Συνεχης ενημερωση

    Τετάρτη, 11-Ιουν-2025 00:01

    Πώς θα φθηνήνει το ρεύμα

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Άγη Βερούτη

    Η Ελλάδα βρίσκεται σε τροχιά ενεργειακής μετάβασης και ενίσχυσης της ενεργειακής της αυτάρκειας. Μια μετάβαση που επί δεκαετίες φαινόταν ανέφικτη, τώρα εξελίσσεται με ταχύτητα που προκαλεί δέος, αλλά και αβεβαιότητα. Κλείσαμε τα λιγνιτωρυχεία, επενδύσαμε μαζικά σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στήσαμε φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες σε κάθε βουνοπλαγιά και ταράτσα. Όμως όταν έρχεται ο λογαριασμός του ρεύματος, η τσέπη του καταναλωτή εξακολουθεί να υποφέρει. 

    Κάτι δεν πάει καλά. Και αυτό το κάτι δεν είναι μόνο τεχνικό, αλλά και πολιτικό και θεσμικό.

    Η διασύνδεση της Κρήτης με το ηπειρωτικό σύστημα ηλεκτρισμού είναι ένα εξόχως σημαντικό βήμα. Μέχρι πρότινος η Κρήτη ηλεκτροδοτούνταν με κάποια ανανεώσιμα και κυρίως με πετρελαιοκίνητες ή αεριοκίνητες μονάδες παραγωγής, με κόστος λειτουργίας που ξεπερνούσε κάθε λογικό όριο. Κάθε μεγαβατώρα κόστιζε στο σύστημα πολλαπλάσια από το μέσο όρο της χονδρεμπορικής αγοράς. Το έξτρα κόστος διαμοιραζόταν και το πλήρωναν όλοι οι καταναλωτές της χώρας, μέσω των λογαριασμών ρεύματος, περιλαμβανομένου και του ίδιου του Κρητικού καταναλωτή. 

    Με τα υποβρύχια καλώδια σε λειτουργία, η Κρήτη μετατρέπεται από ενεργειακή μαύρη τρύπα, σε δυνητικό εξαγωγέα καθαρής ενέργειας προς το κεντρικό δίκτυο. Αυτό σημαίνει μειωμένο κόστος για όλους και καλύτερη αξιοποίηση του κρητικού ηλιακού και αιολικού δυναμικού, που μέχρι χθες ήταν καταδικασμένο σε σπατάλη και περιορισμούς.

    Όμως, ένα φαινομενικό παράδοξο παραμένει. Παρά τη ραγδαία αύξηση του ποσοστού των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα (ξεπερνά το 50% ετήσιας παραγωγής) η τελική τιμή του ρεύματος στους καταναλωτές δεν μειώνεται όπως θα ανέμενε κανείς. Αντίθετα, σε περιόδους αιχμής και μεταβλητότητας, εκτοξεύεται. 

    Το πρόβλημα είναι ότι οι ΑΠΕ, όσο φθηνές κι αν είναι στην παραγωγή, δεν παρέχουν την απαραίτητη σταθερότητα στο δίκτυο, και δεν καλύπτουν τη ζήτηση όταν δεν φυσάει ή όταν πέσει ο ήλιος. Και τότε, αναλαμβάνει η ακριβή μονάδα φυσικού αερίου. 

    Επειδή όμως το ευρωπαϊκό μοντέλο τιμολόγησης βασίζεται στην Οριακή Τιμή Συστήματος, δηλαδή στην πιο ακριβή μονάδα που χρειάζεται για να καλυφθεί η ζήτηση, η τιμή διαμορφώνεται όχι από την ηλιακή μεγαβατώρα των €30, αλλά από εκείνην του φυσικού αερίου που παρέχει εγγύηση στο σύστημα ότι θα καλυφθούν οι ανάγκες του συστήματος ανά πάσα στιγμή, των οποίων το κόστος ευελιξίας και ετοιμότητας σε περιόδους αιχμής ξεπερνά τα €90-€100 ανά μεγαβατώρα.

