00:03 22/09
Λίγες γραμμές κώδικα και η Ευρώπη στην ουρά, με μολύβι και χαρτί
Λίγες γραμμές κώδικα ήταν αρκετές για να δείξουν πόσο ευάλωτη είναι η Ευρώπη απέναντι σε σοβαρές ψηφιακές απειλές.
Οι πολυδιαφημισμένες εμπορικές πολιτικές του Τραμπ μοιάζουν να λειτουργούν περισσότερο ως εργαλεία διαπραγμάτευσης παρά ως μελετημένες οικονομικές αποφάσεις. Οι ανακοινώσεις για δασμούς στις εισαγωγές από τον Καναδά και το Μεξικό, προφανώς στόχευαν στην άσκηση πίεσης για αυστηρότερα μέτρα στην καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών και της παράτυπης μετανάστευσης.
Και στις δύο περιπτώσεις, μετά από έντονες αλλά σύντομες διαπραγματεύσεις, οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών πέτυχαν μια προσωρινή αναστολή 30 ημερών, προσφέροντας ανταλλάγματα που ικανοποιούν τις αμερικανικές απαιτήσεις. Με αυτόν τον τρόπο αφενός κέρδισαν τον απαραίτητο χρόνο για προσφυγή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, αφετέρου έγινε φανερό ότι οι δασμοί αυτοί δεν είχαν ουσιαστική οικονομική λογική, αλλά γεωπολιτική σκοπιμότητα.
Ταυτόχρονα, όμως, παρόλο που η άμεση απειλή των δασμών προς τον Καναδά και το Μεξικό απομακρύνεται προσωρινά, η σύγκρουση με την Κίνα όχι μόνο παραμένει, αλλά κλιμακώνεται. Το Πεκίνο απάντησε άμεσα στις αμερικανικές απειλές, ανακοινώνοντας δασμούς 10-15% σε αμερικανικές εξαγωγές ενέργειας, βιομηχανικών προϊόντων και γεωργικών μηχανημάτων. Οι εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας έχουν ήδη διαταραχθεί από προηγούμενους πολέμους δασμών, και το 2018-2019, το διμερές εμπόριο μειώθηκε κατά 16%, πλήττοντας κυρίως τις αμερικανικές εξαγωγές. Η Κίνα, έχοντας προσαρμοστεί σε τέτοιες τακτικές, είναι πολύ πιο έτοιμη να αντέξει τις πιέσεις και δεν είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει, εύκολα ή δύσκολα.
Η αβεβαιότητα που προκαλούν αυτές οι πολιτικές του Τραμπ παραμένει και αυξάνεται. Η προσωρινή αναστολή των δασμών στον Καναδά και το Μεξικό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση σταθερότητα, μόνο παράταση της ανασφάλειας. Οι επενδύσεις στις δύο αυτές χώρες παραμένουν περιορισμένες, καθώς η απειλή τελικής επιβολής των δασμών διατηρεί επενδυτές και επιχειρήσεις σε επιφυλακή.
Για τις ΗΠΑ, η αναστολή των δασμών συγκρατεί τις άμεσες πληθωριστικές πιέσεις, αφού η αύξηση του κόστους των εισαγόμενων προϊόντων από τον Καναδά και το Μεξικό θα οδηγούσε σε γενικευμένες αυξήσεις τιμών σε βασικά καταναλωτικά αγαθά. Ωστόσο, η κλιμάκωση της σύγκρουσης με την Κίνα τις συντηρεί και τις εντείνει, ειδικά σε προϊόντα που σχετίζονται με την ενέργεια και τις πρώτες ύλες. Πράγμα που σημαίνει ότι η ανοδική τάση στον πληθωρισμό, στο εσωτερικό των ΗΠΑ, κάθε άλλο παρά θα τιθασευτεί άμεσα.
