00:04 19/12
"Η επιχειρηματικότητα θέλει τόλμη και οι νέοι την έχουμε"
Η Ελλάδα του 2025 δεν υπόσχεται "έτοιμες λύσεις". Υπόσχεται όμως κάτι καλύτερο: δυνατότητες.
Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσω να κάνω μια ανασκόπηση των τελευταίων δώδεκα ετών στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, κάνοντας αναφορά σε παρελθούσα αρθρογραφία μου και περιγράφοντας τα οφέλη της ολοκλήρωσης και το κόστος της ελλιπούς εφαρμογής της στην Ευρώπη, ιδωμένα από την οικονομική, τη νομισματική, τη γεωπολιτική και τέλος, την κοινωνική διάσταση.
Στόχος είναι να αναδείξω ότι οι απειλές που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη έχουν ρίζες στο παρελθόν και για τον λόγο αυτό οφείλει να σταθεί στο ύψος της. Να αναγνωρίσει πως οι απειλές αυτές δεν εμφανίστηκαν ξαφνικά, αλλά προϋπάρχουν εδώ και αρκετά χρόνια, πολύ πριν καταστούν ξεκάθαρα τα αντικρουόμενα συμφέροντα εντός και εκτός της. Βάσει αυτού, επιχειρώ να καταρρίψω το επιχείρημα ότι η Ευρώπη επιχειρεί μονομερώς να ισχυροποιηθεί εις βάρος των γειτόνων της, πόσο μάλλον εις βάρος των ίδιων των μελών της. Αντίθετα, τα κράτη-μέλη βρίσκονται υπό διαρκή απειλή επιρροών, χειραγώγησης και παραγωγής πολωτικών αφηγημάτων, που αποσκοπούν στην αποδυνάμωσή τους προς όφελος επεκτατικών βλέψεων τρίτων.
Η συγκυρίες των ημερών μας σε σχέση με την ολοκλήρωση της Ευρώπης, όπως προαναφέρθηκε δεν είναι μια αιφνίδια έκτακτη κατάσταση. Είναι η συσσώρευση άλυτων αντιφάσεων και εξωτερικών πιέσεων που είχαν ήδη γίνει ορατές από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, ίσως και προηγουμένως, από την απαρχή της λεγόμενης Μεγάλης Ύφεσης, ή Χρηματοπιστωτικής Κρίσης του 2008. Σε άρθρα που δημοσίευσα την περίοδο 2014 – 2016, επιχειρούσα να περιγράψω από διαφορετικές γωνίες το ίδιο δομικό πρόβλημα: Ότι μια Ευρώπη με ελλιπή ολοκλήρωση δεν πληρώνει μόνο πολιτικό τίμημα. Πληρώνει οικονομικό, κοινωνικό και τελικά γεωπολιτικό. Σήμερα, υπό το βάρος των εξελίξεων, τα συμπεράσματα εκείνης της περιόδου μοιάζουν σε ένα βαθμό επίκαιρα και εν μέρει δείχνουν ότι οι βασικοί παράγοντες που μας οδήγησαν στην παρούσα κατάσταση, υπόβοσκαν από παλιά και δεν ήρθαν σαν κεραυνός εν αιθρία όπως συχνά υπονοείται.
