19:18 09/11
ΗΠΑ: Το Ιράν έστειλε 1 δισ. δολάρια στη Χεζμπολάχ
Ένα "παράθυρο ευκαιρίας" στον Λίβανο για να μειώσει τη χρηματοδότηση της οργάνωσης.
Στο 1,5% θα περιοριστεί ο δυνητικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης το 2011 από 3.0%, κατά μέσο όρο, την περίοδο 2000-2008, ως συνέπεια της συρρίκνωσης της παραγωγικής βάσης της οικονομίας.
Παράλληλα, σύμφωνα με έκθεση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, θα παραμείνει χαμηλός εάν δεν αυξηθεί η αποδοτικότητα της ελληνικής οικονομίας μέσω διαρθρωτικών αλλαγών, καθώς ο μεσοπρόθεσμος μέσος ρυθμός αύξησης της απασχόλησης (2011-2015) θα υπολείπεται του μ.ο. της προηγούμενης δεκαετίας (+0.8% έναντι 1.4% την περίοδο 2000-2008, μη συμπεριλαμβανομένης της επίδρασης της αδήλωτης εργασίας), ενώ το ποσοστό επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στο ΑΕΠ θα ανακάμψει προς το μακροχρόνιο μέσο όρο του 19½ % (συγκριτικά με 23½ % κατά μ.ο. μεταξύ 2000-2008).
Η εντεινόμενη κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας συνεπάγεται ένα σημαντικό βραχυπρόθεσμο κόστος για την ελληνική οικονομία σε όρους απώλειας παραγωγικού δυναμικού η οποία αντικατοπτρίζεται στην αναμενόμενη σωρευτική μείωση της απασχόλησης (κατά 6-7 % την τριετία 2009-2011) και της επένδυσης ως ποσοστού στο ΑΕΠ από (21 σε 14½ το 2011).
Ειδικότερα, η μεγάλη πρόκληση για την ελληνική οικονομία -- και βασική πηγή αμφιβολιών για αυτούς που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό της ελληνική προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης – είναι η επανάκαμψη του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης σε ένα επίπεδο υψηλότερο του 2,5%, το οποίο αποτελεί αναγκαία συνθήκη για μία βιώσιμη πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών και ειδικά του δημοσίου χρέους.
Η οικονομική ανάκαμψη θα πρέπει να συντελεστεί σε ένα περιβάλλον πολύ λιγότερο φιλικό συγκριτικά με την προηγούμενη δεκαετία. Συγκεκριμένα, οι εξαιρετικά ευνοϊκές μακροοικονομικές και χρηματοδοτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν με την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ σε συνδυασμό με το ευνοϊκό διεθνές οικονομικό περιβάλλον (τουλάχιστον κατά την περίοδο 2003-2007) και τη διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων εξασφάλισαν έναν ισχυρό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης βασισμένο σχεδόν αποκλειστικά στην εγχώρια ζήτηση και όχι στις εξαγωγές.
Ο υψηλός ρυθμός αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας όμως δε συνοδεύτηκε από μία αναδιάρθρωση του υποδείγματος οικονομικής ανάπτυξης καθώς η στρεβλή δομή των κινήτρων σε επιχειρηματικό επίπεδο ανατροφοδοτήθηκε από τις εμφανείς ανεπάρκειες του δημόσιου τομέα και αυτό αντανακλάται στη σημαντική διεύρυνση των μακροοικονομικών ανισορροπιών (δημοσιονομικό έλλειμμα, έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών).
Ως εκ τούτου, η ελληνική οικονομία αποδείχθηκε εξαιρετικά ευάλωτη στην κυκλική κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία ξεκίνησε με έναυσμα τη διεθνή οικονομική κρίση, συνεχίστηκε με ταχεία μείωση της εγχώριας ζήτησης -- η οποία συνοδεύτηκε από επιβράδυνση της συσσώρευσης κεφαλαίου και σταδιακή μείωση της απασχόλησης -- αναδεικνύοντας το πλήρες μέγεθος των ανισορροπιών της οικονομίας. Οι δημοσιονομικές ανισορροπίες μεγεθύνθηκαν σε πρωτοφανές επίπεδο λόγω της εξαιρετικά δυσμενούς επανεκτίμησης του πιστωτικού κινδύνου της χώρας από τις αγορές που επιδείνωσε δραματικά τις συνθήκες χρηματοδότησης του ελληνικού δημοσίου (μέχρι την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης), και κατ’επέκταση των τραπεζών, με αποτέλεσμα οι πιστωτικές συνθήκες για τον ιδιωτικό τομέα να γίνουν δυσχερέστερες και οι υφεσιακές πιέσεις να γίνουν αυτοτροφοδοτούμενες.
