Συνεχης ενημερωση

    Δευτέρα, 29-Δεκ-2025 00:02

    Χρηματοδοτούν οι τράπεζες την πραγματική οικονομία;

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Το ερώτημα αν οι τράπεζες χρηματοδοτούν ικανοποιητικά την πραγματική οικονομία επανέρχεται συχνά πυκνά στον δημόσιο διάλογο. Συνήθως τίθεται με όρους εντυπώσεων. Λιγότερο συχνά εξετάζεται με βάση τα δεδομένα. Κι όμως, οι αριθμοί υπάρχουν και, όταν διαβαστούν σωστά, δίνουν μια πιο καθαρή εικόνα από τη συνήθη αντιπαράθεση συνθημάτων.

    Ας ξεκινήσουμε από τον βασικό δείκτη που χρησιμοποιείται διεθνώς για να αποτιμηθεί η σχέση τραπεζών και οικονομίας: το απόθεμα πίστωσης προς τον ιδιωτικό τομέα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Πρόκειται για ένα απλό κλάσμα. Στο αριθμητή βρίσκονται όλα τα δάνεια που έχουν χορηγήσει οι τράπεζες σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Στον παρονομαστή το συνολικό προϊόν της οικονομίας. Ο δείκτης αυτός δεν δείχνει αν τα δάνεια "είναι καλά ή κακά". Δείχνει όμως πόσο βαθιά ενσωματωμένη είναι η τραπεζική πίστωση στη λειτουργία της οικονομίας.

    Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό βρίσκεται σήμερα κοντά στο 48,5% του ΑΕΠ. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο αντίστοιχος δείκτης κινείται περίπου στο 75%. Η απόσταση είναι μεγάλη και δεν επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Η ελληνική οικονομία λειτουργεί με σαφώς χαμηλότερη τραπεζική μόχλευση από την ευρωπαϊκή. Όχι επειδή οι τράπεζες είναι υπερβολικά αυστηρές σήμερα, αλλά επειδή το τραπεζικό αποτύπωμα συρρικνώθηκε δραματικά την προηγούμενη δεκαετία της κρίσης και δεν έχει ακόμη επανέλθει σε πιο "φυσιολογικά" επίπεδα.

    Η δεύτερη χρήσιμη μέτρηση αφορά τη ροή και όχι το απόθεμα, δηλαδή τον ρυθμό με τον οποίο αυξάνεται ή μειώνεται η χρηματοδότηση. Εκεί η εικόνα αλλάζει. Την τελευταία τριετία, η μέση ετήσια πιστωτική επέκταση στην Ελλάδα κινήθηκε γύρω στο 8–9%, έναντι 2–3% στην Ευρωζώνη, ενώ στα επιχειρηματικά δάνεια η απόκλιση ήταν ακόμη μεγαλύτερη, με ρυθμούς της τάξης του 13–15% στην Ελλάδα και μόλις 2–3% στην Ευρωζώνη. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες σήμερα ανοίγουν τη στρόφιγγα. Όχι όμως οριζόντια, αλλά στοχευμένα.

    Αυτή η αντίφαση –χαμηλό απόθεμα πίστωσης αλλά υψηλή τρέχουσα αύξηση– είναι κεντρική για να κατανοήσει κανείς τι πραγματικά συμβαίνει. Οι ελληνικές τράπεζες δεν αρνούνται τη χρηματοδότηση. Την αναδημιουργούν από χαμηλή βάση. Και το κάνουν με όρους διαφορετικούς από το παρελθόν: λιγότερη πίστωση κατανάλωσης, περισσότερη πίστωση σε επιχειρήσεις, επενδύσεις και έργα με μετρήσιμη προοπτική. Το ερώτημα είναι αν την αναδημιουργούν με τον ρυθμό που επιτρέπει η συγκυρία ή με τον ρυθμό που επιβάλλει η εσωτερική τους άνεση.