Ξεκινώντας με το οικονομικό κόστος της μη-ολοκλήρωσης, σε άρθρο μου του 2014 (Τα έμμεσα κόστη δανεισμού), συναφές με τα τότε ερευνητικά μου ενδιαφέροντα, αναδείκνυα κάποιες από τις οικονομικές προεκτάσεις του ζητήματος που συχνά υποβαθμίζονταν στον δημόσιο διάλογο: Τα έμμεσα κόστη δανεισμού για νοικοκυριά και επιχειρήσεις όταν η ευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση είναι ημιτελής. Η βασική ιδέα ήταν απλή, όταν δεν υπάρχει επαρκής ενοποίηση μεταξύ οικονομιών, οι διάφορες χώρες εκλαμβάνονται ως διακριτές αγορές. Έτσι, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά της εκάστοτε χώρας δεν αξιολογούνται μόνο για τους κινδύνους που φέρουν με δική τους υπαιτιότητα, αλλά επιπροσθέτως και με την επίδραση της χώρας και του γενικότερου θεσμικού, οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο ανήκουν. Ένα παράδειγμα αυτού, είναι η επιβάρυνση του κόστους χρηματοδότησής τους. Κανείς μπορεί βέβαια να βρει ένα πλήθος άλλων παραδειγμάτων επιβάρυνσης σε ένα τέτοιο κατακερματισμένο περιβάλλον εξετάζοντας άλλες οικονομικές παραμέτρους. Έτσι λοιπόν, η ελλιπής ολοκλήρωση δεν είναι απλώς μια θεσμική λεπτομέρεια. Είναι καθημερινό οικονομικό βάρος για τον πολίτη και την παραγωγή σε πραγματικούς οικονομικούς όρους.
Συνεχίζοντας με μια περισσότερο νομισματική θεώρηση των επιπτώσεων της ολοκλήρωσης, σε άρθρο μου του 2015 (Θεωρίες Συνωμοσίας) πραγματευόμουν τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων το ευρώ θα μπορούσε να αποτελέσει ρεαλιστικό ανταγωνιστή του δολαρίου μακροπρόθεσμα. Εκεί περιέγραφα γιατί το δολάριο συνέχιζε να κυριαρχεί, παρά τις διαρκείς υποτιμητικές πιέσεις από τη χαλαρότερη νομισματική πολιτική των ΗΠΑ: Εξαιτίας της ήδη εδραιωμένης παγκόσμιας χρήσης του ως μέσο συναλλαγών, αποτίμησης αξιών, διακράτησης πλούτου κ.α., παράγοντες δηλαδή που λειτουργούν σαν ασπίδα απέναντι στις πιέσεις που θα περίμενε κανείς από την πιο χαλαρή νομισματική πολιτική των ΗΠΑ. Σε αυτό το πλαίσιο, στο βαθμό που το ευρώ προορίζονταν να αποτελέσει ένα εργαλείο σταθερότητας μέσω μιας γενικά "σφιχτής" νομισματικής πολιτικής, θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να παίξει έναν ρόλο υποκατάστατου. Όμως αυτή η δυνατότητα προϋπέθετε ουσιαστική ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Κατά την περίοδο Ομπάμα, τότε που οι ελπίδες μιας πιο περιορισμένης παρουσίας των ΗΠΑ στο εξωτερικό εκλαμβάνονταν με θετικό πρόσημο, προέκυψε η ανάγκη περιχαράκωσης της πρωτοκαθεδρίας του δολαρίου επιτακτικότερα, έτσι ώστε το γόητρο του δολαρίου να μη συνόδευε την προτιθέμενη απόσυρση των ΗΠΑ σε άλλους τομείς. Το αφήγημα έτσι κατά του ισχυρού ευρώ και της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πειθαρχίας παρουσιαζόταν μεν ως οικονομική κριτική, αλλά εξυπηρετούσε και τη διατήρηση της δολαριακής πρωτοκαθεδρίας.
Οι μετέπειτα εξελίξεις επιβεβαίωσαν εν μέρει αυτή την κατεύθυνση: Η πανδημία και η ανάγκη παρατεταμένης παγκόσμιας δημοσιονομικής χαλάρωσης ενίσχυσαν τις αβεβαιότητες, διόγκωσαν τον πληθωρισμό και μείωσαν την αγοραστική δύναμη μεγάλου μέρους επιχειρήσεων και νοικοκυριών παγκοσμίως. Τέλος, η άνοδος των κρυπτονομισμάτων πρόσθεσε ένα ακόμη επίπεδο ανταγωνισμού και ανάδειξε την επιθυμία ανεξαρτησίας από κεντρικά σχεδιαζόμενες πολιτικές.
