Συνεχης ενημερωση

    Πέμπτη, 18-Σεπ-2025 00:01

    Ο πληθωρισμός είναι καλό ή κακό πράγμα;

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Άγη Βερούτη

    Η κυβέρνηση μοιάζει να έχει χάσει τον έλεγχο του πληθωρισμού εδώ και τρία χρόνια, και αυτό φαίνεται τόσο στην αναποτελεσματικότητα της αντιμετώπισης των ολιγοπωλίων, όσο και στην αναπόδραστη προτεραιότητα στο μυαλό του μέσου πολίτη, της ακρίβειας που μαστίζει τα ελληνικά νοικοκυριά από το 2022 ως σήμερα. 

    Ένα λίτρο γάλα, που έκανε €0,65 το λίτρο στο σουπερμάρκετ πριν 4 χρόνια, σήμερα δεν το βρίσκεις πουθενά λιγότερο από €1,30.

    Εφόσον δεν πέθαναν οι μισές αγελάδες, ούτε διπλασιάστηκε ο φόρος έκτοτε, τότε η αύξηση 100% στην τιμή του λίτρου στην τετραετία είναι ο πληθωρισμός. 

    Οι λέξεις "πληθωρισμός" και "διολίσθηση" είναι δυο λέξεις που έχουν χαραχτεί στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων. 

    Για εμάς τους παλαιότερους, ο πληθωρισμός είναι συνώνυμος με την εποχή της δραχμής και τις τιμές που ανέβαιναν κάθε μήνα πιο γρήγορα από τους μισθούς, με την ελεγχόμενη Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή (ΑΤΑ) των μισθών κάθε τόσο, ώστε να μην εμφανίζονται φαινόμενα υπερ-πληθωρισμού που συνηθως οδήγησαν σε failed-states. 

    Για τους νεότερους, ο πληθωρισμός έγινε αντιληπτός όταν το 2022, μέσα στην ενεργειακή κρίση, οι λογαριασμοί ρεύματος και το καλάθι του σούπερ μάρκετ εκτοξεύτηκαν. Όμως η πιο καθοριστική εμπειρία της χώρας δεν είναι ούτε η δεκαετία του ’80 ούτε το ξέσπασμα του πληθωρισμού το 2022. Είναι η δεκαετία των μνημονίων, όταν η Ελλάδα αναγκάστηκε να ζήσει την πιο σκληρή μορφή οικονομικής προσαρμογής: την Εσωτερική Υποτίμηση.

    Ενσωματωμένη ήδη από το 2002 στο ευρώ, η χώρα δεν είχε το εργαλείο της "διολίσθησης” ή νομισματικής υποτίμησης, το οποίο θα έδινε ανάσα στις εξαγωγές και στην παραγωγή χωρίς επιβολή πρόσθετης φορολογίας ή απομείωση μισθών, μισθωμάτων, συντάξεων κλπ κλπ. 

    Η συνταγή που επιβλήθηκε από τις επιλογές των κυβερνώντων μέσω των μνημονίων, ήταν να συμπιεστεί το εσωτερικό κόστος αντί να γίνουν δομικές περικοπές στα έξοδα του Ελληνικού Κράτους. Μισθοί, συντάξεις, ενοίκια, τιμές προϊόντων και αγοραστική δύναμη μειώθηκαν δραματικά. Οι ονομαστικοί μισθοί έχασαν το 20% με 30% της αξίας τους, οι συντάξεις κόπηκαν ξανά και ξανά, τα ενοίκια μειώθηκαν από 30% έως 50% και οι τιμές σε πάρα πολλούς τομείς κινήθηκαν πτωτικά. Το αποτέλεσμα ήταν ένα περιβάλλον αποπληθωρισμού ή όπως το λέγαμε τότε "εσωτερικής υποτίμησης”. 

