20:12 09/09
Καμπανάκι από τον Ντάιμον της JPMorgan: Η οικονομία αποδυναμώνεται
"Νομίζω ότι η οικονομά αποδυναμώνεται", δήλωσε ο Ντάιμον. "Αν αυτός είναι ο δρόμος προς μια ύφεση ή απλά αποδυνάμωση, δεν ξέρω ακόμα", πρόσθεσε.
Της Νένας Μαλλιάρα
Υψηλότερες απαιτήσεις σε κεφάλαια και πολύ αυστηρότερη παρακολούθηση των κινδύνων που αναλαμβάνουν, θα φέρει από 1ης/1/2007 για τις τράπεζες η εφαρμογή των κανόνων της Βασιλείας ΙΙ. Με την Βασιλεία II θα θεσπίζονται αυστηρότεροι κανόνες σε ό,τι αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών και την δέσμευση κεφαλαίων για την χορήγηση δανείων.
Αν και οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες βρίσκονται ήδη κεφαλαιακά "οχυρωμένες", έχοντας προχωρήσει στο παρελθόν σε αυξήσεις κεφαλαίου και ομολογιακές εκδόσεις (σημειωτέον ότι το τρέχον χρέος των ελληνικών τραπεζών μέσω των εκδόσεων αυτών ξεπερνά τα 27 δισ. ευρώ), οι νέοι κανόνες που θα ισχύσουν πανευρωπαϊκά δεν επιτρέπουν εφησυχασμό, πράγμα που σημαίνει ότι ίσως χρειαστούν πρόσθετες "ενέσεις" κεφαλαίων στον κλάδο.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν ήταν τυχαία η επισήμανση του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Ν. Γκαργκάνα, ο οποίος μιλώντας στο 5ο Συνέδριο του Economist και αναφερόμενος στους κινδύνους που απορρέουν από τη μεγάλη πιστωτική επέκταση, τόνισε την ανάγκη για ενίσχυση της προληπτικής εποπτείας των τραπεζών, η οποία θα προβλέπεται στο πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ. Ο κ. Γκαργκάνας επισήμανε και την ανάγκη ενίσχυσης του εποπτικού ρόλου της Τραπέζης της Ελλάδος, τόσο στην εγχώρια τραπεζική αγορά, όσο και στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης, αλλά και την ανάγκη συνεργασίας των κεντρικών τραπεζικών αρχών στην ευρύτερη περιοχή.
Από την πλευρά τους, οι πέντε μεγάλες ελληνικές τράπεζες υποστηρίζουν πως βρίσκονται με πλήρη επάρκεια κεφαλαίων και σχετικούς δείκτες που ξεπερνούν σημαντικά το όριο του 6% που ισχύει στην υπόλοιπη Ευρώπη (για την Ελλάδα ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας έχει ως βάση το 8%). Ειδικότερα, για την Εθνική Τράπεζα αν συμπεριληφθεί στον όμιλο και η Finansbank, ο δείκτης της συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας διαμορφώνεται στο 17,5% που αντιστοιχεί σε συνολικά εποπτικά κεφάλαια 7 δις. ευρώ, ενώ ο δείκτης επάρκειας κεφαλαίων πρώτης διαβάθμισης (Tier I) κινείται στο 12,2%, αντιστοιχώντας σε 4,9 δις. ευρώ. Σημειώνεται ότι ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας της Εθνικής θα μειωθεί όταν προχωρήσει – τον Ιανουάριο 2007 – στην υποβολή δημόσιας πρότασης για την απόκτηση του υπολοίπου 45% της τουρκικής τράπεζας (εκτιμάται ότι τα συνολικά εποπτικά κεφάλαια θα μειωθούν κατά περίπου 2 δις. ευρώ), ωστόσο και πάλι παραμένει με υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια.
Για την Alpha Bank, ο δείκτης συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας ανέρχεται στο 11,9%, αντιστοιχώντας σε κεφάλαια ύψους 3,85 δισ. ευρώ, ενώ τα κεφάλαια α΄ διαβάθμισης ανέρχονται σε 2,26 δισ. ευρώ, διαμορφώνοντας τον δείκτη επάρκειας των συγκεκριμένων κεφαλαίων σε 7%.
Για τη Eurobank, ο δείκτης συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας κινείται στο 11,9% (κεφάλαια 3,75 δισ. ευρώ) και ο δείκτης επάρκειας κεφαλαίων Tier I στο 9,8% (3,1 δισ. ευρώ).