Σε άλλο άρθρο του 2015 (Τελικά ποιος είχε δίκιο;), δίνοντας γεωπολιτικές προεκτάσεις επιχείρησα να αμφισβητήσω την παραπλανητική, απλουστευτική θεώρηση της ελληνικής κρίσης ως μιας ιδεολογικής σύγκρουσης ανάμεσα σε "φιλελεύθερες" και "παρεμβατικές" πολιτικές. Αντίθετα υποστήριξα ότι η ελληνική και νοτιοευρωπαϊκή κρίση χρέους μετατράπηκαν εν μέρει σκόπιμα σε ένα ευρύτερο πεδίο γεωπολιτικών συγκρούσεων. Η Ελλάδα προσφέρθηκε ως χώρος όπου μπορούσαν να δοκιμαστούν σενάρια κατά του "σφιχτού ευρώ", των πολιτικών σταθερότητας και της ευρωπαϊκής συνοχής. Αυτό ενίσχυσε εσωτερικά την πόλωση, όξυνε τα άκρα και, το κρίσιμο, αποπροσανατόλισε τη δημόσια συζήτηση από τα συγκεκριμένα πρακτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, όπως ήταν οι θεσμικές ανεπάρκειες, η διαφθορά, η παραγωγική υστέρηση, κοινωνικές στρεβλώσεις, τεχνολογικές αδυναμίες και άλλες παθογένειες.
Αγγλοσαξονικές και ρωσικές επιρροές, με διαφορετικά εργαλεία και στόχους, συνέκλιναν στη χρησιμότητα της ευρωπαϊκής αποσταθεροποίησης. Η προσπάθεια να ενισχυθούν διασπαστικές τάσεις στην ευρωζώνη και να τεθεί στο τραπέζι ακόμη και η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ ήταν μέρος αυτού του περιβάλλοντος πίεσης. Η παραπάνω κατάσταση δεν ήταν βέβαια μια μάχη αντιπάλων κατά μέτωπο, όμως διά αντιπροσώπων, όπως γίνεται σήμερα στην Ουκρανία. Είχαμε ευτυχώς την τύχη και ικανότητα να μη μεταφέρουμε τη σύγκρουση αυτή σε πραγματικό πεδίο μάχης. Πάντως, το μετέπειτα Brexit ήρθε να επιβεβαιώσει τις προθέσεις και τις φυγόκεντρες για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δυναμικές.
Στο άρθρο του 2016 (Ο συγκρουσιακός διάλογος και η διάρκεια της ύφεσης), εστίασα σε μια πιο κοινωνική διάσταση, αποτέλεσμα εξωτερικών ανισορροπιών που μεταφράζονταν εσωτερικά σε πόλωση. Η κρίση και στη συνέχεια η ύφεση παρατάθηκε για διάστημα πολύ μεγαλύτερου του αναμενόμενου, όχι μόνο εξαιτίας του μεγέθους της αναγκαίας προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, αλλά επιπροσθέτως, επειδή το συλλογικό βλέμμα καθηλώθηκε σε εύκολες ερμηνείες.
Έτσι αναδείχθηκαν αφηγήματα που κολάκευαν διαφορετικά ακροατήρια αναλόγως του αφηγήματος: Από αγγλοσαξονικές πλευρές, η κριτική στρεφόταν στη "σφιχτή" νομισματική πολιτική. Από ρωσικές, με το καπέλο της αριστεράς περιγράφονταν οι ανάλγητες πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού και της ανεπαρκούς προστασίας των αδύναμων. Με το καπέλο της ακροδεξιάς, περιγράφονταν εθνοκεντρικά αφηγήματα εξαύλωσης της εθνικής ταυτότητας, κατάληψης του νότου από τον βορρά, απώλειας θρησκευτικής ταυτότητας. Κοινός παρονομαστής ήταν η ενοχοποίηση της Ευρώπης με αποσιώπηση των βασικών ελληνικών παθογενειών που προαναφέρθηκαν. Έτσι, δεν διαμορφώθηκε ποτέ ένα ενιαίο, πραγματιστικό αφήγημα εξόδου από την κρίση.
