08:00 11/11
Τι προμερίσματα δίνουν οι τράπεζες και πότε
Μεγάλα ποσά διανέμουν ως ενδιάμεσα μερίσματα οι τράπεζες αυτές τις ημέρες και τον Δεκέμβριο από τα κέρδη της φετινής χρήσης, διατηρώντας σε εγρήγορση το επενδυτικό ενδιαφέρον.
Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Στη... λεπτή γραμμή που χωρίζει τον καθορισμό του ελάχιστου ορίου για το δείκτη κυρίων βασικών ιδίων κεφαλαίων από το 8%, έναντι 9% που είναι σήμερα, κρίνεται σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ο αντίκτυπος του «λογαριασμού» των stress tests για τις ελληνικές τράπεζες.
Μέσα στις επόμενες ημέρες και σε κάθε περίπτωση πριν από το τέλος του μήνα, η Τράπεζα της Ελλάδος θα αποστείλει επιστολές προς τις τράπεζες με τις οποίες θα ενημερώνει για τις επιπρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες που τυχόν προκύπτουν από την άσκηση προσομοίωσης που διενήργησε, βασιζόμενη στα στοιχεία που συγκέντρωσε η BlackRock.
Θα είναι τελικά διαχειρίσιμο το αποτέλεσμα των stress tests; Οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών συνεχίζουν να είναι αισιόδοξες εκτιμώντας ότι ο συνδυασμός των επιχειρησιακών πλάνων (μείωση λειτουργικού κόστους, πώληση μη αμιγώς τραπεζικών δραστηριοτήτων κ.ά.) με τις σωρευμένες προβλέψεις θα αποδειχθεί επαρκής να αποκρούσει τις επιπτώσεις από τις εκτιμώμενες πιστωτικές ζημίες.
Έχουν, άλλωστε, περάσει την... πρώτη κρυάδα από την προηγούμενη άσκηση του αμερικανικού οίκου, που οδήγησε στην τεραστίων διαστάσεων ανακεφαλαιοποίηση του κλάδου. Σήμερα, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά καθώς έχουν ήδη ξεκινήσει και τα πανευρωπαϊκά stress tests, με τα οποία η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θέλει να συγκρίνει επί ίσοις όροις τις τράπεζες των οποίων θα αναλάβει την εποπτεία.
Σε αυτόν ακριβώς τον παράγοντα «ποντάρουν» οι ελληνικοί όμιλοι για να... πέσουν στα μαλακά. Γιατί αν τελικά ισχύσει για τις ελληνικές τράπεζες ότι και για τις υπόλοιπες 124 μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρώπης, τότε θα ελεγχθούν με δύο σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα.
Η πρώτη αφορά στη μείωση του κατώτατου ορίου για τον δείκτη core tier 1 στο 8% και η δεύτερη στην προσμέτρηση μεγαλύτερου ποσοστού του αναβαλλόμενου φόρου. Έτσι προσδοκούν να «γλιτώσουν» μερικά δισεκατομμύρια (περίπου 5 συνολικά) στην προσπάθειά τους να θωρακιστούν κεφαλαιακά. Σημειώνεται ότι η ΕΚΤ έχει θέσει το όριο για την πανευρωπαϊκή άσκηση στο 8%, όμως οι ελληνικές τράπεζες δεσμεύονται να κινούνται πάνω από το 9% λόγω μνημονίου. Την ίδια ώρα, η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή προσμετρά, βάσει της δικής μεθοδολογίας, το σύνολο του αναβαλλόμενου φόρου.
Στελέχη που παρακολουθούν από πολύ κοντά τη διαδικασία σημειώνουν με νόημα ότι οι ευρωπαϊκές Αρχές διατηρούν το “όπλο” της μείωσης του ορίου για τις ελληνικές τράπεζες στην περίπτωση που οι κεφαλαιακές ανάγκες είναι απρόσμενα υψηλές... Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η Τρόικα θα ασχοληθεί και με τη «νέα ανακεφαλαιοποίηση» όταν επισκεφθεί εκ νέου την Αθήνα την επόμενη εβδομάδα.
Αρμοδίως εκτιμάται ότι αν οι κεφαλαιακές ανάγκες που θα προκύψουν, βάσει μόνο του πιστωτικού κινδύνου, δεν ξεπεράσουν τα 6 δισ. ευρώ, τότε το “μαξιλάρι” του ΤΧΣ θα παραμείνει, τουλάχιστον προς το παρόν, ανέγγιχτο. Με τη μόνη “υποσημείωση” ότι ο εγχώριος τραπεζικός κλάδος έχει ήδη δεχθεί ενίσχυση ύψους 40 δισ. ευρώ και ότι τα κεφάλαια που απομένουν ως απόθεμα στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας δεν ξεπερνούν τα 10 δισ. ευρώ.