Για την Τράπεζα Πειραιώς ο δείκτης επάρκειας συνολικών εποπτικών κεφαλαίων ανέρχεται στο 12,2% (κεφάλαια 2,3 δισ. ευρώ) και ο δείκτης επάρκειας κεφαλαίων Tier I στο 8,2% (κεφάλαια 1,6 δισ. ευρώ).
Οσο για την Emporiki Bank, σχεδόν όλα τα εποπτικά κεφάλαια είναι της κατηγορίας Tier I, καθώς αντιστοιχούν σε 1 δισ. ευρώ από τα 1,17 δισ. ευρώ των συνολικών εποπτικών κεφαλαίων της τράπεζας (δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας 7,6%).
Το γεγονός ότι το χρηματοοικονομικό περιβάλλον γίνεται ολοένα και πιο περίπλοκο και με δεδομένο ότι οι τράπεζες εξ ορισμού καλούνται να αναλάβουν πλέον αυξημένο ρίσκο για την επίτευξη κερδών, τα υψηλά κεφάλαια και η σωστή διαχείριση των κινδύνων θα αποτελέσουν τις βάσεις της εφεξής στρατηγικής τους.
Μέχρι σήμερα, ο πιστωτικός (δηλ. οι χορηγήσεις) και ο κίνδυνος αγοράς (δηλ. όλες οι διαπραγματεύσιμες στην αγορά επενδύσεις σε επιτόκια, ισοτιμίες, μετοχές, παράγωγα κ.λπ.) προσμετρούνταν στη βάση των κεφαλαίων που διέθετε η τράπεζα για να τους καλύψει (ο δείκτης κεφαλαίων προς αναλαμβανόμενους κινδύνους διαμόρφωνε το ελάχιστο όριο κεφαλαιακής επάρκειας στο 8%).
Τώρα ο υπολογισμός των κινδύνων πρόκειται να γίνει πολύ πιο αυστηρός, λεπτομερής και αντικειμενικός για κάθε τράπεζα, αφού από το ερχόμενο έτος αφενός θα προστεθεί η παράμετρος του λειτουργικού κινδύνου, αφετέρου η κάθε τράπεζα θα αξιολογείται για κάθε επιμέρους κίνδυνο που αναλαμβάνει σε σχέση και με τα κεφάλαια που διαθέτει προκειμένου να διαμορφώνονται οι συντελεστές κεφαλαιακής επάρκειας για την ίδια. Ο λειτουργικός κίνδυνος (δηλ. ο κίνδυνος που μπορεί να προκύψει από τις λειτουργίες της τράπεζας π.χ. μηχανογραφικά συστήματα, περιπτώσεις απάτης, κλοπής κ.λπ.) θα καλύπτεται από κεφάλαια τα οποία θα αντιστοιχούν στο 15% των ακαθάριστων εσόδων της τράπεζας, ενώ θα προσμετράται με τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 8%, χωρίς να αποκλείεται να τον βελτιώνει κατά περίπτωση.
Σε ό,τι αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο, τράπεζες με εκτεταμένο χαρτοφυλάκιο σε στεγαστικά δάνεια θεωρούνται πιο "ασφαλείς", αφού οι επισφάλειες στη στεγαστική πίστη κινούνται κάτω του 1% του συνολικού χαρτοφυλακίου των τραπεζών. Περισσότερο "επικίνδυνα" είναι τα επιχειρηματικά δάνεια, με ποσοστό επισφαλειών που υπολογίζεται στο 1,5% - 2% (μιλάμε για τα δάνεια προς μικρές επιχειρήσεις, διότι προβλήματα στις δανειοδοτήσεις των μεγάλων δημιουργούν πολύ σημαντικότερο πρόβλημα), ενώ τα καταναλωτικά δάνεια είναι τα πλέον "επικίνδυνα", με νέες επισφάλειες κάθε έτος κοντά στο 6%.
Στο σκέλος των κινδύνων αγοράς, πιο "ασφαλείς" επενδύσεις θεωρούνται αυτές σε ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου ή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας, ακολούθως ομόλογα εταιριών τα οποία αντιμετωπίζονται ως δανεισμός προς τις εταιρίες, μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια με αυξημένη διασπορά και τέλος μετοχές ή παράγωγα που θεωρούνται και οι επενδύσεις με το μεγαλύτερο κίνδυνο.