00:04 27/11
Αφανείς υποψήφιοι: Σιωπηρή απαξίωση των στελεχών από τις εταιρείες
Η ελληνική αγορά εργασίας τα τελευταία χρόνια κατακλύζεται από μία πληθώρα αγγελιών που δημοσιεύονται σε εξειδικευμένες πλατφόρμες.
Το δημοσκοπικό σκηνικό παραμένει ρευστό, χωρίς τούτο να δικαιολογείται από κρίση αντίστοιχη της διετίας 2010-2012. Κυριότερες παράμετροι που σήμερα το επηρεάζουν, δείχνουν οι εξής:
Η πρωτιά της ΝΔ δεν υποστηρίζεται από ισχυρά ποιοτικά στοιχεία. Με μια εξαίρεση: Το επιχείρημα "δεν υπάρχει άλλος εκτός από τον Μητσοτάκη".
Αληθινό ή όχι το επιχείρημα, γνήσιο ή κυβερνητική επικοινωνιακή επιτυχία, γεγονός είναι ότι αυτός ο τρόπος υπεροχής του πρωθυπουργού παραμένει ενεργός στο νου σημαντικής μερίδας του εκλογικού σώματος. Ενδεχομένως είναι η τελευταία γραμμή άμυνας του κυβερνώντος κόμματος πριν την κατάρρευση, ωστόσο μέχρι στιγμής έχει αποδειχθεί ανθεκτική.
Θα παραμείνει έτσι στο μέλλον; Η οικονομία και η καθημερινότητα δεν αποτελούν ισχυρά κυβερνητικά χαρτιά. Τα δημόσια οικονομικά πηγαίνουν καλά, όχι όμως η ιδιωτική οικονομία – ιδίως ως προς την ακρίβεια και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις – ούτε η κρατική οργάνωση. Το γενικό ψηφιακό μπάχαλο αυξάνεται ιδεοληπτικά, άνευ διεξόδου. Χωρίς όμως πειστική αντιπρόταση για ανάπτυξη και ψηφιακό κράτος, το "δεν υπάρχει άλλος" θα έχει πιστούς.
Τα νέα κόμματα που ίσως δημιουργήσουν δύο πρώην πρωθυπουργοί και – παρά τις διαψεύσεις – η Μ. Καρυστιανού, αναμένεται να επηρεάσουν (θετικά ή αρνητικά) τη βασική γραμμή άμυνας του κυβερνώντος κόμματος, για διαφορετικούς λόγους το καθένα.
Κόμμα Σαμαρά: Θα πλήξει αναμφίβολα το "δεν υπάρχει άλλος". Το ακριβές εύρος απώλειας ψήφων της ΝΔ θα έχει ήσσονα σημασία. Μείζον θα είναι ότι για πρώτη φορά το ερώτημα "ποιος άλλος", θα έχει απάντηση. Διότι παρά την αρνητική γνώμη μεγάλης μερίδας του εκλογικού σώματος για τον Σαμαρά και παρά τη σχετικά προχωρημένη ηλικία του, οι κυβερνητικές του ικανότητες δεν θα μπορέσουν να αμφισβητηθούν.
Το πλήγμα συνεπώς ενός κόμματος Σαμαρά έναντι της ΝΔ θα είναι κυρίως ποιοτικό. Πόσο ισχυρό θα είναι, μένει να φανεί.
Κόμμα Τσίπρα: Θα λειτουργήσει αντίστροφα από ένα κόμμα Σαμαρά. Αφενός δεν θα τραβήξει ψήφους από τη σημερινή ΝΔ, ούτε από δεξαμενές πιθανών ψήφων της. Αφετέρου, ο Τσίπρας την περίοδο 2019-2023 διατηρούσε ζωντανό το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, διευρύνοντας την απήχηση Μητσοτάκη. Προφανώς η κυβέρνηση ευελπιστεί να συμβεί πάλι το ίδιο.
Σκόπιμα λοιπόν, η κυβέρνηση διαλέγει αντίπαλο τον Τσίπρα, ελπίζοντας ότι πολλοί ίσως ξαναψηφίσουν Μητσοτάκη, "για να μην ξαναέρθει ο Τσίπρας".
Το σκεπτικό αυτό πάσχει στα εξής: Πρώτον, οι αναμνήσεις της περιόδου 2015-2019 σταδιακά ξεθωριάζουν. Δεύτερον, η "Ιθάκη" θέτει, κατά τη γνώμη της στήλης, σε σοβαρή αμφιβολία το κατά πόσον ο Τσίπρας είναι επαρκώς σε θέση να ελκύσει ψηφοφόρους. Τρίτον, Τσίπρας και Μητσοτάκης προσπάθησαν διαδοχικά να ελέγξουν αυτό που ο πρώτος αποκάλεσε "αρμούς της εξουσίας" – κυρίως Δικαιοσύνη και τύπο.
Στο πλαίσιο αυτό, ένα κόμμα Τσίπρα θα γεννούσε τον κίνδυνο για τη ΝΔ, ο Μητσοτάκης να ταυτιστεί πια με τον Τσίπρα. Τα λοιπά κόμματα (παλιά και υπό δημιουργία), εύκολα θα επιδοθούν σε διμέτωπο αγώνα, που θα επιδιώκει να ταυτίζει τους δύο πολιτικούς.
Μια τέτοια ταύτιση διευκολύνεται από την ακολουθούμενη στη β΄ τετραετία Μητσοτάκη οικονομική και φορολογική πολιτική: Η παραγωγή δημοσιονομικών υπερπλεονασμάτων που κατευθύνονται εν πολλοίς σε επιδόματα, αποτελεί κατεξοχήν πολιτική Τσίπρα, την οποία μάλιστα ο Μητσοτάκης ως αντιπολίτευση εύστοχα είχε επικρίνει.
Η δε πολιτική μειώσεων φόρων της πρώτης τετραετίας Μητσοτάκη φρέναρε απότομα στη δεύτερη, όπου μάλιστα αποφασίστηκαν περιορισμένες αλλά πολιτικά φορτισμένες αυξήσεις φόρων. Ενώ το πολυδιαφημισμένο πακέτο μειώσεων φόρων της ΔΕΘ αποδείχθηκε εντέλει πολιτικώς ανεπαρκές.
Κόμμα Καρυστιανού: Η όμοια προσέγγιση Μητσοτάκη και Τσίπρα έναντι των "αρμών της εξουσίας" θα αναδεικνύονταν εναργέστερα από το τρίτο πιθανό μελλοντικό κόμμα.
Οι πρωτοφανείς για την Ελλάδα ιδιαιτερότητες ενός τέτοιου κόμματος δεν μπορούν ακόμη να αναλυθούν πλήρως. Η μάλλον αναπόφευκτη μονοθεματικότητά του, ίσως αρχικά αποδειχθεί πλεονέκτημα. Διότι μόνο αυτό θα μπορεί να υποσχεθεί πειστικά ενίσχυση της ανεξαρτησίας των "αρμών της εξουσίας".
Στην πραγματικότητα βέβαια, Δικαιοσύνη και τύπος δεν είναι "αρμοί της εξουσίας": Διασφαλίζουν ότι η πολιτική εξουσία δεν θα ασκείται ανεξέλεγκτα. Στις ΗΠΑ ονομάζονται "checks and balances", όπου περιλαμβάνεται και η, τουλάχιστον παλαιότερα, μη κομματικοποιημένη αμερικανική δημόσια διοίκηση.
Ένα κόμμα Καρυστιανού, συνεπώς, αναδεικνύοντας κρίσιμες θεσμικές ταυτίσεις μεταξύ της σημερινής ΝΔ και της τετραετίας Τσίπρα, θα ανέτρεπε τον πολιτικό σχεδιασμό και των δύο: Της μεν κυβέρνησης, να χρησιμοποιήσει την επάνοδο Τσίπρα ως "σκιάχτρο" για να επαναπατρίσει ψηφοφόρους. Του δε Τσίπρα, να εμφανιστεί ως εναλλακτική απέναντι στον Μητσοτάκη.
Σημειώνεται ότι ο Τσίπρας έλαμψε δια της απουσίας του από το κίνημα των Τεμπών. Είναι καταλυτική η σύγκριση με την ορμητικότητα του νεαρού τότε αρχηγού τού ΣΥΡΙΖΑ να καβαλήσει το αντιμνημονιακό κύμα το 2010-2012. Αντίπαλοί και φίλοι του θα ανέμεναν να πράξει το ίδιο στην αντισυστημική αμφισβήτηση που εκφράζει σήμερα το κίνημα των Τεμπών. Δεν το έπραξε.
Τούτο θα τον εμποδίζει να αμφισβητεί αποτελεσματικά την κυβέρνηση. Εν πολλοίς θα τον ταυτίζει μάλιστα μαζί της, χωρίς μάλλον να αντιλαμβάνεται σήμερα ο ίδιος ότι θα συμβεί.
Το κόμμα Καρυστιανού θα στερούσε λοιπόν την, ήδη ξεθωριασμένη, αντισυστημική πολιτική λάμψη από τον ‘rebranded’ Τσίπρα. Και ενώ οι κρίσιμες ταυτίσεις Μητσοτάκη-Τσίπρα επηρεάζουν σήμερα μόνον αδιόρατα το πολιτικό σκηνικό, το κόμμα Καρυστιανού θα τις κεφαλαιοποιούσε πολιτικά.
Σε καθαρά δημοσκοπικό επίπεδο, εάν ένα κόμμα Καρυστιανού καθιερωνόταν αδιαμφισβήτητα ως δεύτερος πόλος έναντι της ΝΔ, αυτό ίσως απογύμνωνε από κάθε λόγο ύπαρξης το κόμμα Τσίπρα.
Ένα τελευταίο ερώτημα είναι, κατά πόσο θα επηρεάσει τη δημοσκοπική εικόνα ο μερικός κυβερνητικός αναπροσανατολισμός σε εθνικά κλπ. θέματα ανησυχιών του δεξιού εκλογικού κοινού.
Το κοινό αυτό αισθάνεται όμως ήδη εξαπατημένο από τη ‘δεξιότερη’ κυβερνητική εικόνα στην πρώτη τετραετία. Δεν θα λησμονήσει εύκολα, ότι όταν ο πρωθυπουργός αισθάνθηκε το 2023 αρκετά ισχυρός από το 41% και τη σχεδόν ολοκληρωτική απουσία αντιπολίτευσης, έδειξε αυτό που θεωρείται πια το πραγματικό πολιτικό του πρόσωπο.
Έτσι, μετά την Κάσο και τη Διακήρυξη των Αθηνών, κανένας δεν θα πειστεί ότι είναι ειλικρινής και διαρκής οιαδήποτε προσπάθεια κατοχύρωσης των ελληνικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο. Θα πρυτανεύει αντιθέτως η υποψία ότι, αν τυχόν ο πρωθυπουργός ξαναπάρει κυβερνητική εντολή, θα την αξιοποιήσει εντονότερα σε κατεύθυνση όμοια με το 2023.
Η κυβέρνηση πολύ δύσκολα θα βρει διέξοδο ανάκαμψης. Ούτε περαιτέρω φθορά είναι όμως άμεσα ορατή.
Βασική παράμετρος της κυβερνητικής αντοχής παραμένει η διατήρηση, στους κόλπους των ψηφοφόρων της, της εικόνας του ‘αναντικατάστατου’ Μητσοτάκη.
Η δημιουργία νέων κομμάτων θα επανακαθορίσει μερικώς τα παραπάνω. Πόσο ακριβώς, μένει να αποδειχθεί.
* Δ.Ν., Δικηγόρος