Σήμερα, το ίδιο μοτίβο επανέρχεται σε ευρωπαϊκή κλίμακα, με τρεις σαφείς πυλώνες πίεσης, τη Ρωσία, τις ΗΠΑ και τέλος, τις εσωτερικές φωνές σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Η ρωσική στρατηγική δεν ξεδιπλώθηκε εμφανώς το 2022, ούτε καν το 2014. Αξιοποίησε ήδη από το 2010 την κρίση χρέους της ευρωζώνης ως παράθυρο επιρροής σε κόμματα, πολιτικούς, οικονομικούς παράγοντες και ΜΜΕ στην Ελλάδα και αλλού. Προώθησε την ενεργειακή μονοπώληση της Ευρώπης, επιδίωξε έξοδο στο Αιγαίο, ενίσχυσε διχαστικές ταυτοτικές συγκρούσεις στα Βαλκάνια και εδώ, στο Μακεδονικό, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα αντίπαλες ακραίες φωνές και στις δύο πλευρές, Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία. Επένδυσε σε περιοχές όπως η Θεσσαλονίκη και η Χαλκιδική όχι πρωτίστως για οικονομική απόδοση, αλλά για συμβολικό και αφηγηματικό αποτύπωμα. Ενίσχυσε δίκτυα επιρροής Παλλινοστούντων και αξιοποίησε γενικότερα μια ιστορικά αναθεωρητική, αυτοκρατορική λογική στα Βαλκάνια, τη Βουλγαρία, τη Β. Μακεδονία, τη Σερβία και την Ελλάδα, σε συνέχεια μιας διαχρονικής επιδίωξης αναβίωσης σφαιρών επιρροής.
Η στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Ευρώπη επίσης δεν άλλαξε στον πυρήνα της με τον Τραμπ στην εξουσία. Η αλλαγή ύφους ήταν πιο ορατή μεν με τον Τραμπ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι με αυτόν μεταβλήθηκε σημαντικά ο πυρήνας κάποιων στρατηγικών επιδιώξεων. Ακόμη και πριν από την πρώτη προεδρία Τραμπ, είχε ήδη διαφανεί μια γραμμή που ευνοούσε τη διατήρηση της Ευρώπης σε δεύτερο ρόλο, όχι κατ’ ανάγκη ως πλήρως διαλυμένης ένωσης, ευάλωτης σε άλλους ανταγωνιστές των ΗΠΑ, αλλά ως ενός ελλιπώς ενοποιημένου και άρα μη αυτόνομου γεωπολιτικού πόλου. Μια Ευρώπη που δεν ολοκληρώνεται πολιτικά, αμυντικά και οικονομικά παραμένει δομικά εξαρτημένη. Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε εδώ τις επικριτικές αναλύσεις οικονομολόγων όπως Paul Krugman, Jeffrey Sachs και γενικότερα διαφόρων ΜΜΕ από τις ΗΠΑ, των οποίων η επιχειρηματολογία αναφορικά με τις εφαρμοζόμενες οικονομικές πολιτικές στην Ευρώπη και την Ελλάδα ομοίαζαν με αυτές της αντιπολίτευσης στην Ελλάδα.
Το τρίτο σκέλος αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση, γιατί λειτούργησε και λειτουργεί "εκ των έσω". Τμήματα της αριστερής κριτικής στοχοποίησαν ΕΕ και ΔΝΤ, αλλά απέφυγαν συστηματικά να αγγίξουν εθνικές ολιγαρχίες, συντεχνίες, μονοπώλια και ολιγοπώλια. Στράφηκαν και ορθά κατά της ακροδεξιάς, όμως απέφυγαν επιμελώς να εστιάσουν σε κάποια από τα root causes της διόγκωσής της, τις δυνάμεις του εξωτερικού δηλαδή που στήριξαν σε Ελλάδα και Ευρώπη το άκρο της δεξιάς πλευράς. Και άποψή μου είναι ότι απέφυγαν να το κάνουν, διότι αυτό αποδομούσε το παραδοσιακό αφήγημα του κοινού νήματος μεταξύ φιλελευθερισμού και ακροδεξιάς που πολλοί επικαλούνταν.
