Συνεχης ενημερωση

    Τετάρτη, 03-Σεπ-2014 16:36

    Πειραιώς: Οι 4 παράγοντες – κλειδί στην πορεία της οικονομίας

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    «Ιδιαίτερα ενθαρρυντική» χαρακτηρίζει η Πειραιώς την πορεία της ελληνικής οικονομίας από τα μέσα του 2013 και κατά το πρώτο εξάμηνο του 2014, καθώς όπως αναφέρει σε ανάλυσή της βλέπει να «επιταχύνεται η πορεία εξόδου της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση και να ενισχύονται οι ενδείξεις για καταγραφή θετικών ρυθμών ανάπτυξης από το γ’ τρίμηνο του έτους». 

    Ταυτόχρονα, σημειώνει η τράπεζα, και το σκέλος της δημοσιονομικής εξυγίανσης και των μεταρρυθμίσεων συνεχίζει να καταγράφει πρόοδο- χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για περαιτέρω επιτάχυνση της βελτίωσης. 

    «Με βάση τις πρόσφατες εξελίξεις στην ελληνική οικονομία, η εφαρμογή των αυτοπαλίνδρομων υποδειγμάτων μας οδηγεί σε προβλέψεις για ΑΕΠ άνω του 2% στα τέλη του 2014 και σε ρυθμούς ανάπτυξης μεσοσταθμικά κοντά στο 3% για το 2015», σημειώνει χαρακτηριστικά στην ανάλυσή της η Πειραιώς. 

    Στη συνέχεια της μελέτης η Πειραιώς αναδεικνύει 4 βασικούς παράγοντες που θεωρεί πως θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην πορεία της ελληνικής οικονομίας, χωρίς να έχουν λάβει την προσοχή και δημοσιότητα που τους αξίζει: 

    Α) Ανάγκη για μετάβαση σε υψηλότερα επίπεδα προληπτικής αποταμίευσης (Precautionary Saving)

    Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία η σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας οφείλεται στην ανάκαμψη της ιδιωτικής (αλλά και της δημόσιας) κατανάλωσης. Το γεγονός αυτό μπορεί να γίνει απολύτως κατανοητό μετά από 24 τρίμηνα συνεχούς συρρίκνωσης του ΑΕΠ (Διάγραμμα 3.1). Ωστόσο σε μακροχρόνιο ορίζοντα πιστεύουμε ότι αυτή η αύξηση της κατανάλωσης θα είναι δύσκολο να διατηρηθεί για δύο κυρίως λόγους. Αρχικά η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα ήταν δύσκολο να βασιστεί στην επέκταση της κατανάλωσης καθώς ο λόγος αποταμίευσης είναι ήδη έντονα αρνητικός, γεγονός που καταδεικνύει ότι η τρέχουσα κατανάλωση των νοικοκυριών υπερβαίνει το ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα τους (Διαγράμματα 2.6 & 3.6). Συνεπώς η διατήρηση του τρέχοντος βιοτικού επιπέδου μπορεί να χρηματοδοτηθεί μέσα από την ανάλωση καταθέσεων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων ωστόσο η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να διατηρηθεί για μακρό χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα, αλλά ακόμα πιο σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει η συνειδητοποίηση εκ μέρους των νοικοκυριών του κατά πόσο θα πρέπει να αυξήσουν την λεγόμενη προληπτική αποταμίευση ή αποταμίευση πρόνοιας (precautionary saving). Η αύξηση της αποταμίευσης πρόνοιας είναι απαραίτητη προκειμένου τα νοικοκυριά να αντισταθμίσουν τις μεγάλες απομειώσεις στην περιουσιακή τους κατάσταση, κυρίως στην αξία της ακίνητης περιουσίας τους. Ακόμη πιο σημαντικό όμως είναι ότι η προληπτική αποταμίευση θα πρέπει να αυξηθεί για να αντιμετωπισθεί η μεγάλη απώλεια μελλοντικών μεταβιβάσεων από το δημόσιο (λόγω της μεγάλης μείωσης των συντάξεων) αλλά και των μεταβιβάσεων σε είδος (λιγότερες καλύψεις σε ιατροφαρμακευτική δαπάνη, περίθαλψη κ.τ.λ). Συνεπώς εάν τα νοικοκυριά θέλουν να διατηρήσουν ένα σταθερό επίπεδο διαβίωσης και στο μέλλον θα πρέπει να θυσιάσουν τωρινή κατανάλωση και να αυξήσουν την αποταμίευση τους για το μέλλον. Η αύξηση της τάσης για αποταμίευσης από πλευράς των νοικοκυριών μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα στο μέτρο και στο βαθμό που άλλα τμήματα της οικονομίας, όπως οι επιχειρήσεις και το δημόσιο, είναι διατεθειμένα να χρησιμοποιήσουν τις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών για παραγωγικές επενδύσεις. Εάν κάτι τέτοιο δεν συμβεί το αποτέλεσμα της πρόθεσης των νοικοκυριών για αποταμίευση θα αποτελέσει τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξη καθώς θα δημιουργήσει συνθήκες ασθενούς εσωτερικής ζήτησης (αλλά και πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών).

