Ο πληθωρισμός του Μαρτίου διαμορφώθηκε στο 2,4%. Από μόνος του, ο αριθμός δεν είναι ούτε δραματικός ούτε καθησυχαστικός. Αλλά μέσα στο περιβάλλον αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει την Ευρώπη είναι ενδεικτικός μιας σταθεροποίησης που δεν προέκυψε από τύχη ή αδράνεια. Στην περίπτωση της Ελλάδας, τα πράγματα έγιναν αλλιώς. Η αποκλιμάκωση δεν ήταν φυσική συνέπεια κάποιου παγκόσμιου κύκλου – ήταν αποτέλεσμα πολιτικής απόφασης να αποφευχθεί το λάθος της υπερβολής.
Η μηνιαία μεταβολή του δείκτη, στο +1,4% σε σχέση με τον Φεβρουάριο, οφείλεται κατά κύριο λόγο στο τέλος των εκπτώσεων. Δεν είναι ένδειξη ανησυχίας. Αντίθετα, αποτελεί κλασικό παράδειγμα στατιστικής στρέβλωσης που παγιδεύει όσους βλέπουν τους αριθμούς χωρίς να παρατηρούν τη φύση τους. Όμως πίσω από τα οριζόντια ποσοστά, ορισμένες τιμές συνεχίζουν να πιέζουν διαγώνια. Η στέγαση, τα ενοίκια, η ενέργεια, η εκπαίδευση, η εστίαση – δεν δείχνουν καμία βιασύνη να αποκλιμακώσουν.
Αυτό όμως που διαφεύγει από τη στενή στατιστική προσέγγιση, είναι ότι η Ελλάδα δεν μπήκε στον δεύτερο γύρο πληθωρισμού που περίμεναν πολλοί. Ο συνδυασμός ελέγχου των ελλειμμάτων, συγκράτησης των μαζικών ενισχύσεων και επιλεκτικής στήριξης σε κρίσιμους τομείς απέδωσε. Και απέδωσε ακριβώς επειδή δεν έγινε για το θεαθήναι, αλλά με συνείδηση δημοσιονομικού κινδύνου. Χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι επιδοτήσεις στην ενέργεια περιορίστηκαν από το β’ εξάμηνο του 2023, ότι αποφεύχθηκε η γενικευμένη νομισματική ένεση στην κατανάλωση, ότι διατηρήθηκαν οι μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ σε τρόφιμα και εστίαση, ενώ ο Μηχανισμός Αντιστάθμισης στις ΔΕΚΟ λειτουργεί χωρίς να διογκώνει τη ζήτηση.
Όταν άλλες χώρες μοίραζαν επιδόματα και μειώσεις ΦΠΑ με το φορτηγό και χωρίς αποτέλεσμα, η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε τον δύσκολο δρόμο της ισορροπίας. Ενίοτε με πολιτικό κόστος, αλλά με οικονομικό αποτέλεσμα.
Η σύνθεση του δείκτη τιμών δείχνει ότι η επιβράδυνση είναι σταδιακή και ελεγχόμενη. Η μέση μεταβολή του τελευταίου δωδεκαμήνου έκλεισε στο 2,6%. Και τούτο σε μια συγκυρία που ο μέσος ευρωπαϊκός όρος εξακολουθεί να δοκιμάζει την υπομονή των νοικοκυριών. Οι τιμές στα τρόφιμα συνεχίζουν να κινούνται ανοδικά σε πολλές χώρες, ενώ στην Ελλάδα, αν και η πίεση δεν έχει εκλείψει, δείχνει σημάδια σταθεροποίησης. Δεν είναι αρκετό για να πανηγυρίσει κανείς, αλλά είναι ενδεικτικό μιας πραγματικότητας που δεν εκτροχιάζεται.
Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ –το πολιτικό γεγονός με τη μεγαλύτερη πιθανή επίπτωση στη διεθνή οικονομία αυτή τη στιγμή– έχει δημιουργήσει ήδη νέα δεδομένα. Οι δασμοί που αλληλοεπιβλήθηκαν στα αμερικανικά και τα κινεζικά προϊόντα έχουν ήδη τεθεί σε ισχύ και η μεταποίηση σύντομα θα αρχίσει να αισθάνεται (αν δεν έχει αρχίσει) την αφόρητη πίεση. Οι αγορές αντιδρούν με συμπεριφορά γιο-γιο και οι τιμές βασικών εξαρτημάτων, πρώτων υλών και μεταφορών αρχίζουν να επηρεάζονται. Η στιγμή που η αλυσίδα θα μεταφέρει την πίεση στις τελικές τιμές, δεν είναι καθόλου μακριά. Κι αυτό δεν είναι υπόθεση εργασίας. Σε συνδυασμό με το εκρηκτικό volatility των τελευταίων ημερών προειδοποιεί, αν δεν σηματοδοτεί, αρχή νέου οικονομικού κύκλου.
Η Ελλάδα, ως χώρα εισαγωγέας σε κρίσιμους τομείς, δεν πρόκειται να παραμείνει ανεπηρέαστη. Ακόμα κι αν το πρώτο κύμα περάσει χωρίς έντονο αντίκτυπο, το δεύτερο –εάν η Ευρώπη απαντήσει με αντίμετρα– θα φτάσει γρήγορα. Το κόστος παραγωγής σε βιομηχανικά και τεχνολογικά προϊόντα θα αυξηθεί. Οι τελικές τιμές θα ενσωματώσουν αυτή την αύξηση χωρίς δεύτερη σκέψη. Και σε εκείνο το σημείο, θα δοκιμαστεί ξανά το σύστημα αντοχών που σήμερα φαίνεται να λειτουργεί.
Η Ελλάδα ωστόσο διαθέτει πλέον εργαλεία και μηχανισμούς που δεν είχε στις προηγούμενες κρίσεις. Έχει βαθμολογηθεί θετικά από τις αγορές, έχει κλείσει στόματα στις αγορές ομολόγων, και έχει αποδείξει ότι μπορεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε σταθερότητα και ρεαλισμό. Το μεγάλο στοίχημα είναι η διάρκεια. Το να συγκρατήσεις τον πληθωρισμό για έξι μήνες είναι ένα πράγμα. Το να διαχειριστείς μια διετία ή και περισσότερο, γεωπολιτικής αστάθειας, ενεργειακής αβεβαιότητας και εμπορικού πολέμου είναι κάτι άλλο, εντελώς διαφορετικό.
Στο άμεσο μέλλον, η εικόνα παραμένει θετική. Οι τιμές δεν δείχνουν σημάδια ανεξέλεγκτης αναζωπύρωσης. Η εσωτερική αγορά διατηρείται σε τροχιά ήπιας ανάπτυξης. Αλλά η αβεβαιότητα είναι υπόγεια και διεθνής. Αν ο νέος εμπορικός προστατευτισμός γίνει κανονικότητα, αν η Ευρώπη υποχωρήσει σε ρόλο παρατηρητή, και αν η ΕΚΤ αναγκαστεί να ανακόψει την αναμενόμενη μείωση των επιτοκίων, τότε η σημερινή σταθερότητα θα μοιάζει με πολυτέλεια.
Και τότε, δεν θα κριθεί ποιος μοίρασε πιο πολλά. Θα κριθεί ποιος ήταν έτοιμος να αντέξει περισσότερο.
Πέτρος Λάζος
petros.lazos@capital.gr