Από την άλλη πλευρά, τμήματα της "λαϊκής" δεξιάς κατηγόρησαν την ΕΕ ως δύναμη που στρέφεται κατά των εθνικών συμφερόντων, αλλά δεν έδειξαν ίδιες ευαισθησίες όταν οι εξωτερικοί υποστηρικτές τους ήταν οι ίδιοι που κατά περιόδους βρέθηκαν να συνεργάζονται και να στηρίζουν τους "αιώνιους" εχθρούς της χώρας. Ούτε και ευαισθητοποιήθηκαν όταν οι ίδιοι εξωτερικοί παράγοντες υποστήριζαν επιδιώξεις των εθνικιστών της Β. Μακεδονίας, την ίδια ώρα που στήριζαν στην Ελλάδα τους μακεδονομάχους.
Το μοτίβο κι εδώ είναι προβλέψιμο: Κοινός παρονομαστής των άκρων γίνεται η απαξίωση της Ευρώπης, η αποδυνάμωση του κέντρου και η ακύρωση κάθε σοβαρής ατζέντας μεταρρυθμίσεων και σύγκλισης.
Αν τα άρθρα της περιόδου 2014–2016 είχαν έναν ενιαίο στόχο, ήταν να καταδείξουν ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν είναι αφηρημένη ιδέα. Είναι προϋπόθεση οικονομικής ασφάλειας, νομισματικής αξιοπιστίας, κοινωνικής συνοχής, προστασίας της πλειοψηφικής μεσαίας τάξης, καθώς και πυλώνας γεωπολιτικής επιβίωσης. Με άλλα λόγια, η ολοκλήρωση αποτελεί το θεμέλιο για τη διαμόρφωση ενός αυτοτελούς, ισχυρού πόλου δημοκρατίας, θεσμών, δικαιωμάτων και ελευθεριών. Ενός πόλου που λειτουργεί ως "απειλή" ακριβώς επειδή συνιστά καλό παράδειγμα απέναντι σε αυταρχικά και ολοκληρωτικά σχήματα εξουσίας, τα οποία επιδιώκουν να ενισχύσουν την επιρροή τους στον διαμορφούμενο πολυπολικό κόσμο.
Γίνεται επίσης σαφές ότι, παρά τις πρόσφατες δηλώσεις πολιτικών και οικονομικών παραγόντων από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και αλλού σχετικά με τον ρόλο της Ευρώπης και την υποτιθέμενα "αναίτια" επιλογή της να προχωρήσει σε περαιτέρω ισχυροποίηση και επανεξοπλισμό, αυτή η πορεία δεν προέκυψε ξαφνικά ούτε χωρίς αιτία. Αντίθετα, όπως δείχνει και η ιστορική αναδρομή που περιγράφηκε, κρίθηκε αναγκαία λόγω των διαρκών υβριδικών απειλών προηγουμένως και πραγματικών στρατιωτικών απειλών τώρα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, σήμερα η Ευρώπη καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε δύο δρόμους: είτε θα παραμείνει ένας κυρίως οικονομικός σχηματισμός, με ανεπαρκή ενοποίηση και με πολιτικό και αμυντικό κατακερματισμό, άρα καταδικασμένος σε σταδιακή συρρίκνωση, είτε θα επιταχύνει την ολοκλήρωσή της σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, ενεργειακό, τεχνολογικό και αμυντικό.
Η δεύτερη επιλογή δεν είναι ιδεολογική πολυτέλεια. Αποτελεί στρατηγική αναγκαιότητα. Και το κόστος της αναβολής έχει ήδη γίνει σαφές, τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε όλη την Ευρώπη.
*Οικονομολόγος, PhD, PRM