Η Ευρώπη δεν μπορεί να παραμείνει ανεπηρέαστη. Αν η ένταση μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου συνεχιστεί, το ΑΕΠ της Ευρωζώνης μπορεί να μειωθεί κατά 0,5% έως 0,7% το 2025, λόγω της πτώσης των επενδύσεων, της ανόδου του κόστους των πρώτων υλών και των εμπορικών διαταραχών. Οι βιομηχανίες που εξαρτώνται από τις αμερικανικές και κινεζικές αγορές θα δουν μείωση των παραγγελιών, ενώ η ΕΚΤ ενδέχεται να καθυστερήσει οποιαδήποτε σκέψη για περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής.
Η Ελλάδα, ως οικονομία που εξαρτάται από το παγκόσμιο εμπόριο, δεν θα μείνει ανεπηρέαστη. Αν το παγκόσμιο εμπόριο μειωθεί κατά 3-5%, όπως εκτιμούν διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, ο ναυτιλιακός τομέας θα δεχθεί άμεσο πλήγμα. Τα έσοδα από τις θαλάσσιες μεταφορές ενδέχεται να μειωθούν έως και 8%, καθώς λιγότερα προϊόντα θα διακινούνται διεθνώς.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως βρίσκεται στον τουρισμό, ο οποίος αντιπροσωπεύει ποσοστό μεγαλύτερο από το 20% του ελληνικού ΑΕΠ. Αν η ύφεση σε ΗΠΑ, Κίνα και ΕΕ περιορίσει το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών τους, οι διεθνείς αφίξεις στην Ελλάδα θα μπορούσαν να μειωθούν κατά 8-11% το 2025, επηρεάζοντας δραματικά τα συνολικά τουριστικά έσοδα. Αυτό θα έχει ιδιαίτερα κακές και αλυσιδωτές επιπτώσεις στις τοπικές επιχειρήσεις, στον τομέα της εστίασης και στις επενδύσεις στον τουρισμό.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, όμως, είναι η μεσομακροπρόθεσμη συστημική επίδραση των πολιτικών απομονωτισμού. Η ιστορία δείχνει ότι οι δασμολογικές πολιτικές, αντί να ενισχύουν τις οικονομίες, καταλήγουν να αποδυναμώνουν το διεθνές εμπόριο και να επιταχύνουν, αν όχι να δημιουργούν, βαρύτατες υφέσεις. Ο Νόμος Smoot-Hawley του 1930, για παράδειγμα, επιδείνωσε σημαντικότατα την Μεγάλη Ύφεση, καθώς το παγκόσμιο εμπόριο μειώθηκε κατά 66% μεταξύ 1929-1934, και η ανεργία στις ΗΠΑ εκτινάχθηκε στο 24,9% το 1933.
Η προσωρινή αναστολή των δασμών στον Καναδά και το Μεξικό μπορεί να απέτρεψε μια άμεση κρίση, αλλά η αβεβαιότητα δεν αποτελεί πλέον προσωρινό επισκέπτη στο τραπέζι της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά μόνιμο θαμώνα. Και θα χρειαστούν πολύ περισσότερα πράγματα από μία προσχηματική αναβολή ενός μήνα, για να φύγει. Οι εμπορικές εντάσεις αποτελούσαν διαχρονικά και παραμένουν ένα σοβαρό εργαλείο πολιτικής διαπραγμάτευσης, αλλά το κόστος το πληρώνουν πάντοτε οι αγορές, οι επιχειρήσεις και οι πολίτες. Αν η κατάσταση δεν σταθεροποιηθεί άμεσα, ο τελικός λογαριασμός για την παγκόσμια οικονομία θα είναι βαρύς, και οι χώρες που εξαρτώνται από το διεθνές εμπόριο –όπως η Ελλάδα– θα βρεθούν εκτεθειμένες σε κινδύνους που δεν δημιούργησαν, αλλά θα κληθούν βίαια, να αντιμετωπίσουν.
Για να γίνει αυτό αποτελεσματικά, είναι απαραίτητο να παρθούν αποφάσεις και να γίνουν κινήσεις. Όχι σήμερα, ούτε αύριο, αλλά χτες!
Πέτρος Λάζος
petros.lazos@capital.gr