Το Σάββατο συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, ίσως το πιο πολωτικό και θεσμικά ασταθές γεγονός της ελληνικής κρίσης, με βαριές πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις που παραμένουν ανοιχτές. Μία διαδικασία που παραμένει σημείο αναφοράς για τον τρόπο άσκησης της πολιτικής εξουσίας από την Αριστερά και τη λειτουργία των θεσμών στη σύγχρονη Ελλάδα. Παρότι η επίσημη αφορμή του ήταν η έγκριση ή απόρριψη ενός τεχνικού κειμένου συμφωνίας, ουσιαστικά προκλήθηκε με στόχο να λάβει χαρακτήρα πολιτικής κρίσης, με σημαντικές συνέπειες στη θεσμική σταθερότητα και τη δημόσια διοίκηση.
Το ίδιο το ερώτημα του δημοψηφίσματος διατυπώθηκε σκόπιμα με ασάφεια και υψηλό βαθμό τεχνικής πολυπλοκότητας. Η προετοιμασία υπήρξε ελλιπής: περιορισμένος δημόσιος διάλογος, σύντομος χρόνος ενημέρωσης και περιβάλλον υψηλής οικονομικής και κοινωνικής αβεβαιότητας. Η απόφαση της κυβέρνησης να το προκηρύξει εν μέσω διαπραγματεύσεων, χωρίς επαρκή θεσμική προετοιμασία, ανέδειξε την απουσία σταθερών και έγκυρων διαδικασιών για την άσκηση άμεσης δημοκρατίας.
Το αποτέλεσμα, ένα σαφές "όχι", ανετράπη στην πράξη με την περιβόητη "kolotoumba” του Ιουλίου 2015, όταν η κυβέρνηση αποδέχθηκε τελικά τη Συμφωνία της 12ης Ιουλίου και οδήγησε τη χώρα σε ένα τρίτο μνημόνιο. Χωρίς ενδιάμεση πολιτική ή θεσμική διαβούλευση. Η ταχεία, οβιδιανή αυτή μεταβολή δημιούργησε ερωτήματα για το αν και πώς η εκπεφρασμένη βούληση των πολιτών μπορεί να παρακαμφθεί μέσω κυβερνητικών ελιγμών. Επρόκειτο για μία μεταστροφή που δεν συνοδεύτηκε από εξηγήσεις, ούτε από ανάληψη ευθύνης, ενώ αντιμετωπίστηκε ως επιβεβλημένη πολιτική αναδίπλωση. Πράγμα που ήταν μεν, αλλά αυτή η ρεαλιστική οπτική δεν μπορεί να αλλάξει το αποκρουστικό των χειρισμών της τότε κυβέρνησης, στο ελάχιστο.
Η ανάλυση του δημοψηφίσματος παραμένει αποσπασματική και συχνά επηρεασμένη από ιδεολογικές τοποθετήσεις. Ορισμένοι το θεωρούν έκφραση λαϊκής κυριαρχίας· άλλοι το αντιλαμβάνονται ως εργαλείο πολιτικής πίεσης, χωρίς πραγματική πρόθεση εφαρμογής του αποτελέσματος. Σε κάθε περίπτωση, η τότε ηγεσία απέδωσε τις αποφάσεις της στο "λαϊκό αίσθημα", περιορίζοντας τον δημόσιο έλεγχο των δικών της επιλογών. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι οι επιλογές έγιναν από αυτήν και είχαν τρομακτικά μεγάλες και μη αναγκαίες επιπτώσεις (€120+ δις κόστος, δέσμευση περιουσίας για 99 χρόνια κ.λπ.)
Η μετέπειτα θεσμική διαχείριση ήταν εξίσου προβληματική. Λόγω των ασφυκτικών περιθωρίων χρόνου, που προκάλεσε η "περήφανη διαπραγμάτευση", το Κοινοβούλιο υποχρεώθηκε να εγκρίνει τη νέα συμφωνία με μεγάλη πλειοψηφία, χωρίς καμία ουσιαστική επεξεργασία των θεσμικών συνεπειών του δημοψηφίσματος. Για τον ίδιο λόγο, η Δικαιοσύνη δεν προχώρησε σε καμία εκτίμηση νομιμότητας της διαδικασίας. Οι πολιτικές δυνάμεις απέφυγαν να θέσουν το ζήτημα ως αντικείμενο θεσμικής μεταρρύθμισης ή συνταγματικής αναθεώρησης. Δεν θεσπίστηκαν όροι σαφήνειας, χρονικού πλαισίου ή δεσμευτικότητας για μελλοντικά δημοψηφίσματα.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου δεν αξιολογείται με βάση κάποια συγκροτημένη θεσμική ανασκόπηση. Δεν έχει διατυπωθεί επίσημη εκτίμηση του τρόπου διεξαγωγής ή των πολιτικών επιπτώσεών του. Δεν έχουν εντοπιστεί συγκεκριμένες ευθύνες ή παραλείψεις. Παραμένει ένα παράδειγμα πολιτικής επιλογής χωρίς μακροπρόθεσμη θεσμική επεξεργασία ή έστω μια διαδικασία ουσιαστικού απολογισμού των αιτίων και των συνεπειών του.
Το γεγονός καταδεικνύει μια διαχρονικά σταθερή αδυναμία του πολιτικού συστήματος: την αποφυγή θεσμικής αποτίμησης κρίσιμων στιγμών στη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Αντί για αξιοποίηση της εμπειρίας προς την κατεύθυνση της θεσμικής ωρίμανσης και της απόκτησης πολιτικής ωριμότητας των πολιτών, κυριάρχησαν οι τάσεις αποσιώπησης ή/και ιδεολογικής εκμετάλλευσης. Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς παραμένει χαμηλή, ενώ οι πολιτικές πρακτικές έχουν μεν επηρεαστεί από το γεγονός, αλλά όχι στον βαθμό που θα έπρεπε, ύστερα από μία τόσο επίπονη εμπειρία.
Το ερώτημα που τίθεται δεν μπορεί να είναι μόνο αν το δημοψήφισμα ήταν λάθος, αλλά γιατί το σύστημα απέφυγε να το επεξεργαστεί ως θεσμικό προηγούμενο. Ποιος φέρει την ευθύνη για την έλλειψη ελέγχου; Ποιοι μηχανισμοί θα μπορούσαν να έχουν αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη; Και κυρίως: γιατί, παρά την εμπειρία του 2015, η Ελλάδα δεν έχει ακόμη θεσπίσει σαφείς και προβλέψιμους κανόνες για την ορθή και αποτελεσματική λειτουργία της πραγματικής άμεσης δημοκρατίας;
Πέτρος Λάζος
petros.lazos@capital.gr