Συνεχης ενημερωση

    Πέμπτη, 05-Δεκ-2013 17:20

    "Βολές" από Alpha Bank κατά ΟΟΣΑ

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Περίεργες, ανεξήγητες και αβάσιμες χαρακτηρίζει η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank τις προβλέψεις που διατυπώνει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης στην τελευταία του έκθεση για την ελληνική οικονομία.

    «Το προηγούμενο 7ήμερο είδαν το φως της δημοσιότητας νέες προβλέψεις για την ελληνική οικονομία από τον Οργανισμό Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), μέλη του οποίου είναι οι αναπτυγμένες οικονομίες του κόσμου. Ο ΟΟΣΑ έχει αναθεωρήσει επί τα βελτίω τις προβλέψεις του για την αύξηση του ΑΕΠ της Ελλάδος στη 2ετία 2013 και 2014 σωρευτικά σε -3,9% από -6,0% προηγουμένως. Παρ΄ όλα αυτά, εξακολουθεί να προβλέπει ύφεση και το 2014 (-0,4%), σε αναντιστοιχία με την πλειοψηφία των αναλυτών παγκοσμίως που προβλέπουν θετικό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2014. Την ίδια διόρθωση επιδεικνύουν και άλλοι οργανισμοί, όπως, π.χ., η Moody’s, που προβλέπει πλέον για το 2014 αύξηση του ΑΕΠ κατά -0,4% (έναντι -3,6% τον Απρ.2013) και, βεβαίως, προχώρησε σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής διαβάθμισης της Ελλάδας από «C» «χωρίς προοπτικές», σε Caa3, όπως στην Κύπρο» αναφέρει η Alpha Bank και σχολιάζει τα εξής:

    «Αυτές οι υποθέσεις του ΟΟΣΑ (και της Moody’s), ισοδυναμούν με πρόβλεψη ότι η ελληνική οικονομία δεν πρόκειται να εξέλθει ποτέ από την κρίση. Για παράδειγμα, αν επαληθευτούν οι προβλέψεις του ΟΟΣΑ, τότε η ανεργία το 2020 θα είναι ακόμη υψηλότερη από το 27% του εργατικού δυναμικού, όσο και σήμερα. Μάλιστα, οι προβλέψεις αυτές του ΟΟΣΑ είναι ακόμη περισσότερο ανεξήγητες αφού θα συμβούν σε μια χώρα, που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ίδιου του ΟΟΣΑ, έχει πραγματοποιήσει την μεγαλύτερη πρόοδο από όλες τις χώρες που παρακολουθεί στον τομέα των φιλικών προς την ανάπτυξη διαρθρωτικών προσαρμογών και η οποία έχει ήδη επιτύχει τεράστια βελτίωση στη διεθνή ανταγωνιστικότητά της, με την πραγματική εσωτερική υποτίμηση της ισοτιμίας του νομίσματός της που θα υπερβεί το 30% στο τέλος του 2014. Αυτή η χώρα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, δεν θα έχει τη δυνατότητα να προσελκύσει επενδυτές (ούτε εγχώριους, ούτε και ξένους), ούτε και τις εγχώριες καταθέσεις που μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό στην περίοδο της κρίσης. ‘Όλα δε αυτά δεν πρόκειται να συμβούν ούτε και έως το 2020. Η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, θα είναι καταδικασμένη να λειτουργεί για μεγάλο χρονικό διάστημα (2014-2020) με αρνητικό πληθωρισμό (-0,6%) και πολύ χαμηλό ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ (1,5%), και απλώς θα βυθίζεται στην ανυπαρξία και στην απουσία ανάπτυξης κάθε χρόνο όλο και περισσότερο.

    Και η χαριστική βολή έρχεται με την ανάλυση για την βιωσιμότητα του χρέους. Με την υπόθεση ότι η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ δεν θα υπερβεί το 1,5% στην περίοδο 2014-2020, εκτιμούν στον ΟΟΣΑ ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα ανέλθει στο 157% του ΑΕΠ το 2020, έναντι 124% του ΑΕΠ που προβλέπει το ΔΝΤ. Στη συνέχεια, τονίζουν ότι, για να μειωθεί το χρέος στο 124% του ΑΕΠ (όπως εκτιμά το ΔΝΤ), η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ θα πρέπει να ανέλθει στο 4,8%. Μα, εάν αυξηθεί το πραγματικό ΑΕΠ με 4,8% κατ’ έτος, δηλαδή εάν η οικονομία έχει απογειωθεί, τότε και το ονομαστικό ΑΕΠ θα αυξάνει, πιθανότατα, με ρυθμό άνω του 7,0%. Αλλά τότε το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα πέσει πολύ χαμηλότερα του 124% και μάλιστα κάτω και του 90% του ΑΕΠ σύμφωνα με τις δικές μας προβλέψεις. Διότι με τέτοιο υψηλό ρυθμό ανάπτυξης και οι αποκρατικοποιήσεις θα προχωρήσουν (με τα έσοδα να πηγαίνουν στην μείωση του χρέους), και επενδύσεις θα γίνουν, και θα επιστραφούν τα χρήματα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών (συμβάλλοντας στην επιπλέον μείωση χρέους), και η Ελλάδα θα έχει σημαντικό πλεόνασμα (όχι μόνο πρωτογενές) στον Προϋπολογισμό της, κ.ο.κ.