Οι εκτιμήσεις που «κυκλοφορούν» και αφορούν στον τελικό «λογαριασμό» της BlackRock είναι τόσες στον αριθμό που δεν αποκλείεται εντέλει να επαληθευτούν, αφού καλύπτουν όλα τα πιθανά ενδεχόμενα. «Το μόνο σίγουρο είναι ότι από την προηγούμενη άσκηση – στην οποία στηρίχθηκε η ανακεφαλαιοποίηση – οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών έχουν αυξηθεί», αναφέρουν με νόημα κυβερνητικές πηγές. «Το αποτέλεσμα των τεστ κοπώσεως θα κριθεί από την ελαστικότητα που θα επιδείξουν Τράπεζα της Ελλάδος και Τρόικα», προσθέτουν.
Γιατί, όπως συνέβη και στην πρώτη αξιολόγηση της BlackRock πριν από δύο χρόνια, η ΤτΕ θα συνεκτιμήσει τα ευρήματα του αμερικανικού οίκου για τον αναμενόμενο πιστωτικό κίνδυνο με τα υφιστάμενα κεφαλαιακά αποθέματα των τραπεζών, τις σωρευμένες προβλέψεις και την αναμενόμενη κερδοφορία τους.
Με άλλα λόγια, οι τράπεζες θα προσπαθήσουν να καλύψουν τις κεφαλαιακές ανάγκες με τα εκτιμώμενα οφέλη από τα σχέδια αναδιάρθρωσης, τα επιχειρηματικά πλάνα για την εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου και τις σωρευμένες προβλέψεις που έχουν ήδη εγγράψει. Όπως είναι γνωστό, στην προσπάθειά τους αυτή καλούνται, μεταξύ άλλων, να πουλήσουν τις μη αμιγώς τραπεζικές δραστηριότητες και τις ζημιογόνες θυγατρικές και παράλληλα να αναδιαρθρώσουν τις λειτουργίες τους στις αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Τι θα γίνει όμως αν μία τράπεζα χρειαστεί κεφάλαια; Δεδομένου ότι υπάρχει το “μαξιλάρι” του ΤΧΣ θεωρείται πολύ δύσκολο να προκύψουν επιπρόσθετες ανάγκες. Δεν είναι, ωστόσο, βέβαιο, τι θα γίνει αν τα σχέδια αναδιάρθρωσης δεν επαρκούν. Θα χρησιμοποιηθεί το απόθεμα του ΤΧΣ ή θα ζητηθεί από τις τράπεζες να προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια σταδιακά και σε εύλογο χρονικό διάστημα;
Τόσο στην ΤτΕ, όσο και στην κυβέρνηση, εκτιμούν ότι η κεφαλαιοποίηση των εγχώριων πιστωτικών ομίλων (μάλιστα κάποιες ελληνικές τράπεζες διαθέτουν από τους υψηλότερους δείκτες κυρίων βασικών ιδίων κεφαλαίων στην Ευρώπη), σε συνδυασμό με το κεφαλαιακό απόθεμα του ΤΧΣ είναι παράγοντες που θωρακίζουν τις ελληνικές τράπεζες. Γι΄ αυτό το λόγο άλλωστε, ο διοικητής της ΤτΕ κ. Γιώργος Προβόπουλος εμφανίστηκε ιδιαίτερα καθησυχαστικός τονίζοντας ότι “αν και εφόσον κάποια τράπεζα χρειαστεί περαιτέρω κεφάλαια, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας διαθέτει ένα ικανοποιητικό μαξιλάρι”.
Παράλληλα με τα αποτελέσματα των τεστ κοπώσεως “κλειδώνουν” και τα πενταετή σχέδια αναδιάρθρωσης που εδώ και μήνες καταρτίζουν οι ελληνικές τράπεζες σε άμεση και στενή συνεργασία με τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν (DGCom).
Άλλωστε η οριστικοποίηση των σχεδίων αναδιάρθρωσης αποτελούσε βασική προϋπόθεση για να συνυπολογιστούν οι κινήσεις κεφαλαιακής ενίσχυσης, μείωσης του λειτουργικού κόστους – μέσω της αναδιάρθρωσης των λειτουργιών – και εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου στο τελικό αποτέλεσμα των stress tests.
Τραπεζικές πηγές αναφέρουν δε, πως ο “οδικός χάρτης”, βάσει του οποίου θα κινηθούν οι τράπεζες μέχρι και το 2017, έχει στην ουσία οριστικοποιηθεί. Στόχος είναι οι τράπεζες να εμφανίσουν ουσιαστική οργανική κερδοφορία μέσα στην πενταετία, λαμβάνοντας υπόψη και το 2013. Αθροιστικά, οι εκτιμήσεις τοποθετούν το “όφελος” των τραπεζών από τα σχέδια αναδιάρθρωσης στα 3 δισ. ευρώ, ποσό που μειώνει ανάλογα τις κεφαλαιακές ανάγκες.