στη ΝΑ Ευρώπη δεν έχουν αποδώσει τα μέγιστα, αλλά αναμένεται να αποτελέσουν τη μελλοντική πηγή των εσόδων τους. Η προσπάθεια αυτή απαιτεί συστηματική επαγρύπνηση, καθώς ο ανταγωνισμός είναι σκληρός και τα ρίσκα μεγάλα. Οι αγορές αυτές είναι ιδιαίτερα ευμετάβλητες, αφού η μακροοικονομική τους σταθερότητα επηρεάζεται από το γεγονός ότι η οικονομία τους είναι ανοικτή, έχουν υψηλά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών, και εξαρτώνται από τα εισαγόμενα κεφάλαια των ξένων επενδυτών. Επίσης, οι χώρες αυτές πλήττονται συχνά από κλίμα πολιτικής αστάθειας, το οποίο επιδρά αρνητικά στην οικονομική δραστηριότητα και στον χρηματοπιστωτικό τομέα των χωρών αυτών.

    - Ποιες είναι οι εκτιμήσεις σας για την αγορά της Τουρκίας;

    Η τουρκική οικονομία έχει αναδειχθεί σε πόλο έλξης ξένων επενδυτών, με τις άμεσες ξένες επενδύσεις για τους πρώτους 11 μήνες του 2006 να ανέρχονται σε $ 17,3 εκατ., έναντι $ 6,5 εκατ. για την ίδια περίοδο του 2005. Μάλιστα, το 38,5% των άμεσων ξένων επενδύσεων κατευθύνθηκε στο χρηματοπιστωτικό τομέα, στον οποίον επένδυσαν και οι ελληνικές τράπεζες πραγματοποιώντας εξαγορές ύψους € 2,4 δις. Βέβαια συγκρίνοντας τις τράπεζες, η έκθεση στην τουρκική οικονομία είναι μεγαλύτερη για την Εθνική, όπως όλοι γνωρίζουμε, μετά την εξαγορά της Finansbank, με τις άλλες ελληνικές τράπεζες (Eurobank και Alpha) να ακολουθούν μια πιο συντηρητική πολιτική.

    Η μαζική εισροή ξένων επενδυτών στην Τουρκία οφείλεται στις υψηλές αναπτυξιακές προοπτικές μιας μεγάλου μεγέθους οικονομίας, η οποία με αφορμή το στόχο ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και την προσπάθεια της κυβέρνησης να απεγκλωβιστεί από το βαθύ κράτος, προχώρησε ταχύτατα σε μεταρρυθμίσεις, ιδιωτικοποιήσεις και εξυγίανση του κρατικού της τομέα. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα ιδιαίτερα αποτέλεσε πόλο έλξης επενδύσεων, καθώς η χαμηλή διείσδυση των δανείων και καταθέσεων στην οικονομία, δημιουργεί προοπτικές υψηλής κερδοφορίας.

    Όμως, η τουρκική οικονομία κρύβει ρίσκα, τα οποία σύμφωνα με το χειρότερο σενάριο θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μαζική έξοδο των επενδυτών από τη χώρα. Η μίνι κρίση του Μαΐου - Ιουνίου 2006 και η απότομη αύξηση των επιτοκίων οδήγησε σε μείωση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης στο 3,4% σε ετήσια βάση το γ’ τρίμηνο του 2006, από 7,5% σε ετήσια βάση το προηγούμενο τρίμηνο. Η αύξηση των επιτοκίων αναμένεται να πλήξει και την πιστωτική επέκταση, κάτι που αναμένεται να εμφανιστεί σύντομα στα καινούργια στοιχεία. Αρνητικό αντίκτυπο αναμένεται να έχει και η διπλή εκλογική αναμέτρηση (προεδρικές και βουλευτικές εκλογές), ενώ μελλοντικά ένα ασταθές πολιτικό σκηνικό με συνδυασμούς κομμάτων στην εξουσία, όμοιο με αυτό του παρελθόντος, θα μπορούσε να αποτελέσει τροχοπέδη για κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια και επενδυτική επιλογή.

    Η Τουρκία κρύβει λοιπόν ευκαιρίες αλλά και κινδύνους. Απαιτούνται προσεκτικά και μεθοδευμένα βήματα, ώστε οι επενδυτές να μπορέσουν να αποκομίσουν οφέλη από μια μεγάλη και ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία.


    - Θεωρείτε ότι θα δούμε εξαγορές και συγχωνεύσεις, που θα αλλάξουν το σημερινό τραπεζικό σκηνικό;

    Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι ένας ζωντανός οργανισμός που αναπτύσσεται, εξελίσσεται και μεταβάλλεται. Το τραπεζικό σύστημα σήμερα έχει διαφορετικό προφίλ από αυτό της δεκαετίας του ’90. Συνεπώς, θα πρέπει να αναμένουμε μια διαφορετική εικόνα και στο μέλλον. Οι αλλαγές επέρχονται μέσα από κατάλληλες ζυμώσεις και διεργασίες, που είτε γίνονται σταδιακά είτε απότομα. Το ίδιο το περιβάλλον καθώς και οι φορείς που το αποτελούν είναι οι παράγοντες που καθορίζουν την ένταση και τον τρόπο διεξαγωγής των διεργασιών αυτών, έχοντας ως γνώμονα τη δημιουργία οικονομικής αξίας και τη διαμόρφωση ενός περισσότερο ανταγωνιστικού και ωφέλιμου τραπεζικού συστήματος για όλους τους οικονομικούς παράγοντες.