    Επιπλέον, όταν υπάρχει υπερβάλλουσα παραγωγή από ΑΠΕ, δηλαδή παραπάνω από όσο καταναλώνεται εγχώρια ή μπορεί να εξαχθεί στις υπόλοιπες χώρες του διεθνούς διασυνδεδεμένου δικτύου (όπως συμβαίνει συχνά ηλιόλουστες μεσημεριανές ώρες της άνοιξης και του καλοκαιριού) τότε το σύστημα δεν μπορεί να αποθηκεύσει αυτή την ενέργεια. Αποτέλεσμα είναι να την απορρίπτει. Να τη χάνει. 

    Ο λόγος που μένει ανεκμετάλλευτη η περισσευούμενη ενέργεια των ΑΠΕ είναι επειδή δεν έχουμε ακόμα σοβαρό δυναμικό αποθήκευσης, όπως μεγάλες μπαταρίες αλλά κυρίως υδροηλεκτρική αντλησιοταμίευση. Η πράσινη ενέργεια χάνεται όταν είναι άφθονη και φθηνή, και υποχρεωνόμαστε να καίμε φυσικό αέριο όταν είναι ακριβή και σπάνια. Μια ενεργειακή παραδοξότητα που όμως πληρώνουμε ακριβά.

    Κι αυτός ο παραλογισμός αποτυπώνεται στους λογαριασμούς. 

    Ο Έλληνας καταναλωτής πληρώνει την κιλοβατώρα ακριβότερα απ’ ό,τι ο Γερμανός, ο Γάλλος ή ο Φινλανδός, παρά το γεγονός ότι η χώρα μας έχει μεγαλύτερη ηλιοφάνεια, λιγότερες ανάγκες θέρμανσης και υψηλότερη διείσδυση ΑΠΕ. Επειδή στους ελληνικούς λογαριασμούς συμπεριλαμβάνονται χρεώσεις δικτύου, ΥΚΩ, ΕΤΜΕΑΡ, δημοτικά τέλη, ρυθμιζόμενες χρεώσεις και, φυσικά, το κόστος του ακριβού καυσίμου εισαγωγής. Κυρίως όμως επειδή η Ελλάδα δεν έχει πυρηνική ενέργεια, ούτε μεγάλα υδροηλεκτρικά, ούτε αντλησιοταμίευση ως μονάδες βάσης και ώστε να εξομαλύνει τις τιμές. Και γιατί οι αγορές εξισορρόπησης και ημερήσιας προμήθειας εξακολουθούν να λειτουργούν με στρεβλώσεις.

    Επίσης δεν υπάρχουν ακόμα πραγματικά δυναμικά τιμολόγια. Δεν υπάρχουν κίνητρα για οικιακή αυτοπαραγωγή με αποθήκευση. Οι περισσότερες κατοικίες παραμένουν ενεργειακά άκαμπτες, καταναλώνοντας ρεύμα σταθερά, ανεξαρτήτως κόστους. Με λίγα λόγια, η ζήτηση δεν συνεργάζεται με την προσφορά, και το αποτέλεσμα το πληρώνουμε όλοι. Σκεφτείτε αν κάποια σπίτια είχαν τη δυνατότητα να αποθηκεύουν σε μπαταρίες φτηνές πρωινές κιλοβατώρες, για να τις καταναλώσουν το βράδυ που είναι πανάκριβες! Ήδη αυτό ξεκίνησε να γίνεται στο ΗΒ και στη Λατινική Αμερική, και είναι το μέλλον.

    Στην δε Αυστραλία, οι μέρες μηδενικής ζήτησης έχουν αρχίσει να αυξάνονται, την ώρα που τα φωτοβολταϊκά στις στέγες επιστρέφουν ενέργεια στο δίκτυο αντί να την καταναλώνουν.