    Τα ανωτέρω είναι εξαιρετικά περίεργα, ιδιαίτερα στο βαθμό που προέρχονται από έναν Οργανισμό παγκοσμίου κύρους και εμβέλειας, όπως ο ΟΟΣΑ. Επιπλέον, είναι πολύ περίεργο το γεγονός ότι η Ελληνική Κυβέρνηση επέτρεψε τη δημοσίευση, και μάλιστα με τυμπανοκρουσίες - με την αυτοπρόσωπη παρουσία του Επικεφαλής του ΟΟΣΑ, Angel Gurria, στην ίδια τη χώρα μας και σε κοινές συνεντεύξεις με κυβερνητικούς παράγοντες - των τόσο βλαπτικών για την Ελλάδα σεναρίων. Ήταν όντως απαράδεκτο ο Angel Gurria, σε συνέντευξή του σε ελληνικό τηλεοπτικό ΜΜΕ να αναφέρεται στην ανάγκη νέας αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους, τόσο εκείνου που είναι στην κατοχή ιδιωτών (PSI) και εκείνου που είναι στην κατοχή κυβερνήσεων και επισήμων διακυβερνητικών φορέων (OSI). Το όλο σκηνικό είναι ακόμη πιο αξιοπερίεργο εάν αναλογισθεί κανείς ότι κατά κανόνα οι προβλέψεις του ΟΟΣΑ έχουν την συγκατάθεση των κυβερνήσεων που είναι μέλη του. Διότι στην πραγματικότητα, ο μόνος αρνητικός παράγων που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα (που μπορεί, ενδεχομένως, να αποτρέψει την ανάκαμψη της οικονομίας και να οδηγήσει σε περαιτέρω εμβάθυνση της κρίσης, όπως έγινε το 2011 και το 2012) είναι αυτές οι ίδιες οι προβλέψεις του ΟΟΣΑ, πάνω στις οποίες στηρίζονται και οι προβλέψεις της Moody’s, της Citigroup και όλων εκείνων που συνεχίζουν να προβλέπουν, ή να επιθυμούν διακαώς και να ονειρεύονται, νέες χρεοκοπίες της Ελλάδος και έξοδό της από το Ευρώ στα επόμενα 4-έτη. Βλέπε, για παράδειγμα, το άρθρο του Wolfgang Münchau, στους Financial Times της 1ης Δεκεμβρίου 2013, που στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις ανωτέρω, εντελώς αβάσιμες, προβλέψεις του ΟΟΣΑ για χρέος της Ελλάδος στο 160% του ΑΕΠ το 2020.

    Για να εξηγήσει αυτές τις πραγματικά περίεργες προβλέψεις του ο ΟΟΣΑ επικαλείται αφενός «το δυσμενές εξωτερικό περιβάλλον», το οποίο, βέβαια, θα είναι δυσμενές μόνο για την Ελλάδα, και αφετέρου τη συνεχή πτώση της εγχώριας (καταναλωτικής και επενδυτικής) ζήτησης, η οποία μάλιστα θα είναι τόσο μεγάλη που θα οδηγήσει σε αρνητικό πληθωρισμό έως το 2020. Εκτός της απουσίας επενδύσεων, η πτώση της εγχώριας ζήτησης θα οφείλεται, κατά τον ΟΟΣΑ, στη συνεχιζόμενη δημοσιονομική προσαρμογή, η οποία ωστόσο, όπως εκτιμά ο Οργανισμός, δεν θα επιτύχει τους στόχους που έχουν τεθεί, καθώς και στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που συνεχίζονται!

    Οι καταθλιπτικές αυτές υποθέσεις του ΟΟΣΑ για την ανάκαμψη και ανάπτυξη της χώρας στην περίοδο 2014-2020 είναι εντελώς αβάσιμες».

    Η Alpha Bank κάνει αναφορά και σε κάποιες από τις παρεμβάσεις που προτείνει ο ΟΟΣΑ για τη βελτίωση του ανταγωνισμού και, πιο συγκεκριμένα, στο χώρο της γαλακτοβιομηχανίας, των φαρμάκων και του ψωμιού:

    «Είναι βέβαιο ότι πολλές από τις προτάσεις του ΟΟΣΑ, για την κατάργηση αναίτιων και περίπλοκων ρυθμίσεων, είναι ώριμες και θα πρέπει να εφαρμοστούν αμέσως. Από την άλλη πλευρά, άλλες προτάσεις αντιμετωπίζονται με μεγάλη αμφισβήτηση και σκεπτικισμό (κυρίως από τους θιγόμενους) και η εφαρμογή τους θα πρέπει να γίνει με μελετημένο τρόπο για την αντιμετώπιση των τυχόν αρνητικών συνεπειών, ιδιαίτερα στην απολύτως αναγκαία ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από το 2014.

    Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να ισχυριστεί με σχετική βεβαιότητα ότι, όπως τονίζεται και από τον ΟΟΣΑ, η ισχύουσα σήμερα μέγιστη διάρκεια 5-ημερών για τον προσδιορισμό του φρέσκου γάλακτος δεν έχει σοβαρή επιστημονική δικαιολογητική βάση, ή δεν είναι η πιο κατάλληλη, σύμφωνα με τα ισχύοντα διεθνώς. Ωστόσο, και η προτεινόμενη νέα ρύθμιση σύμφωνα με την οποία το γάλα θα πρέπει να πωλείται με διάρκεια από 1-ημέρα (πολύ φρέσκο γάλα) έως 10-ημερών, με ειδική σήμανση, ανάλογα με τη μέθοδο παστερίωσης που θα εφαρμόζεται, δεν είναι χωρίς προβλήματα, ιδιαίτερα για την ελληνική γαλακτοβιομηχανία και κτηνοτροφία, όπως άλλωστε υποστηρίζουν με μεγάλη αγωνία οι κατ’ εξοχήν θιγόμενοι. Επιπλέον, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αν υπάρξει πτώση στην τιμή του γάλακτος αυτό θα οφείλεται στην αλλαγή της μεθόδου προσδιορισμού του φρέσκου γάλακτος. Το πιθανότερο είναι ότι η πτώση της τιμής θα οφείλεται στη μεγαλύτερη χρήση εισαγόμενου και, ενδεχομένως, χαμηλότερης ποιότητας γάλακτος, με αντίστοιχη εκτόπιση της εγχώριας παραγωγής.

    Επίσης, είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος για τον οποίο ένα πλήθος μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων θα πρέπει να πωλούνται μόνο από τα φαρμακεία. Θα πρέπει, κάτω από κάποιες ουσιαστικές προϋποθέσεις, κάποια από τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα να μπορεί να πωλούνται και από τα supermarkets. Επίσης, η τιμή τους δεν θα πρέπει να προσδιορίζεται με υπουργικές αποφάσεις. Ωστόσο, στη σημερινή συγκυρία ο κλάδος των φαρμακείων έχει υποστεί πολύ μεγάλες αλλαγές και δραστική – αν και απολύτως δικαιολογημένη – μείωση της αγοράς στην οποία λειτουργεί. Η δαπάνη του κράτους για φάρμακα θα μειωθεί το 2014 στα € 2,0 δις από € 5,5 δις. Τα 13.000 φαρμακεία που λειτουργούν στην Ελλάδα θα πρέπει να βρουν τη δυνατότητα να λειτουργήσουν στις νέες – δραστικά πιο δυσμενείς - συνθήκες, ενώ η προσαρμογή στον κλάδο θα πρέπει να γίνει με κατά το δυνατό περιορισμό του συνεπαγόμενου τεράστιου κόστους. ¨

    Στον τομέα του ψωμιού οι μεταρρυθμίσεις και η απελευθέρωση της αγοράς που έχει επιτευχθεί σήμερα είναι πραγματικά εντυπωσιακή σε σχέση με ότι ίσχυε λίγα χρόνια πριν και αυτό φαίνεται και από την Έκθεση του ΟΟΣΑ. Μπορεί πράγματι να υπάρχουν θέματα προστασίας του καταναλωτή και κάποιοι εναπομείναντες περιορισμοί, η σκοπιμότητα των οποίων είναι αμφισβητούμενη. Όσον αφορά την προστασία του καταναλωτή νομίζουμε ότι όποιος επαγγελματίας επιχειρεί να τον εξαπατήσει έχει ήδη υποστεί τις συνέπειες. Ο καταναλωτής το ξέρει πολύ καλά ότι η φραντζόλα που του πούλησε ο φούρναρης δεν είναι μισό κιλό, αλλά 360 γραμμάρια. Αν θέλει την αγοράζει, αν δεν θέλει δεν την αγοράζει. Σε 200 μέτρα υπάρχει άλλος φούρναρης. Ο τελευταίος που μπορεί να προστατέψει τον καταναλωτή σε αυτό το επίπεδο είναι η κυβέρνηση. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ελάχιστες προϋποθέσεις για να ιδρυθεί ένα αρτοποιείο. Όποιες και να είναι αυτές έχουν οδηγήσει στο να έχουμε περισσότερα αρτοποιεία ανά 1000 κατοίκους από οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου. Είναι πραγματικά ένδειξη απώλειας του μέτρου να ασχολούμαστε σήμερα με τα αρτοποιεία, τη στιγμή που ασκούνται πολιτικές (όπως, π.χ., η φορολογία της ακίνητης περιουσίας) που πραγματικά αφαιρούν πολλές ποσοστιαίες μονάδες από την αύξηση του ΑΕΠ της χώρας και απαγορεύουν την μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης αφού τόσο ο τομέας των συναλλαγών και των επενδύσεων σε ακίνητα όσο και όλοι οι τομείς της οικονομίας που επηρεάζονται από την αγορά ακινήτων παραμένουν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα λειτουργίας».

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