    Σήμερα, το τραπεζικό σύστημα παρουσιάζει τάσεις περαιτέρω συγκέντρωσης, καθώς η εγχώρια αγορά ωριμάζει και τα βλέμματα των ξένων επενδυτών στρέφονται προς τη χώρα μας. Οι μικρές τράπεζες κατανοούν ότι το μέγεθός τους καθιστά την αυτόνομη λειτουργία τους μη βιώσιμη, ενώ οι μεγαλύτερες θέλουν τουλάχιστον να διατηρήσουν το μερίδιό τους. Ο τρόπος αντίδρασης κάθε τράπεζας διαφοροποιείται ανάλογα με το τι πιστεύει η διοίκησή της και το τι επιθυμούν οι μέτοχοί της. Η συγχώνευση αποτελεί σίγουρα μια επιλογή. Όπως καλύτερη επιλογή αποτελεί πιστεύω και η αυτόνομη ανάπτυξη και το άνοιγμα στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης, που έχουν επιχειρήσει ήδη πολλές ελληνικές τράπεζες. Το κριτήριο για μια εξαγορά ή μια συγχώνευση πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι η δημιουργία αξίας για τους μετόχους, καθώς και η ωφέλεια των πελατών τους και της κοινωνίας. Το ζήτημα των ημερών, που είναι η ενδεχόμενη τριπλή συγχώνευση Πειραιώς – Κύπρου – Marfin θα μας απασχολήσει για μακρύ χρονικό διάστημα διότι δεν έχει ξεκαθαριστεί το πώς ακριβώς ωφελούνται οι μέτοχοι έκαστης των τριών τραπεζών από μια τέτοια ενέργεια.


    Το who is who του κ. Χαρδούβελη

    Ο κ. Χαρδούβελης είναι Τακτικός Καθηγητής στο Τμήμα Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς από το 1993. Είναι, επίσης, σήμερα ο Οικονομικός Σύμβουλος του Ομίλου της Eurobank, Ερευνητικός Εταίρος στο Centre for Economic Policy Research του Λονδίνου, μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, μέλος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου του Cyprus International Institute of Management και μέλος του Δ.Σ. της Global ΑΕΠΕΥ.

    Ο κ. Χαρδούβελης είναι κάτοχος διδακτορικού Διπλώματος (Ph.D.) στα Οικονομικά (1983) από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Berkeley και διπλωμάτων Master of Science και Bachelor of Arts στα Εφαρμοσμένα Μαθηματικά (1978) από το Πανεπιστήμιο Harvard της Μασσαχουσέττης των ΗΠΑ. Έχει διατελέσει Επίκουρος Καθηγητής στο πανεπιστήμιο Barnard College, Columbia University της Νέας Υόρκης (1983-1989), καθώς και Αναπληρωτής και στη συνέχεια Τακτικός Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Rutgers της Νέας Υερσέης (1989-1993).

    Την τετραετία Μάϊος 2000 – Μάρτιος 2004 διετέλεσε Διευθυντής του Οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, κ. Σημίτη. Έχει εκτεταμένη εμπειρία σε κεντρικές τράπεζες και τον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα: Επταετή θητεία στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης (1987-1993), και διετή θητεία στην Τράπεζα της Ελλάδος (1994-1995), όπου υπήρξε και Αναπληρωτής του Διοικητή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (τότε ΕΜΙ). Διετέλεσε Chief Economist στην Εθνική Τράπεζα (1996-2000), όπου αναβάθμισε τη Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης, δημιούργησε τη Διεύθυνση Διαχείρισης Κινδύνων, την ομάδα Διαχείρισης Ενεργητικού-Παθητικού, καθώς και την ομάδα Σχέσεων με τους Επενδυτές της Τράπεζας. Είχε ενεργό ρόλο στο ξεκίνημα του Χρηματιστηρίου Παραγώγων Αθηνών, στο ΔΣ του οποίου ήταν μέλος (1997-2000). Υπήρξε, επίσης, εκπρόσωπος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών στην Ένωση Ευρωπαϊκών Τραπεζών στις επιτροπές Οικονομικής & Νομισματικής Ανάλυσης και Νομισματικής Ενοποίησης (1996-2000), καθώς και Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Χρηματιστηριακής (1995-2000).

    Το επιστημονικό του έργο επικεντρώνεται στα γνωστικά αντικείμενα της Χρηματοοικονομικής και Μακροοικονομικής, με ιδιαίτερη έμφαση στη νομισματική πολιτική και τις αγορές χρήματος & κεφαλαίου και έχει δημοσιευτεί σε διεθνή περιοδικά αναγνωρισμένου κύρους, όπως το American Economic Review, Journal of Finance, Quarterly Journal of Economics, Review of Financial Studies, Journal of Monetary Economics, Journal of Money, Credit & Banking, Journal of International Money and Finance, Journal of Futures Markets, Review of Economics and Statistics, Journal of Economic Dynamics and Control, κ.ά.

    Στο παρελθόν (1989-1995), οι βιβλιογραφικές αναφορές στο επιστημονικό του έργο τον ανέδειξαν στους 50 κορυφαίους στον κόσμο στον ευρύτερο τομέα της εφαρμοσμένης οικονομετρίας (βλ. Badi H. Baldagi, “Applied Econometrics Rankings: 1989-1995” Journal of Applied Econometrics, 1999, 14:423-441). Επίσης, οι εργασίες του στο θέμα των υποχρεωτικών καταβολών ασφάλειας (margin requirements) συνέδραμαν ουσιαστικά στην αλλαγή του θεσμικού πλαισίου που διέπει τις αγορές συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτες μετοχών στις Η.Π.Α.

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