23:09 05/09
Πτώση στη Wall μετά τα στοιχεία για την απασχόληση
Στην εβδομάδα, ο S&P 500 κέρδισε 0,33%, ο Nasdaq σημείωσε άνοδο 1,14% και ο Dow υποχώρησε 0,32%.
Καθώς πλησιάζει η 1η Αυγούστου, η νέα διορία που έθεσε ο Ντόναλντ Τραμπ για την επίτευξη εμπορικών συμφωνιών υπό αμερικανικούς όρους, οι πιέσεις στους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ κλιμακώνονται, αλλά με μια παράξενη και ιδιόμορφη επιλεκτικότητα. Παρά τις σαφείς απειλές νέων δασμών κατά 14 χωρών, η Ευρωπαϊκή Ένωση απουσιάζει από τη λίστα των "υπό τιμωρία" κρατών. Και παρότι η ημερομηνία αυτή δηλώνεται ως καταληκτική, ο ίδιος φροντίζει να αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο ευελιξίας, αποδυναμώνοντας εκ των προτέρων το τελεσίγραφο. Ενδεικτική αυτής της τακτικής είναι η προειδοποίηση για δασμούς Τραμπ ύψους 25% σε προϊόντα από Ιαπωνία και Νότια Κορέα· μέτρο δυσανάλογα αυστηρό για χώρες που αποτελούν στρατηγικούς συμμάχους των ΗΠΑ στην Ασία.
Η αβεβαιότητα που δημιουργείται από τις συνεχείς παρατάσεις, τις απειλές χωρίς συνέπεια και τις ελλιπείς διευκρινίσεις έχει ήδη αρχίσει να πλήττει την επενδυτική εμπιστοσύνη τόσο εντός των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και στους κύριους, διεθνείς εμπορικούς εταίρους τους. Την ίδια στιγμή, η καθυστέρηση εφαρμογής των δασμών επιτρέπει στις επιπτώσεις τους να διαχέονται σταδιακά στις τιμές καταναλωτή, καθιστώντας τις συνέπειες λιγότερο ορατές μεν, αλλά εξίσου πραγματικές. Ο μέσος συντελεστής δασμών στις ΗΠΑ έχει σχεδόν πενταπλασιαστεί σε σχέση με το 2020 και, αναπόφευκτα, αυτή η αύξηση μεταφράζεται σε πληθωριστική πίεση.
Οι οικονομικές προβολές για τους επόμενους μήνες ενσωματώνουν ήδη την εκτίμηση ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ θα κινηθεί ανοδικά. Από το 2,4% του Μαΐου, αναμένεται να φτάσει το 3,2% το τρίτο τρίμηνο και το 3,4% στο τέλος του 2025. Η άνοδος αυτή, αποτέλεσμα της προστατευτικής πολιτικής των δασμών, είναι πιθανότερο να αναδειχθεί σε επιχείρημα υπέρ της εξεύρεσης συμβιβαστικών λύσεων, παρά εργαλείο πολιτικής ισχύος. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν ο Τραμπ σκοπεύει πραγματικά στο τέλος να επιδιώξει συμφωνίες ή απλώς να κλιμακώσει ένα σύστημα οικονομικού εκβιασμού με επικοινωνιακό περιτύλιγμα και στόχους.
Στο ευρωπαϊκό μέτωπο, οι διαπραγματεύσεις για συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ φαίνεται να επιταχύνονται. Υπάρχουν πληροφορίες για πρόοδο, αλλά και σοβαρές ενδείξεις ότι ορισμένα κρίσιμα εμπόδια παραμένουν. Η ΕΕ δείχνει διατεθειμένη να αποδεχθεί ως αμετακίνητο τον βασικό δασμό 10% των ΗΠΑ και να αναζητήσει περιορισμένες εξαιρέσεις (π.χ. στα προϊόντα της αεροπορικής βιομηχανίας) ώστε να περιοριστεί η συνολική επιβάρυνση στις ευρωπαϊκές εξαγωγές. Σε αντάλλαγμα, προτείνει διευκολύνσεις για τις αμερικανικές εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων και άνοιγμα αγορών σε ενεργειακά και αμυντικά αγαθά.