    Στην πράξη, η εσωτερική υποτίμηση σήμαινε πως οι πολίτες θα ξεπλήρωναν τα ίδια δάνεια με πολύ χαμηλότερα εισοδήματα. Φυσικά, αυτό οδήγησε σε μαζική αδυναμία αποπληρωμής των υποχρεώσεων των πολιτών, και σε εκτεταμένα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) που γονάτισαν το τραπεζικό σύστημα και οδήγησαν στην ανακεφαλαίωσή του ξανά και ξανά. Το βάρος για τον μέσο πολίτη έγινε δυσβάσταχτο, γιατί το χρέος έμενε αμετάβλητο ενώ η δυνατότητα εξυπηρέτησής του συρρικνωνόταν.

    Εδώ όμως βρίσκεται και το πιο σημαντικό για τον μέσο Έλληνα: η αγοραστική του δύναμη μειώθηκε. 

    Την περίοδο της κρίσης οι τιμές μπορεί να έπεσαν σε κάποια αγαθά, όμως το διαθέσιμο εισόδημα συρρικνώθηκε τόσο πολύ που ακόμη και τα φθηνότερα προϊόντα έμοιαζαν ακριβά στον μέσο όρο. Το φαινόμενο όμως συνεχίστηκε και μετά, με άλλες μορφές. Όταν το 2022 ο πληθωρισμός εκτοξεύθηκε λόγω ενεργειακής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία, η ακρίβεια χτύπησε μετωπικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Οι λογαριασμοί ενέργειας ξέφυγαν, οι τιμές σε βασικά τρόφιμα όπως το ψωμί, το λάδι, τα γαλακτοκομικά εκτοξεύτηκαν, ενώ οι μισθοί έμεναν στάσιμοι. 

    Έτσι, η αίσθηση του πολίτη ήταν ότι "όλα ακριβαίνουν" και ο μισθός δεν φτάνει για να καλύψει τις βασικές ανάγκες του μήνα. Αυτό το χάσμα ανάμεσα στις στατιστικές του πληθωρισμού και την καθημερινή εμπειρία στο ράφι είναι που γεννά κοινωνική δυσαρέσκεια και πολιτική αστάθεια, δια της διάβρωσης της αγοραστικής δύναμης της μέσης οικογένειας. Γιατί άλλο να βλέπεις τον δείκτη τιμών να γράφει 9% και άλλο να βλέπεις το λογαριασμό του ρεύματος να ανεβαίνει 80%.

    Η αγοραστική δύναμη είναι τελικά το πιο κρίσιμο μετρήσιμο μέγεθος, και εκεί αποτυπώνεται αν μια κοινωνία νιώθει ότι προοδεύει ή ότι φτωχαίνει. Φυσικά η κάλπη αντικατοπτρίζει αυτά τα φαινόμενα με υστέρηση λίγων μηνών ως ετών.

    Ο αποπληθωρισμός της περιόδου 2010-2018 ήταν καταστροφικός και για το δημόσιο χρέος. Όταν οι τιμές πέφτουν, τα φορολογικά έσοδα από τους υπάρχοντες φόρους μειώνονται, και επιβάλλονται νέοι φόροι που περιορίζουν ακόμα περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα και την αγοραστική δύναμη των ήδη μειωμένων μισθών. Επίσης όταν το ΑΕΠ συρρικνώνεται -30% σε δυο χρόνια (επί ΓΑΠ), ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ εκτινάσσεται, ακόμη κι αν το χρέος μένει σταθερό σε απόλυτους αριθμούς. 

    Αυτό συνέβη στην Ελλάδα: όσο η οικονομία βυθιζόταν στην ύφεση, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ φούσκωνε. Κάθε μέτρο λιτότητας και κάθε περικοπή έκαναν τον δείκτη χρέους ακόμα πιο βαρύ. Ο φαύλος κύκλος της δεκαετίας 2010–2020 είναι ίσως το πιο σκληρό μάθημα για το τι σημαίνει αποπληθωρισμός σε μια χώρα.