    Ωστόσο, υπάρχει ελπίδα. Τα μεγάλα έργα αποθήκευσης αρχίζουν να ωριμάζουν. Οι πρώτες μονάδες μπαταριών, επιδοτούμενες από το Ταμείο Ανάκαμψης, ετοιμάζονται να ενταχθούν στο σύστημα. Όταν τεθούν σε λειτουργία, θα μπορούν να απορροφούν ένα ποσοστό από το πλεόνασμα των ΑΠΕ και να το επανεισάγουν στο δίκτυο όταν θα υπάρχει ανάγκη, εξομαλύνοντας το κόστος και μειώνοντας την σημερινή ανάγκη για παραγωγή από ακριβό αέριο. Δυστυχώς όμως, η αποθήκευση τείνει να γίνει παιγνίδι για λίγους, με πέντε γκρίζες ζώνες.

    Παράλληλα, οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις των νησιών που παραμένουν και ενεργειακά νησίδες εξαρτημένες από πετρέλαιο, προχωρούν με ικανοποιητικούς ρυθμούς. Κάθε νησί που διασυνδέεται θα σημαίνει λιγότερο ντίζελ, λιγότερες ΥΚΩ, περισσότερες ΑΠΕ και φθηνότερο ρεύμα για όλους. Μετά φυσικά από την πληρωμή του καλωδίου διασύνδεσης και της πόντισής του.

    Σίγουρα ακόμα πιο καθοριστικός θα είναι ο ρόλος των διεθνών διασυνδέσεων. Η διασύνδεση Ελλάδας-Αιγύπτου (GREGY) και η τριμερής καλωδιακή σύνδεση Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας (Great Sea Interconnector) αναμένεται να μετατρέψουν τη χώρα μας σε πύλη καθαρής ενέργειας προς την Ευρώπη. 

    Σε λίγα χρόνια, η Ελλάδα θα μπορεί να εισάγει φθηνή ηλεκτρική ενέργεια από την Αίγυπτο και το Ισραήλ, με κόστος κάτω από €20 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Αυτό από μόνο του μπορεί να αλλάξει ριζικά τη δομή της χονδρεμπορικής αγοράς, να περιορίσει την εξάρτηση από το φυσικό αέριο και να φέρει πραγματική μείωση στο κόστος για τον τελικό καταναλωτή.

    Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η Ελλάδα, χάρη στην ενεργειακή πολιτική που χάραξε αυτή η κυβέρνηση την τελευταία πενταετία, έχει μπροστά της μια μοναδική ευκαιρία να καταστεί περιφερειακός κόμβος ήπιας ενέργειας για την Ευρώπη, με αληθινά φθηνό ρεύμα για τον Έλληνα καταναλωτή και επιχείρηση. 

    Όμως αυτό δεν θα συμβεί ούτε άκοπα, ούτε φθηνά, ούτε αυτόματα. Θέλει πραγματική απελευθέρωση της αγοράς, ουσιαστική διασύνδεση επαρκούς μεγέθους με τα δίκτυα της κεντρικής Ευρώπης, της Αιγύπτου και του Ισραήλ, και κυρίως, αποδοχή της αλήθειας: ότι η φθηνή ενέργεια είναι εφικτή μόνο όταν το σύστημα λειτουργεί για τον καταναλωτή, και όχι για να καλύπτει διαχρονικές στρεβλώσεις και ανεπάρκειες του παρελθόντος.

    Όπως αναφέρει στη χθεσινή επιστολή της στην Κομισιόν η Σουηδή Υπουργός Ενέργειας έχει πλέον νόημα να εξετάσουμε πολύ σοβαρά και  ενεργειακές μονάδες βάσης όπως η πυρηνική, που σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες προσφέρουν σταθερότητα και χαμηλό μεταβλητό κόστος, με υψηλές όμως αρχικές επενδύσεις και θεσμική πρόνοια για την ασφάλεια.

    Οι Γάλλοι δείχνουν το δρόμο σε αυτό, με τη δομή του δικού τους δικτύου.

    agissilaos@gmail.com

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