    Το ερώτημα όμως δεν τελειώνει εδώ. Η πραγματική οικονομία δεν είναι ενιαία. Έχει κλάδους με διαφορετικές ανάγκες και διαφορετική πρόσβαση. Ο αγροτικός τομέας, που βρίσκεται το στο επίκεντρο της τελευταίες εβδομάδες, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αν και συνεισφέρει περίπου 3,5% στο ελληνικό ΑΕΠ, στηρίζεται ελάχιστα στην τραπεζική πίστωση. Η χρηματοδότησή του βασίζεται κυρίως σε επιδοτήσεις, ενισχύσεις και ίδια κεφάλαια. Οι τράπεζες συμμετέχουν, αλλά συμπληρωματικά. Αυτό δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα. Συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη, αλλά στην Ελλάδα, το φαινόμενο είναι πιο έντονο. Πιθανότατα λόγω των… πυροβολισμών που έχουν δεχθεί παλαιότερα οι τράπεζες από αγρότες με αποτέλεσμα, σωστά, να τηρούν σημαντικά αυστηρότερα κριτήρια.

    Αυτό μας οδηγεί στον πυρήνα του ζητήματος. Ο ρόλος των τραπεζών δεν είναι να αντικαθιστούν το κράτος, τις επιδοτήσεις ή την επιχειρηματική πρωτοβουλία. Είναι να κατευθύνουν κεφάλαια εκεί όπου υπάρχει βιώσιμη ζήτηση, επενδυτικό σχέδιο και δυνατότητα αποπληρωμής. Με αυτή τη στενή, αλλά ουσιαστική έννοια, οι τράπεζες σήμερα χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν.

    Αν όμως το ερώτημα τίθεται με πιο πολιτικούς όρους, αν δηλαδή αναρωτιόμαστε γιατί η πίστωση δεν "φαίνεται" παντού, η απάντηση είναι διαφορετική. Η ελληνική οικονομία παραμένει αξιοσημείωτα λιγότερο χρηματοδοτούμε από το τραπεζικό σύστημα, συγκριτικά με την ευρωπαϊκή. Όχι επειδή οι τράπεζες δεν κάνουν τη δουλειά τους, αλλά επειδή το παραγωγικό μοντέλο, το μέγεθος των επιχειρήσεων και η διάρθρωση της ζήτησης περιορίζουν το εύρος της τραπεζικής διαμεσολάβησης.

    "Δηλαδή δεν υπάρχει πρόβλημα;". Υπάρχει. Και δεν αφορά την απουσία ρευστότητας, αλλά την ταχύτητα και τα ουσιαστικά κριτήρια επιλογής. Όταν, για παράδειγμα, στις αρχές του έτους ένα τμήμα πιστώσεων αρνείται να αξιολογήσει μια μικρομεσαία επιχείρηση με βάση το προσωρινό κλείσιμο ισολογισμού και επιμένει στον αναρτημένο, η χρηματοδότηση μετατίθεται κατά πέντε μήνες. Στην καλύτερη περίπτωση. Το αποτέλεσμα δεν είναι λογιστικό. Είναι καθυστέρηση επενδύσεων, αναβολή αποφάσεων και, τελικά, χαμηλότερη παραγωγικότητα και ανάπτυξη για την οικονομία συνολικά.

    Με απλά λόγια, οι τράπεζες σήμερα κάνουν αυτό που τους αναλογεί μέσα στο πλαίσιο που υπάρχει και το οποίο μπορεί να βελτιωθεί. Αλλά εάν αυτό αρκεί για να επιταχυνθεί η ανάπτυξη, δεν αποτελεί μόνο τραπεζικό ζήτημα. Είναι ζήτημα οικονομικής δομής, επενδυτικού περιβάλλοντος και πολιτικών επιλογών. Κι εκεί, η ευθύνη μοιράζεται πολύ ευρύτερα από τα credit control και τους ισολογισμούς των τραπεζών. 

    Πέτρος Λάζος
    petros.lazos@capital.gr 

     

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