    Αντίθετα, ο χαμηλός αλλά θετικός πληθωρισμός λειτουργεί ευεργετικά. Όταν οι τιμές ανεβαίνουν λελογισμένα και ελεγχόμενα, αυξάνει ονομαστικά το ΑΕΠ. Με σχεδόν τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και η ανάπτυξη, μόνο που με την ανάπτυξη βλέπεις να αυξάνεται η αγοραστική δύναμη του πολίτη, και όχι μόνο να ανεβαίνει το ονομαστικό εισόδημά του. 

    Με Ανάπτυξη και με μικρό θετικό Πληθωρισμό, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειώνεται χωρίς να χρειαστεί να αποπληρωθεί μέρος του χρέους. Η αύξηση της ονομαστικής οικονομικής δραστηριότητας, μαζί με την ανάπτυξη, πριονίζει το σχετικό βάρος του χρέους (χρέος/ΑΕΠ). 

    Αν για παράδειγμα το δημόσιο χρέος είναι 300 δισ. και το ΑΕΠ 200 δισ., το χρέος είναι 150% του ΑΕΠ. Αν με έναν πληθωρισμό 2% και μια καλή ανάπτυξη άλλα 3% το χρόνο, το ΑΕΠ ανέβει στα 300 δισ. μετά από μερικά χρόνια, το ποσοστό χρέος/ΑΕΠ πέφτει στο 100%, χωρίς να έχει κουνηθεί ούτε ένα ευρώ από το ονομαστικό χρέος σε απόλυτα νούμερα, αρκεί φυσικά να αποπληρώνονται οι τόκοι. Αυτό είναι το κρυφό όφελος του μικρού θετικού, αλλά ελεγχόμενου, πληθωρισμού για χώρες σαν την Ελλάδα.

    Η ελληνική εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών μας δείχνει πολύ καθαρά τον κίνδυνο, και από τις δύο πλευρές. Στη δεκαετία του ’80, ο υψηλός πληθωρισμός διέλυσε την αγοραστική δύναμη και αποσταθεροποίησε την οικονομία κλείνοντας την ελληνική βιομηχανία. 

    Στη δεκαετία των μνημονίων, ο αποπληθωρισμός και η εσωτερική υποτίμηση αποδείχτηκαν εξίσου επιβλαβή, πνίγοντας εισοδηματικά την κοινωνία και βαρύνοντας το χρέος. 

    Στην ενεργειακή κρίση του 2022, ο υψηλός εισαγόμενος πληθωρισμός σάρωσε την καθημερινότητα των νοικοκυριών και αποσταθεροποίησε τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, αλλά και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας. 

    Και στις τρεις περιπτώσεις, οι ακρότητες κόστισαν ακριβά τόσο σε χρήματα όσο κυρίως σε ποιότητα ζωής και ικανοποίηση των πολιτών.

    Η ουσία είναι ότι ο πληθωρισμός δεν είναι εχθρός ούτε φίλος. Δεν είναι ούτε υπέρ των πολιτών, ούτε υπέρ των εξωτερικών δανειστών. Είναι ένα σύνθετο οικονομικό εργαλείο, που όμως με την λάθος στόχευση μπορεί να αποβεί καταστροφικό για μια οικονομία. 

    Όταν μένει σχετικά χαμηλός και ελεγχόμενος, γύρω στο 2% με 3%, ο πληθωρισμός δίνει ώθηση στην οικονομία και ενθαρρύνει επενδύσεις, γιατί τα λιμνάζοντα χρήματα στα σεντούκια και σε άτοκους λογαριασμούς απαξιώνονται σιγά-σιγά, ενώ προστατεύει τους δανειολήπτες και βοηθά να μειωθεί το δημόσιο χρέος. Όταν όμως ξεφεύγει προς τα πάνω ή βυθίζεται στο μηδέν και παρακάτω, καταστρέφει την οικονομία. 

    Η Ελλάδα το έμαθε με τον πιο σκληρό τρόπο. Το στοίχημα σήμερα είναι να κρατήσει τη φωτιά του πληθωρισμού στη σωστή ένταση: αρκετή για να θερμαίνει την οικονομία, αλλά όχι τόσο που να τη λιώσει.

    agissilaos@gmail.com

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