07:30 10/09
Πώς η ανεξάρτητη Fed μπορεί να σώσει τις ΗΠΑ από την οικονομική κατάρρευση
Η αθέτηση πληρωμών χρέους, που κάποτε ήταν αδιανόητη, αποτελεί πλέον έναν πιθανό μακροπρόθεσμο κίνδυνο.
Του Νεκτάριου Νώτη
Τη θέση του χαρτοφυλακίου της στο ελληνικό χρηματιστήριο αυξάνει συνεχώς η Citigroup, η οποία σύμφωνα με τον αναλυτή της, Λάμπρο Παπαδόπουλο, βλέπει νέο ενδιαφέρον για την Ελλάδα, όχι όμως για τις τράπεζες.
Εκτίμησε μάλιστα ότι δεδομένου πως δεν έχει βρεθεί ακόμη λύση στο θέμα της μείωσης του δανεισμού, η κατά 18% άνοδος από τις αρχές του έτους είναι υπερβολική. Ωστόσο, απέδωσε την άνοδο της αγοράς
Η τράπεζα εξακολουθεί να προτιμά εξαγωγικές εταιρείες και εταιρείες με βάθος στην αξία τους. Υποστηρίζει πως μια πιθανή λύση στο θέμα της ρευστότητας θα βελτίωνε την εικόνα των τραπεζών και κάποιες θα μπορούσαν να υπεραποδώσουν.
Επισημαίνει πάντως ότι μια λύση για τη ρευστότητα (και όχι για τη μείωση του δανεισμού) δεν θα αλλάξει τα δύσκολα οικονομικά θεμελιώδη της Ελλάδας βραχυπρόθεσμα και οι ελληνικές τράπεζες (που αποτελούν το 40% της αγοράς) εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν πολλές προκλήσεις.
Οι αλλαγές στο φόρο των κερδών εκτιμάται ότι μπορεί να ωθήσουν τα κέρδη ανά μετοχή, σε κάποιες περιπτώσεις έως και το 40%, αλλά ο αντίκτυπος στο καθαρό μέρισμα ανά μετοχή θα είναι λιγότερο σημαντικός (στο 5%) αν οι επενδυτές δεν κάνουν χρήση των συμβάσεων διπλής φορολόγησης.
Οι πιο ωφελημένες από τις αλλαγές αυτές θεωρεί ότι είναι οι εταιρείες με πολύ υψηλό φορολογικό συντελεστή λόγω της πληρωμής μεγάλου μερίσματος και εντοπίζει τον ΟΠΑΠ και την Motor Oil.
Επίσης, αυτές που οδηγήθηκαν σε μειωμένα outratios λόγω της παλιάς φορολογίας, όπως η 3Ε, ο ΟΤΕ, η Motor Oil, η METKA, η EXAE και η Frigoglass και δυνητικά εταιρείες με πολύ υψηλό φορολογικό συντελεστή λόγω των μερισμάτων από τις θυγατρικές τους, όπως ο ΟΤΕ (συντελεστής 61% το 2010) και η Ελλάκτωρ (65%).
Ο κ. Παπαδόπουλος επισημαίνει ακόμα ότι η ελληνική αγορά στερείται βάθους και κυριαρχείται από τις τράπεζες και τις ΔΕΚΟ.
Η Citi παραμένει underweight για τις ελληνικές τράπεζες και πιο θετική για τις κυπριακές. Εκτιμά ότι είναι πολύ νωρίς να επενδύσει κανείς στις ελληνικές τράπεζες και ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα κορυφωθούν στο 15% το α’ εξάμηνο του 2012 αν η οικονομία αρχίσει να ανακάμπτει.
Σε ό,τι αφορά τις συγχωνεύσεις των τραπεζών τις βλέπει λιγότερες πιθανές από ό,τι πέρυσι, τονίζοντας ότι για να γίνουν απαιτείται εξυγίανση, δηλαδή πώληση περιουσιακών στοιχείων (ανέφερε την κίνηση της Eurobank στην Πολωνία) και μείωση κόστους. Την ίδια στιγμή ανέφερε πως θεωρεί επίσης πιο δύσκολο το σενάριο εξαγορών από ξένες τράπεζες.
Συμπερασματικά, σε ό,τι αφορά την ελληνική αγορά η Citi δηλώνει πιο θετική, σε σχέση με πριν από τρεις μήνες, προβληματισμένη για το γεγονός ότι η αγορά αποτιμά (5-10% από την άνοδο 18%) ότι θα δοθεί λύση στην κρίση χρέους το Μάρτιο, ενώ η στρατηγική για τους επόμενους 12 μήνες είναι:
- Καμία σύσταση αγοράς για ελληνικές τράπεζες και προτίμηση στις κυπριακές,
- Υπεραπόδοση δημόσιων επιχειρήσεων (ΟΠΑΠ με τιμή-στόχο τα 16,7 ευρώ και ΔΕΗ με τιμή-στόχο τα 25 ευρώ)
- Προτίμηση σε διεθνείς εταιρείες με πρόσβαση σε παγκόσμιες αγορές (Frigoglass με στόχο στα 12,5 ευρώ και ΜΕΤΚΑ στα 11,8 ευρώ)
- Επαναξιολόγηση για ομίλους λόγω των φορολογικών αλλαγών (ΟΤΕ 8 ευρώ)
- Πιθανή υπεραπόδοση μετοχών όπως ο Ελλάκτωρ (τιμή στα 7 ευρώ)
Σε ό,τι αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις, θεωρεί ότι ο στόχος πώλησης είναι εφικτός κάτω από τις σωστές προϋποθέσεις και εκτιμά ότι τα 50 δισ. ευρώ είναι μεγάλο νούμερο.
Τονίζει ότι πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι το νομοθετικό πλαίσιο δεν θα αλλάξει μετά την όποια πώληση και ότι η κυβέρνηση πρέπει να ξεκαθαρίσει τι θα πωλήσει και τι όχι. Επίσης, χαρακτηρίζει λάθος τις σημερινές αποτιμήσεις για να πωληθούν οι δημόσιες επιχειρήσεις.
Σε ό,τι αφορά τα δημόσια οικονομικά, εκτίμησε ότι η Ελλάδα θα ξαναβγεί στις αγορές όταν το yield υποχωρήσει στο 6-7%, θεωρεί ότι πρέπει να διαμορφωθεί το πλαίσιο μείωσης του δανεισμού και βλέπει ως πιο βέβαια λύση την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των 110 δισ. ευρώ, αν και τονίζει ότι το ιδανικό θα ήταν να αυξηθούν σημαντικά τα διαθέσιμα χρήματα για τη στήριξη των χωρών μελών.