08:48 06/09
Το Πεντάγωνο στέλνει 10 μαχητικά στην Καραϊβική - CNN: Πλήγματα κατά των καρτέλ μέσα στο έδαφος της Βενεζουέλας ετοιμάζει ο Τραμπ
Μαδούρο: Καμία πολιτική διαφορά δεν δικαιολογεί στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ.
Η συμφωνία δασμών μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών που ανακοινώθηκε την περασμένη Κυριακή, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως συνιστά επιτυχία. Είναι μια αναβολή της κρίσης, με τους όρους της Ουάσιγκτον. Οι ΗΠΑ διατηρούν δασμούς 15% στα περισσότερα ευρωπαϊκά προϊόντα, ποσοστό τριπλάσιο ή και τετραπλάσιο σε σχέση με τα προηγούμενα επίπεδα, τα οποία κυμαίνονταν γύρω στο 4% κατά μέσο όρο. Οι ευρωπαϊκές εξαγωγές επιβαρύνονται, η ανταγωνιστικότητα περιορίζεται, η ανισότητα μονιμοποιείται. Και όλα αυτά χωρίς να επιβληθεί ανάλογο κόστος στα αμερικανικά προϊόντα που εισάγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο δασμός 50% στον χάλυβα και το αλουμίνιο παραμένει άθικτος. Δεν υπάρχει καμία αντιστάθμιση, καμία εξισορρόπηση.
Υπάρχουν μεμονωμένες εξαιρέσεις: μηδενικοί δασμοί σε γενόσημα, σε εξαρτήματα αεροσκαφών, σε επιλεγμένα χημικά και σε κρίσιμες πρώτες ύλες. Εξαίρεση που ξεχωρίζει (μακράν και με έντονη… λάμψη) ωστόσο, είναι η μείωση των δασμών στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα από 25% σε 15%. Πρόκειται για διευκόλυνση που δεν περνά απαρατήρητη, ούτε ως προς τη συγκυρία ούτε ως προς το ποιον εξυπηρετεί. Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία αποκομίζει δυσανάλογο όφελος σε μια συμφωνία η οποία κατά τα λοιπά επιβαρύνει τους περισσότερους. Τα υπόλοιπα κράτη-μέλη μένουν να πληρώνουν το τίμημα μιας συνεννόησης, της οποίας τα οφέλη συγκεντρώνονται αλλού.
Η επικοινωνιακή διαχείριση επιδεινώνει την εικόνα. Η αμερικανική πλευρά έσπευσε να εμφανίσει τις ευρωπαϊκές προθέσεις για επενδυτική και ενεργειακή συνεργασία ως δεδομένες δεσμεύσεις: 750 δισεκατομμύρια δολάρια για ενέργεια και 600 δισεκατομμύρια για επενδύσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγκάστηκε να το διαψεύσει. Δεν υπάρχει καμία νομική υποχρέωση. Δεν υπάρχει συμφωνία, δεν υπάρχει συμφωνημένο ποσό, δεν υπάρχει κατανομή. Μόνο αόριστες δηλώσεις προθέσεων, που διογκώθηκαν για εσωτερική κατανάλωση στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Δεν είναι η πρώτη φορά που επαναλαμβάνεται το ίδιο μοτίβο. Η Ουάσιγκτον πιέζει και οι Βρυξέλλες υποχωρούν. Μετά αμφότερες οι πλευρές φροντίζουν να παρουσιάσουν την εξέλιξη ως κοινή νίκη. Το ανησυχητικό όμως δεν είναι ότι έγινε συμφωνία υπό πίεση. Είναι ότι υιοθετήθηκε αδιαμαρτύρητα, σχεδόν πρόθυμα.
Η στάση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αποτυπώνει αυτή την αντίφαση και προκαλεί απορίες. Δεν τέθηκαν όροι. Δεν τέθηκε ζήτημα αμοιβαιότητας. Δεν διατυπώθηκε ούτε καν αντίλογος. Χαιρετίστηκε μια εμφανώς άνιση συμφωνία ως νέα φάση σταθερότητας. Το αφήγημα των Ηνωμένων Πολιτειών έγινε αυτόματα και αφήγημα της Ευρώπης. Και η ευνοϊκή μεταχείριση συγκεκριμένων εξαγωγικών τομέων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιμετωπίστηκε ως τεχνική λεπτομέρεια. Ίσως επειδή, σε ορισμένους κύκλους, δεν θεωρήθηκε καν πρόβλημα.
Κι εδώ τίθεται το ουσιώδες ερώτημα. Μπορεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να μιλά στο όνομα των κοινωνιών και των επιχειρήσεων της Ευρώπης όταν αποδέχεται όρους που ζημιώνουν μόνο κάποιες από αυτές επιλεκτικά; Μπορεί να εκπροσωπεί την ευρωπαϊκή βάση όταν σιωπά μπροστά στην οικονομική υποχώρηση και εξαντλείται σε δηλώσεις καλών προθέσεων; Ή έχουμε πλέον περάσει σε ένα στάδιο όπου η εκπροσώπηση περιορίζεται στη διατήρηση προσχήματος αξιοπιστίας απέναντι στους ισχυρούς;
Η συμφωνία αυτή, έτσι όπως συντελέστηκε και όπως παρουσιάστηκε, δεν είναι μόνο προβληματική ως προς το περιεχόμενο. Είναι ακόμη πιο προβληματική ως προς το προηγούμενο που δημιουργεί. Διότι αν η πρόθεση ερμηνεύεται ως δέσμευση, αν η υποχώρηση παρουσιάζεται ως σταθερότητα και αν οι θεσμοί παρουσιάζουν την ανισότητα ως ισορροπία, τότε τι ακριβώς θα διαπραγματευτεί η Ευρώπη την επόμενη φορά; Με ποιο περιθώριο, με ποια γραμμή άμυνας και κυρίως με ποια πολιτική βούληση;
Πέτρος Λάζος
petros.lazos@capital.gr