Βασικές συνιστώσες αύξησης της εγχώριας προστιθέμενης αξίας και της απασχόλησης την τελευταία δεκαετία, και αποδέκτες ενός σημαντικού ποσοστού –του φαινομενικά υψηλού συνολικού επιπέδου επενδύσεων στην ελληνική οικονομία – ήταν κλάδοι οι οποίοι, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, έχουν μικρή επίδραση στην οικονομική αποτελεσματικότητα και την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας. Κύρια παραδείγματα αποτελούν ο τομέας λιανικών και χονδρικών πωλήσεων, οι κατασκευές (κυρίως το σκέλος των οικιστικών κατασκευών και των εγκαταστάσεων επιχειρήσεων) και οι υπηρεσίες χαμηλής προστιθέμενης αξίας προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Οι προαναφερόμενοι κλάδοι επωφελούμενοι από την ισχυρή εγχώρια ζήτηση, τη μικρή έκθεση στον ανταγωνισμό από το εξωτερικό και τις χρόνιες διαρθρωτικές ακαμψίες στη λειτουργία των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών στην Ελλάδα, εξασφάλισαν ικανοποιητικά περιθώρια κέρδους. Πράγματι, το περιθώριο κέρδους στον κλάδο του λιανικού και χονδρικού εμπορίου σε κλαδικό επίπεδο ανερχόταν την τελευταία δεκαετία σε σχεδόν 10% συγκριτικά με 5,7% για την ευρωζώνη. Ωστόσο, ο μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων και μεσαζόντων στον ίδιο κλάδο – όπου ο συνολικός κύκλος εργασιών σαν ποσοστό του ΑΕΠ ήταν κατά 1,7 φορές υψηλότερος στην Ελλάδα -- περιόριζε το μέσο κέρδος ανά επιχείρηση σε επίπεδο 65% χαμηλότερο από την ευρωζώνη.
Παράλληλα συνετέλεσε στη διαιώνιση μιας επιχειρηματικής διάρθρωσης, σε όλους τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, βασισμένης κατά συντριπτικό ποσοστό σε πολύ μικρές επιχειρήσεις (το μέσο μέγεθος της μέσης ελληνικής επιχείρησης είναι 80% μικρότερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης σε όρους απασχολούμενων ατόμων). Η ιδιόμορφη αυτή διάρθρωση δε συναντάται σε αυτή την έκταση ούτε σε χώρες ούτε σε τμήματα χωρών με παρόμοια επιχειρηματικά χαρακτηριστικά με την Ελλάδα όπως η Πορτογαλία ή η Ν. Ιταλία.
Είναι επίσης σημαντικό να τονισθεί ότι οι προαναφερόμενοι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας -- οι οποίοι στόχευαν στην εγχώρια κατανάλωση -- όπως επίσης και ο κλάδος της μεταποίησης, χαρακτηρίζονταν από ένα υψηλό βαθμό εξάρτησης από εισαγωγές με συνέπεια να συνιστούν βασικούς υπαίτιους της διεύρυνσης των εξωτερικών ανισορροπιών της χώρας.
Η δημιουργία και επιβίωση αυτών των επιχειρήσεων αντανακλά τις γενικότερες στρεβλώσεις που χαρακτηρίζουν το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα, οι περισσότερες εκ των οποίων πηγάζουν από την ανεπάρκεια και τις παρεμβάσεις των κρατικών πολιτικών. Η γραφειοκρατία (π.χ. πολύπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης) και οι εκτεταμένοι διοικητικοί περιορισμοί συντήρησαν ένα περιβάλλον ανεπαρκούς ανταγωνισμού, σε συγκεκριμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών που σε συνδυασμό με τα ευρύτερα περιθώρια φοροδιαφυγής και αποτέλεσαν βασικές αιτίες επιβίωσης αυτής της αναποτελεσματικής επιχειρηματικής διάρθρωσης.
