Η υπογραφή του Μνημονίου Συνεργασίας της τουρκικής TPAO με τη λιβυκή NOC αποτελεί ένα σαφές γεωπολιτικό μήνυμα και όχι μία τεχνοκρατική ενεργειακή συμφωνία. Οι εικόνες από την Κωνσταντινούπολη, με τις σημαίες, τους χάρτες και τις προβολές της "Γαλάζιας Πατρίδας", προορίζονταν πρωτίστως για εσωτερική πολιτική κατανάλωση: για να καταδειχθεί ότι η Λιβύη παραμένει υπό τουρκική επιρροή, και ότι η Τουρκία έχει επιχειρησιακή ικανότητα να φθάσει στα όρια της ελληνικής ΑΟΖ, εφόσον αποφασίσει να το πράξει. Ο χρόνος δεν είναι τυχαίος. Η δημοσίευση από την ΕΕ του ελληνικού διαγωνισμού για παραχωρήσεις νοτίως της Κρήτης, με εμπλοκή αμερικανικών κολοσσών, αποτέλεσε το έναυσμα για τη λιβυκή κινητικότητα, σε συντονισμό με την Άγκυρα.
Παρά το γεγονός ότι τα λιβυκά οικόπεδα που εμφανίζονται στο συμφωνηθέν σχέδιο δεν παραβιάζουν τη μέση γραμμή που έχει θεσπίσει μονομερώς η Ελλάδα, ο πραγματικός στόχος της Τρίπολης δεν είναι να προχωρήσει σε γεωτρήσεις. Είναι η έμμεση αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας και η πρόκληση σύγχυσης στην ευρωπαϊκή διπλωματία. Με τον δεύτερο χάρτη που προβλήθηκε στην ίδια εκδήλωση – και ο οποίος αγνοεί πλήρως τα ελληνικά νησιά και μεταφέρει τη λιβυκή υφαλοκρηπίδα λίγα μίλια νοτίως της Κρήτης – αποκαλύπτεται το βασικό μήνυμα: το τουρκολιβυκό Μνημόνιο παραμένει το μοναδικό "νομικό" εργαλείο που αποδέχεται η λιβυκή πλευρά και η οποιαδήποτε άλλη χαρτογράφηση νοείται ως προσωρινή ή δευτερεύουσας σημασίας.
Πέραν των χαρτογραφήσεων όμως, το ζήτημα καθίσταται άκρως πολιτικό όταν συνδέεται με το μεταναστευτικό. Η αιφνίδια μεταβολή των ροών από τα λιβυκά παράλια προς την Κρήτη και όχι προς την Ιταλία, δείχνει ξεκάθαρα συνειδητή απόπειρα πίεσης της Ελλάδας, με προφανή στόχο την κάμψη της διπλωματικής της θέσης. Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης με αποστολή ναυτικών μονάδων είναι ορθή, αλλά δεν επαρκεί. Απαιτείται συνολική στρατηγική, ανάλογη αυτής που ακολουθεί η Ιταλία: ενίσχυση διπλωματικών δεσμών, επιχειρηματική διείσδυση στη λιβυκή ανοικοδόμηση και ταυτόχρονη σαφής στρατιωτική αποτροπή.
Η Τρίπολη παίζει διπλό παιχνίδι. Από τη μία εμφανίζεται να σέβεται (προσχηματικά και πιθανότατα καθ’ υπόδειξη) τη μέση γραμμή, ώστε να μη συγκρουστεί ευθέως με κράτος-μέλος της ΕΕ. Από την άλλη, αφήνει ανοιχτή την πόρτα για ευρύτερη εφαρμογή του τουρκολιβυκού Μνημονίου. Η ταυτόχρονη αντίδραση τόσο της κυβέρνησης της Τρίπολης όσο και της παράλληλης διοίκησης της Βεγγάζης δείχνει πως, παρά την εσωτερική αντιπαλότητα, υπάρχει κοινή γεωπολιτική γραμμή έναντι της Ελλάδας.
Σε αυτό το περιβάλλον, η επικείμενη επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών στη Λιβύη θα κριθεί όχι από τις δηλώσεις, αλλά από τη δυνατότητα να θέσει επί τάπητος την παραπομπή των διαφορών στη Χάγη. Η Ελλάδα οφείλει να εκμεταλλευθεί το θεσμικό βάρος της στην ΕΕ και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αναδεικνύοντας εμμέσως πλην σαφώς, τον αποσταθεροποιητικό ρόλο της Άγκυρας και την αναξιοπιστία της λιβυκής πολιτικής τάξης.
Η παρούσα συγκυρία καθιστά αναγκαία τη διαρκή και ενεργή παρουσία της Ελλάδας σε όλα τα θεσμικά, διπλωματικά και επιχειρησιακά κέντρα που επηρεάζουν τον γεωπολιτικό συσχετισμό στην Ανατολική Μεσόγειο. Η διαχείριση των διμερών διαφορών με τη Λιβύη, ο ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή και η σύνδεση με το μεταναστευτικό απαιτούν μια στρατηγική απόλυτα συνεκτική και στέρεα, ικανή να καλύπτει ταυτόχρονα ενεργειακά, διπλωματικά και αποτρεπτικά σκέλη. Η διαρκής ανάδειξη των ελληνικών θέσεων σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο λειτουργεί ως σταθερός μηχανισμός κατοχύρωσης κυριαρχικών δικαιωμάτων. Το διακύβευμα πλέον δεν είναι η ένταση της αντίδρασης, αλλά η διάρκεια της παρουσίας και η σαφήνεια της στρατηγικής κατεύθυνσης.
Πέτρος Λάζος
petros.lazos@capital.gr