του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Μία τεραστίων διαστάσεων αλλά και “ελληνικού τύπου” ανακεφαλαιοποίηση αναμένεται να λάβει χώρα στην Ευρώπη μετά τον ερχόμενο Νοέμβριο και την δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των πανευρωπαϊκών stress tests. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα εκτιμά ο οίκος Moody΄ s, η διαδικασία που αποφασίστηκε να ακολουθηθεί απομακρύνει το ενδεχόμενο ενεργοποίησης του bail-in, με αποτέλεσμα οι πιστωτές των τραπεζών να νιώθουν... πιο άνετα.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έδωσε την περασμένη εβδομάδα μία... πρώτη γεύση του πλαισίου πάνω στο οποίο θα “πατήσει” για να γνωστοποιήσει τη “συνολική αξιολόγηση” των 128 μεγαλύτερων τραπεζών της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και των τεσσάρων ελληνικών “συστημικών” ομίλων. Από το σχετικό κείμενο προκύπτουν σημαντικά συμπεράσματα για τις συνέπειες που ενδεχομένως θα έχει η διαδικασία στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο, τόσο σε επίπεδο πιστωτικού όσο και επενδυτικού ενδιαφέροντος.
Η άντληση κεφαλαίων από τις αγορές αποτελεί μεν τον πρώτο “δρόμο” που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι τράπεζες που θα χρειαστούν κεφάλαια, όμως αυτός δεν θα είναι μονόδρομος, με αποτέλεσμα να απομακρύνεται το bail-in. Με άλλα λόγια, η όποια τραπεζική διάσωση θα γίνει με κρατική βοήθεια αν έχουν εξαντληθεί όλες οι υπόλοιπες εναλλακτικές, με ότι αυτό φυσικά συνεπάγεται…
Όπως ανέφερε χθες η Moody΄ s, “αποκρυπτογραφώντας” την ανακοίνωση της ΕΚΤ, η διαδικασία που θα ακολουθηθεί δεν ενεργοποιεί το πλαίσιο του bail-in, καθιστώντας πιο ακίνδυνα τα αποτελέσματα των stress tests για τους βασικούς πιστωτές των τραπεζών, όπως τους ομολογιούχους. Χαρακτήρισε, μάλιστα, το γεγονός «credit positive» για τους πιστωτές των τραπεζών.
Σε ορισμένες περιπτώσεις-εξαιρέσεις, όπου δηλαδή δεν συγκεντρωθούν από ιδιώτες επενδυτές τα απαιτούμενα κεφάλαια, θα υιοθετηθεί το “ελληνικό” μοντέλο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σχετικό κείμενο της ΕΚΤ, “από τον Ιανουάριο του 2015, η χρήση κρατικών κονδυλίων θα σημαίνει ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα θεωρείται ότι χρεοκοπεί, ή ότι ενδέχεται να χρεοκοπήσει, και θα οδηγηθεί σε εκκαθάριση, εκτός και αν γίνει προληπτική ανακεφαλαιοποίηση (όπως έγινε στην Ελλάδα) που θα πληροί τους όρους της κοινοτικής Οδηγίας για την αναδιάρθρωση και εξυγίανση των τραπεζών”.
Το σημαντικό, επίσης, είναι ότι οι προληπτικές αυξήσεις κεφαλαίου δεν θα πυροδοτήσουν “εξυγίανση” (βάσει της σχετικής κοινοτικής Οδηγίας Banking Recovery and Resolution Directive) και θα υπόκεινται στην τελική έγκριση βάσει των κανόνων κρατικής βοήθειας. Στο ίδιο πλαίσιο, θα είναι αναγκαία η εκπόνηση ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης και κατανομής βαρών, με στόχο να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού.
Όπως αναφέρει η οδηγία της Κομισιόν, για να εγκριθούν τα σχέδια αναδιάρθρωσης αυτά θα πρέπει να προβλέπουν επαρκή κατανομή βαρών, έτσι ώστε οι τράπεζες που λαμβάνουν βοήθεια και οι μέτοχοί τους να αναλάβουν επαρκώς την ευθύνη των πράξεών τους και να συνεισφέρουν στην αναδιάρθρωση όσο το δυνατόν περισσότερο με δικά τους μέσα.
Δηλαδή, οι ευρωπαϊκές τράπεζες που θα απαιτηθεί να βρουν κεφάλαια θα βγουν πρώτα στις αγορές, ενώ για να λάβουν κρατική βοήθεια θα πρέπει να αναδιαρθρώσουν τις λειτουργίες τους, όπως ακριβώς συμβαίνει και στον εγχώριο κλάδο, αλλά και να προβούν σε κινήσεις κατανομής βαρών, όπως για παράδειγμα επαναγορές τίτλων, πωλήσεις θυγατρικών κ.ά.
Οι ελληνικές τράπεζες, από την πλευρά τους, εκτιμούν πως έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα καθώς η συγκεκριμένη διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη με τα σχέδια αναδιάρθρωσης να αναμένεται είτε να οριστικοποιηθούν μετά τα stress tests, είτε να επικαιροποιηθούν στην περίπτωση που αυτό κριθεί απαραίτητο (για παράδειγμα το restructuring plan της Eurobank έχει ήδη εγκριθεί από την DGComp, ωστόσο θα μπορούσε να δεχτεί ορισμένες προσαρμογές μετά την πανευρωπαϊκή άσκηση).
Το πλεονέκτημα των ελληνικών τραπεζών, σύμφωνα με όσα σημειώνουν τραπεζικά στελέχη, δεν σημαίνει ότι δεν θα χρειαστούν επιπλέον κεφάλαια, αλλά ότι γνωρίζουν πλέον τη διαδικασία, έχουν δώσει ήδη εξετάσεις και τις έχουν περάσει και εκτιμάται ότι μπορούν με μεγαλύτερη άνεση να βρουν επιπλέον κεφάλαια αν ο τελικός «λογαριασμός» δεν είναι υπερβολικός, γιατί οι ξένοι επενδυτές έχουν ήδη «σκανάρει» ενδελεχώς τα στοιχεία τους.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν οι δηλώσεις των επικεφαλής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Τόσο η διευθύνουσα σύμβουλος κ. Αναστασία Σακελλαρίου, όσο και ο πρόεδρος κ. Χρήστος Σκλαβούνης εκτίμησαν σε ελληνικά και ξένα μέσα ενημέρωσης ότι οι όποιες ανάγκες προκύψουν από τα stress tests θα είναι διαχειρίσιμες και ότι οι ξένοι επενδυτές αν χρειαστεί θα στηρίξουν και πάλι τις εγχώριες τράπεζες.