της Νένας Μαλλιάρα
Κινήσεις για την κάλυψη των κεφαλαιακών ελλειμμάτων που ανέδειξαν τα stress tests του Οκτωβρίου για τις ελληνικές τράπεζες με βάση το δυσμενές σενάριο (εξαιρουμένης της Alpha Bank που πέρασε τα τεστ και στο στατικό και στο δυναμικό μοντέλο), έχουν πραγματοποιήσει ήδη Εθνική, EUROBANK και Πειραιώς, αναμένοντας στις 9 Δεκεμβρίου τις παρατηρήσεις της ΕΚΤ επί των εγκεκριμένων σχεδίων αναδιάρθρωσης.
Η Εθνική Τράπεζα για την οποία το δυσμενές στατικό σενάριο του stress test είχε δείξει κεφαλαιακό έλλειμμα 933 εκατ. ευρώ, συνυπολογιζομένης της αύξησης κεφαλαίου των 2,5 δισ. ευρώ, το έχει ήδη υπερκαλύψει.
Η υπερκάλυψη έχει επιτευχθεί α) μέσω της επίτευξης υψηλότερων κατά 400 εκατ. ευρώ προ προβλέψεων κερδών στο εννεάμηνο από αυτά που είχαν εκτιμηθεί με βάση το στατικό δυσμενές σενάριο, β) με το όφελος των 251 εκατ. ευρώ από την επιστροφή στο Δημόσιο ομολόγου που είχε δοθεί στην Εθνική έναντι προνομιούχων μετοχών (επομένως η απομείωση των 251 εκατ. ευρώ που διενεργήθηκε στο στατικό δυσμενές σενάριο επί του ομολόγου που κατείχε η Εθνική, αντιστρέφεται αφού πλέον η τράπεζα κατέχει μετρητά και όχι τίτλο του ελληνικού Δημοσίου), γ) με το όφελος από το πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου που ολοκληρώθηκε στις 31/12/13, το οποίο δεν είχε υπολογιστεί στο στατικό δυσμενές σενάριο και που υπολογίζεται σε 349 εκατ. ευρώ για την τριετία 2014 – 2016, δ) με το αναμενόμενο κεφαλαιακό όφελος 172 εκατ. ευρώ από την πώληση του Αστέρα, η οποία μαζί με την πώληση της NBGI και τη διάθεση νέων και υφιστάμενων μετοχών της Finansbank αποτελούν τις βασικές δράσεις του σχεδίου κεφαλαιακής ενίσχυσης που δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί.
Σύμφωνα με πληροφορίες, τα σχέδια της Εθνικής στον τομέα του asset management αναμένεται να της αποφέρουν περί τα 150 εκατ. ευρώ, ενώ σημαντικά κεφάλαια αναμένει η τράπεζα και από την εισαγωγή της Πανγαία στο ΧΑ. Επιπλέον, γύρω στα 65 – 70 εκατ. ευρώ αναμένονται από την απευθείας πώληση στην αγορά του 2,25% της Finansbank (έμμεσα οφέλη θα υπάρξουν για τον όμιλο από την αύξηση κεφαλαίου της τουρκικής τράπεζας με μείωση του ποσοστού της Εθνικής κατά 40% μέσα στο 2015).
Για τη Eurobank, η οποία με βάση το δυσμενές σενάριο του δυναμικού ισολογισμού είχε παρουσιάσει έλλειμμα 18 εκατ. ευρώ, οι κατωτέρω παράγοντες δημιουργούν ένα πλεόνασμα κεφαλαίων 1,4 δισ. ευρώ αυξάνοντας τον δείκτη CET1 στο πλαίσιο του δυσμενούς δυναμικού σεναρίου στο 9,5% από 5,5%.
α) η θετική επίπτωση 315 εκατ. ευρώ που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ των πραγματικών προ προβλέψεων εσόδων στο 9μηνο και αυτών που χρησιμοποιήθηκαν ως παραδοχή στο δυσμενές δυναμικό σενάριο, που οδηγούν σε αύξηση του κεφαλαιακού δείκτη CET1 κατά 90 μονάδες βάσης,
β) η εποπτική αντιμετώπιση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, σύμφωνα με την πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση, που έχει θετικό αντίκτυπο στο δυσμενές δυναμικό σενάριο κατά 1,1 δισ. ευρώ ή 318 μ.β..
γ) επιπλέον, ο όμιλος έχει υποβάλει προς έγκριση την εφαρμογή της μεθόδου των εσωτερικών συστημάτων διαβάθμισης για τον πιστωτικό κίνδυνο του στεγαστικού χαρτοφυλακίου του Νέου Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου (4,9 δισ. ευρώ) από το οποίο αναμένεται περαιτέρω βελτίωση της κεφαλαιακής του θέσης.
Η Τράπεζα Πειραιώς ενισχύει ήδη τον δείκτη CET 1 στο στατικό ισολογισμό με την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους 1,75 δισ. ευρώ που πραγματοποίησε τον Απρίλιο 2014, μετά την αποπληρωμή των 750 εκατ. ευρώ των προνομιούχων μετοχών του Δημοσίου τον Μάιο 2014 (11,4% στο βασικό σενάριο και 6,7% στο δυσμενές σενάριο, έναντι ελάχιστης απαίτησης για δείκτες 8,0% και 5,5% αντίστοιχα).
Αυτοί οι δείκτες δεν λαμβάνουν υπόψη το όφελος από τη μετατροπή της Αναβαλλόμενης Φορολογική Απαίτησης σε οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση (Ν. 4302/2014 μετά και την από 16 Οκτωβρίου 2014 νομοθετική τροποποίηση). Στην περίπτωση που ενσωματωθεί η επίδραση μετατροπής της Αναβαλλόμενης Φορολογίας στους υπολογισμούς, ο δείκτης CET1 στο στατικό ισολογισμό αυξάνεται στο 11,8% υπό το βασικό σενάριο και στο 7,7% υπό το δυσμενές σενάριο.
Στις 30/9/14 οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις του ομίλου Πειραιώς οι οποίες πληρούσαν τα κριτήρια του νόμου για μετατροπή τους σε οριστικές απαιτήσεις ανέρχονταν σε 3,5 δισ. ευρώ. Εξ αυτών, το 1,3 δισ. αφορά στη ζημιά από το PSI και 2,2 δισ. ευρώ σε φόρο που αναλογεί σε ζημιές πιστωτικού κινδύνου (προβλέψεις και διαγραφές).