Η διαπραγμάτευση, βέβαια, δεν εξελίσσεται σε ευνοϊκό ή έστω ανεπηρέαστο περιβάλλον. Οι εσωτερικές διαιρέσεις στην ΕΕ, με τη Γερμανία και το βόρειο μπλοκ να προωθούν συμβιβασμό, ενώ η Γαλλία και κράτη της Νότιας Ευρώπης υιοθετούν μια σκληρότερη στάση, επιβραδύνουν την τελική σύγκλιση. Το ίδιο ισχύει και για την αμερικανική πλευρά, όπου επικρατεί ανάλογη ασυμφωνία μεταξύ γεωοικονομικής στρατηγικής και εσωτερικών πολιτικών προτεραιοτήτων.
Εάν προκύψει συμφωνία, το πιθανότερο είναι να κινηθεί γύρω από έναν συνδυασμό βασικού δασμού 10% και περιορισμένων επιβαρύνσεων σε ειδικές κατηγορίες, πλαισιωμένο από αμοιβαίες εμπορικές παραχωρήσεις. Τα αντίμετρα της ΕΕ, αν υπάρξουν, δεν αναμένεται να έχουν ουσιαστικό χαρακτήρα αλλά κυρίως επικοινωνιακή στόχευση — ενδεχομένως στραμμένα σε εμβληματικά προϊόντα. Η ρητορική περί αντιποίνων μάλλον θα παραμείνει ρητορική.
Από πολιτικής άποψης, το αφήγημα "νίκης" του Τραμπ θα είναι εύκολο να διατυπωθεί. Αλλά το τίμημα θα το επωμιστούν τελικά οι Αμερικανοί καταναλωτές, με αυξανόμενο κόστος ζωής, μειωμένες επιλογές και εντεινόμενη αβεβαιότητα στην αγορά. Το ζητούμενο δεν είναι αν η ΕΕ θα πετύχει τεχνική συμφωνία μέχρι την 1η Αυγούστου, αλλά αν ο πυρήνας της στρατηγικής Τραμπ βασίζεται στην επιδίωξη συμφωνιών ή σε συνειδητό αναβρασμό για εσωτερική κατανάλωση.
Σε αυτό το περιβάλλον, η οικονομία της Ευρωζώνης παράγει αντιφατικά σήματα. Η αναπτυξιακή έκπληξη του πρώτου τριμήνου, με αύξηση 0,6% στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης και έκρηξη εξαγωγών προς τις ΗΠΑ κατά 26,6%, δημιουργεί μια προσωρινή εικόνα ανθεκτικότητας. Ωστόσο, οι στατιστικές ιδιορρυθμίες, κυρίως λόγω Ιρλανδίας και οι αρνητικές επιδράσεις των δασμών προοιωνίζουν αισθητή εξασθένηση από το δεύτερο τρίμηνο και μετά. Η δυναμική μπορεί να αντιστραφεί μόνον εφόσον υπάρξει εκτόνωση των εμπορικών εντάσεων και αξιοποίηση των δημοσιονομικών και νομισματικών μέτρων στήριξης, κυρίως στη Γερμανία.
Αντίθετα, ένα σενάριο εμπορικής κλιμάκωσης το καλοκαίρι πιθανόν θα καθυστερήσει την επανεκκίνηση της οικονομίας ως τις αρχές του 2026. Και τούτο, όχι λόγω αδυναμίας των εργαλείων, αλλά λόγω αβεβαιότητας για το αν οι πολιτικές Τραμπ εντάσσονται σε κάποιο αναγνωρίσιμο γεωοικονομικό σχέδιο ή λειτουργούν αποκλειστικά με όρους μικροπολιτικής διαχείρισης.
Διότι πώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι, ενώ η Κίνα παρουσιάζεται ως ο κύριος γεωπολιτικός αντίπαλος των ΗΠΑ, η Ουάσιγκτον σπεύδει να επιβάλει δασμούς σε συμμάχους όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα; Ποια στρατηγική βάθους μπορεί να στηρίζεται στη διατάραξη των συμμαχιών που καλούνται να αντισταθμίσουν την κινεζική επιρροή; Και τελικά, πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ένας προστατευτισμός τύπου Τραμπ, που περισσότερο μοιάζει με οικονομικό αυτοσχεδιασμό παρά με στρατηγικό σχέδιο;
Πέτρος Λάζος
petros.lazos@capital.gr