    Β) Εξέλιξη επενδύσεων 

    Με βάση τα παραπάνω η μειωμένη ζήτηση από πλευράς των νοικοκυριών θα πρέπει να αντισταθμιστεί με αύξηση των επενδύσεων από πλευράς επιχειρήσεων και δημοσίου. Για αυτό το λόγο η εξέλιξη των επενδύσεων - όπως πολλές φορές έχουμε τονίσει από πλευράς μας- διαδραματίζει έναν καίριο ρόλο στις προβλέψεις της τρόικα για την ελληνική οικονομία. Όλες οι επίσημες προβλέψεις τόσο του ΔΝΤ όσο και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βασίζουν τα σενάρια εξόδου της Ελλάδας από την ύφεση σε μια έκρηξη των επενδύσεων του ιδιωτικού κυρίως τομέα. Η προσέγγιση αυτή έχει αποδειχθεί συστηματικά μη ρεαλιστική καθώς οι βασικοί προσδιοριστικοί παράγοντες οποιασδήποτε συνάρτησης επενδύσεων είναι τα πραγματικά επιτόκια - τα οποία προσδιορίζουν το κόστος κεφαλαίου - και η εσωτερική ζήτηση- η οποία επηρεάζει την απόδοση του κεφαλαίου. (Διαγράμματα 3.3 & 12.4) Και για τους δυο αυτούς παράγοντες θα πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα βελτίωσης τους, έτσι ώστε οι ιδιωτικές επενδύσεις σε συνδυασμό με το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων να αποτελέσουν ουσιαστικούς μοχλούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. (Διάγραμμα 6.3)

    Γ) Προσαρμογή στα νέα επιχειρηματικά δεδομένα. 

    Ο συνδυασμός της αυξημένης ανάγκης για αποταμίευση ασφάλειας των νοικοκυριών και της αυξημένης επίβλεψης του τραπεζικού κλάδου από την ΕΚΤ και τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό δημιουργεί νέες συνθήκες και νέα δεδομένα λειτουργίας ολόκληρου του επιχειρηματικού κόσμου, οι οποίες δεν έχουν- κατά την γνώμη μας- αξιολογηθεί πλήρως. Πιο συγκεκριμένα οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει: i) να προσαρμοστούν σε συνθήκες μειωμένης εσωτερικής ζήτησης, η οποία θα πρέπει να αναπληρωθεί με ζήτηση από το εξωτερικό δηλαδή εξαγωγές (Διάγραμμα 8.6). Το γεγονός αυτό σημαίνει επαναπροσανατολισμός της ελληνικής οικονομίας από παραδοσιακούς κλάδους που βασίζονταν στην εσωτερική ζήτηση π.χ. οικοδομή, λιανικές πωλήσεις, υπηρεσίες προς νοικοκυριά, σε κλάδους με εξαγωγικό προσανατολισμό. Ο επαναπροσανατολισμός αυτός είναι πολύ εύκολο να ειπωθεί στα πλαίσια μιας μελέτης. Ωστόσο η υλοποίηση του απαιτεί συστηματική και συντονισμένη προσπάθεια όλων των φορέων επιχειρηματικότητας με ορίζοντα άνω της δεκαετίας. Ταυτόχρονα θα πρέπει να ληφθούν μέτρα αντιμετώπισης της «δομικής» ανεργίας στους παραδοσιακούς κλάδους που θα πρέπει να εγκαταλειφθούν. ii) Συνεπακόλουθο της ασθενούς εσωτερικής ζήτησης θα είναι και ο περιορισμός της τιμολογιακής δύναμης των επιχειρήσεων, το οποίο σημαίνει ότι το υφιστάμενο περιβάλλον του «αντιπληθωρισμού» θα μας συνοδεύει για αρκετό διάστημα. Μέσα σε ένα τέτοιο αντιπληθωριστικό περιβάλλον, η βελτίωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων δεν θα μπορεί να επιτευχθεί μέσω της αύξησης των τιμών αλλά μέσω της αύξησης του όγκου των πωλήσεων (ακόμη και σε μειωμένες τιμές). iii) Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, ο ελληνικός επιχειρηματικός κόσμος θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι έχει αρχίζει να αλλάζει ριζικά η φιλοσοφία της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο με άμεση συνέπεια τη στροφή των τραπεζών σε χρηματοδοτήσεις βραχυπρόθεσμου και μεσοπρόθεσμου χαρακτήρα. Άμεση συνέπεια αυτής της μεταβολής θα είναι η ανάγκη για αυξημένη ίδια συμμετοχή των ελλήνων επιχειρηματιών με ίδια ή εξωτραπεζικά κεφάλαια στη χρηματοδότηση μακροχρόνιων επενδυτικών σχεδίων και υψηλότερους δείκτες ιδίων κεφαλαίων στις ελληνικές επιχειρήσεις.

    Δ) Εκλογίκευση του κόστους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους

    Τέλος, και έχοντας πλήρη επίγνωση του κινδύνου να γίνουμε βαρετοί και μονότονοι, δεν μπορούμε παρά να επαναλάβουμε τη σημαντική αρνητική επίδραση που κατά την άποψη μας θα έχει, τόσο για τις δημόσιες επενδύσεις όσο και για τη ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας, η χρησιμοποίηση των σημαντικών πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων για την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους του ελληνικού δημοσίου. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής, μόνο μέσα στην τριετία 2014-2016 θα δημιουργηθεί πρωτογενές πλεόνασμα ύψους €17,2 δισεκ. ενώ μαζί με ANFA & SMP και Αποκρατικοποιήσεις το ποσό αυτό θα φτάσει τα €30,5 δισεκ. Η εκροή πάνω από €30 δισεκατομμυρίων μέσα σε μια τριετία εάν δεν αντισταθμιστεί από αντίστοιχες εισροές στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα οδηγήσει σε σημαντική απώλεια ρευστότητας στην ελληνική οικονομία και συρρίκνωση της καταθετικής βάσης του τραπεζικού συστήματος. Αντίθετα παραμονή των κεφαλαίων αυτών στο εσωτερικό της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσε να τονώσει την εσωτερική ζήτηση και να υπερδιπλασιάσει τις δημόσιες επενδύσεις συμβάλλοντας πολλαπλασιαστικά στην ισχυροποίηση της οικονομίας.

    Διαβάστε ακόμα για:

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