00:03 22/09
Λίγες γραμμές κώδικα και η Ευρώπη στην ουρά, με μολύβι και χαρτί
Λίγες γραμμές κώδικα ήταν αρκετές για να δείξουν πόσο ευάλωτη είναι η Ευρώπη απέναντι σε σοβαρές ψηφιακές απειλές.
Το τελευταίο διάστημα, η δυσαρέσκεια για τις τραπεζικές πρακτικές έχει πάρει διαστάσεις που δεν μπορούν να αγνοηθούν. Πολίτες, επιχειρήσεις και θεσμικοί φορείς εκφράζουν αγανάκτηση για τις υπερβολικές προμήθειες, τις μηδενικές αποδόσεις καταθέσεων και την ευρύτερη αίσθηση αδιαφάνειας που χαρακτηρίζει τον τραπεζικό κλάδο. Η κυβέρνηση, αν και έχει επανειλημμένα δεσμευτεί για παρεμβάσεις, μέχρι στιγμής αρκείται σε δηλώσεις και συναντήσεις που δεν φαίνεται να παράγουν ουσιαστικά αποτελέσματα.
Η κατάσταση είναι σίγουρα πιο περίπλοκη από αυτό που παρουσιάζεται. Ναι, οι τράπεζες φέρουν μερίδιο ευθύνης για τις πρακτικές τους, αλλά δεν είναι οι μόνες. Η πολυπλοκότητα του τραπεζικού συστήματος, σε συνδυασμό με οικονομικούς και θεσμικούς περιορισμούς, απαιτεί μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση.
Το πιο έντονο παράπονο αφορά τις προμήθειες. Οι χρεώσεις στις καθημερινές συναλλαγές, από αναλήψεις χρημάτων σε ΑΤΜ άλλων τραπεζών μέχρι την πληρωμή λογαριασμών, είναι δυσανάλογες. Για παράδειγμα, η έκδοση μιας νέας κάρτας μετά τη λήξη της μπορεί να κοστίσει 5-10 ευρώ, ποσό που δύσκολα δικαιολογείται. Παρότι οι τράπεζες επικαλούνται λειτουργικά έξοδα ή επενδύσεις σε τεχνολογία, η αίσθηση που δημιουργείται είναι ότι οι χρεώσεις αυτές χρησιμοποιούνται ως κύρια πηγή κερδοφορίας, αντί να καλύπτουν απλώς κόστη. Ειδικά σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το κόστος για παρόμοιες υπηρεσίες στην Ελλάδα φαίνεται δυσανάλογα υψηλό.
Υπάρχει, όμως, και η άλλη πλευρά. Οι τράπεζες προσφέρουν "πακέτα συναλλαγών" με χαμηλές χρεώσεις, που καλύπτουν τις περισσότερες ανάγκες των πελατών. Παρ' όλα αυτά, το κοινό είτε δεν τα γνωρίζει είτε δεν τα αξιοποιεί. Για παράδειγμα, με λιγότερα από 2 ευρώ τον μήνα, οι πελάτες μπορούν να μειώσουν σημαντικά τις χρεώσεις τους για πληρωμές ενοικίων, λογαριασμών και άλλων τακτικών συναλλαγών.
Ένα άλλο σημείο τριβής είναι η χαμηλή απόδοση των καταθέσεων. Ενώ τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών έχουν αυξηθεί δραματικά, οι αποδόσεις για τους καταθέτες παραμένουν σχεδόν μηδενικές. Δεν είναι τυχαίο: οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν αφθονία ρευστότητας. Οι καταθέσεις αυξάνονται σταθερά, με μέση μηνιαία αύξηση περίπου 600 εκατ. ευρώ την περίοδο 2021-2024. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τον Οκτώβριο του 2024 (εδώ & εδώ), οι συνολικές καταθέσεις ανέρχονται σε 193,5 δισ. ευρώ, ενώ οι χορηγήσεις δανείων είναι μόλις 121,3 δισ. ευρώ. Το πλεόνασμα ρευστότητας των 72,2 δισ. ευρώ σημαίνει ότι οι τράπεζες δεν έχουν κανέναν λόγο να ανταγωνίζονται για τις καταθέσεις, καθώς λαμβάνουν άφθονα κεφάλαια με μηδενικό σχεδόν κόστος.
Από την οπτική γωνία του καταθέτη, αυτή η πρακτική φαίνεται σαν άλλη μία μορφή εκμετάλλευσης. Όμως, αν δούμε τα δεδομένα ψυχρά, οι τράπεζες απλώς ακολουθούν την οικονομική λογική: γιατί να "αγοράσουν" ρευστότητα πιο ακριβά όταν έχουν ήδη όση χρειάζονται; Η λύση για τους καταθέτες βρίσκεται στις εναλλακτικές τοποθετήσεις. Ενδεικτικά, τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου ή τα αμοιβαία κεφάλαια προσφέρουν καλύτερες αποδόσεις, και με τη βοήθεια ενός επενδυτικού συμβούλου, κάθε καταθέτης μπορεί να βρει αυτό που του ταιριάζει.
Όσο για τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, το πρόβλημα είναι υπαρκτό αλλά όχι απλό. Οι τράπεζες, υπό τον φόβο επισφαλειών και με αυστηρούς κανονισμούς κεφαλαιακής επάρκειας, συχνά απορρίπτουν αιτήματα δανεισμού. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια ευρεία αίσθηση αποξένωσης των τραπεζών από τις ανάγκες της αγοράς. Ωστόσο, η ευθύνη δεν είναι μονομερής. Οι επιχειρήσεις πρέπει να παρουσιάζουν καλύτερη προετοιμασία και στρατηγική, ενώ οι τράπεζες χρειάζεται να υιοθετήσουν πιο καινοτόμες και ευέλικτες λύσεις για την αξιολόγηση και τη στήριξη των δανειοληπτών.
Το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται ενώπιον ιστορικής πρόκλησης. Για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη, οι τράπεζες πρέπει να αναγνωρίσουν τον ρόλο τους ως θεμελιώδη πυλώνα της οικονομίας. Η δίκαιη κοστολόγηση, η διαφάνεια και η ουσιαστική στήριξη της πραγματικής οικονομίας είναι μονόδρομος. Από την άλλη, οι πολίτες και οι επιχειρήσεις χρειάζεται να κατανοήσουν καλύτερα τη φύση του τραπεζικού συστήματος και να εξετάσουν τις δικές τους επιλογές. Αν δεν κινηθούμε όλοι προς τον κοινό στόχο, η σχέση μεταξύ κοινωνίας και τραπεζών θα συνεχίσει να επιδεινώνεται, με σοβαρές συνέπειες για όλους. Αδιακρίτως...
Πέτρος Λάζος