Κατά συνέπεια οι φτωχές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας σε όρους οικονομικής αποτελεσματικότητας (όπως μετράται από το μερίδιο του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης που δεν ερμηνεύεται από την αύξηση των παραγωγικών συντελεστών κεφάλαιο και εργασία) και ανταγωνιστικότητας, αντανακλούν κυρίως τη συνδυασμένη επίδραση των παραπάνω παραγόντων και σε πολύ μικρότερο βαθμό τις απώλειες σε όρους ανταγωνιστικότητας κόστους (οι οποίες ακολούθησαν τάση όχι πολύ υψηλότερη από το μέσο όρο της ευρωζώνης εκτός της Γερμανίας). Πράγματι, παρά τον ισχυρό ρυθμό αύξησης των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και την ικανοποιητική αύξηση της απασχόλησης (ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη οι ώρες απασχόλησης και η επίδραση της αδήλωτης εργασίας) η οικονομική αποτελεσματικότητα της παραγωγής υπολείπονταν σημαντικά του μέσου όρου της ευρωζώνης. Η Δ/ση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ εκτιμά ότι η οικονομική αποτελεσματικότητα συνεισέφερε λιγότερο από 30% -- συγκριτικά με 60% που συνεισέφεραν μαζί κεφάλαιο και εργασία -- στη σωρευτική αύξηση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης μεταξύ 1999 και 2008.
Η τριετής ύφεση που αναμένεται τελικά να βιώσει η ελληνική οικονομία και η οποία συνοδεύεται από σημαντική κάμψη στο επίπεδο εγχώριας ζήτησης αλλά και σε αλλαγή της διάρθρωσής της, έχει θέσει ήδη σε κίνηση τη διαδικασία του οικονομικού μετασχηματισμού.
Η συνεισφορά των κλάδων που αποτέλεσαν βασικούς τροφοδότες της οικονομικής δραστηριότητας (βλ. λιανικό χονδρικό εμπόριο, κατασκευές και βασικές υπηρεσίες προς εγχώρια νοικοκυριά και επιχειρήσεις) συρρικνώνεται και αναμένεται να διαφοροποιηθεί προς περισσότερο εξωστρεφείς δραστηριότητες. Κλάδοι που θα μπορούσαν να αναδειχθούν σε βασικά συστατικά ενός πιο εξωστρεφούς και βιώσιμου αναπτυξιακού υποδείγματος για την ελληνική οικονομία. (βλ. επόμενη παράγραφο) είναι: i) οι μεταφορές (και κυρίως η ναυτιλία που ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετία αποτέλεσε τον πλέον ταχέως αναπτυσσόμενο εξωστρεφή κλάδο της ελληνικής οικονομίας), ii) οι τουριστικές δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας εκτός του εννοούμενου παραδοσιακού πλαισίου της τουριστικής οικονομίας (λ.χ αγορά σπιτιών από μη κατοίκους, τουρισμός πολυτελείας), iii) κλάδοι συνδεόμενοι με την ανανεώσιμη ενέργεια, iv) ποιοτικοί κλάδοι της πρωτογενούς παραγωγής (π.χ. ιχθυοκαλλιέργειες), και τέλος v) ο τομέας της εκπαίδευσης.
Προαπαιτούμενο σε αυτή τη διαδικασία είναι ο έγκαιρος μετασχηματισμός του μακροοικονομικού και μικροοικονομικού πλαισίου ώστε να μην αποτελούν τροχοπέδη στην ανάληψη υγιούς επιχειρηματικής δραστηριότητας και να διευκολύνουν τη βέλτιστη κατανομή των παραγωγικών πόρων προς τις πλέον αποδοτικές και όχι τις πλέον βολικές χρήσεις τους.
Βασική προτεραιότητα είναι η ανάκτηση της δημοσιονομικής ισορροπίας και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα. Ως εκ τούτου, η μείωση της φοροδιαφυγής, η βέλτιστη διαχείριση των κρατικών δαπανών, ώστε να μη συντηρούν μη-παραγωγικές δραστηριότητες, και η εξασφάλιση ενός υγιούς, ρυθμιστικού και όχι παρεμβατικού ρόλου του κράτους, θα παράσχουν από μόνα τους σημαντική αναπτυξιακή ώθηση περιορίζοντας τη χρηματοδοτική εκτόπιση και τη στρέβλωση των επιχειρηματικών κινήτρων για τον ιδιωτικό τομέα.
Η προώθηση των διαρθρωτικών μεταβολών με άρση των διοικητικών εμποδίων και θεσμικών ανεπαρκειών, η επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης (συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών υποθέσεων) και κυρίως η προσαρμογή της λειτουργίας της αγοράς εργασίας καθώς και του εκπαιδευτικού συστήματος στις απαιτήσεις της συγκυρίας , αλλά κυρίως στις απαιτήσεις του μέλλοντος, αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την ανάκτηση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας.