Συνεχης ενημερωση

    Δευτέρα, 06-Οκτ-2025 00:04

    Ενωσιακό δίκαιο ανταγωνισμού και φαρμακευτική αγορά

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Ισίδωρου Μέντη*

    Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αποτελεί οικονομικο-πολιτική ένωση χωρών που αθροιστικά καλύπτουν μεγάλο τμήμα της ευρωπαϊκής ηπείρου, με αρχικό στόχο την ενίσχυση συνεργασίας-οικονομική αλληλεξάρτηση, ως αντίβαρο σε ενδεχόμενη υιοθέτηση συγκρουσιακών πολιτικών και διακύβευσης της ακεραιότητας των κρατών που την απαρτίζουν. Η αρχική σκοποθεσία αφορούσε στη δημιουργία κοινής αγοράς, περιλαμβάνουσα τελωνειακή ένωση και ελεύθερη κυκλοφορία πολιτών-αγαθών-υπηρεσιών στο πλαίσιο της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ). Αυτό το όραμα επικυρώθηκε με τις συνθήκες Ρώμης (1957), Μάαστριχτ (1992), Άμστερνταμ (1997) και Λισαβόνας (2007). Συνεκδοχικά, επιτεύχθηκε μια πολυεθνική ολοκλήρωση (καταργώντας τα εμπόδια στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές) και δημιουργήθηκε ενιαίος οικονομικός χώρος (ενωσϊακή αγορά), περιλαμβάνοντας το άθροισμα προϊόντων-υπηρεσιών (εκτιμώμενα ως υποκατάστατα), καταναλωτών (που μέσω προτιμήσεων-εισοδήματος οριοθετούν τις μέγιστες τιμές που διατίθενται να καταβάλλουν για αυτά) και επιχειρήσεων-παραγωγών (τα περιουσιακά στοιχεία και η τεχνολογική υποδομή των οποίων ορίζουν την ελάχιστη τιμή στην οποία διατίθενται να τα προσφέρουν). 

    Στο πλαίσιο της ΕΕ, η αγορά εδράζεται στην εναλλαξιμότητα (αμοιβαία υποκατάσταση) προϊόντων/υπηρεσιών, βάσει διασταυρούμενης ελαστικότητας (αλληλο-υποκαθιστώμενα σε βαθμό ώστε να κρίνονται ανταγωνιστικά) και διάρθρωσης προσφοράς-ζήτησης. Η σχετική γεωγραφική αγορά περιλαμβάνει την περιοχή όπου οι επιχειρήσεις πωλούν τα προϊόντα τους υπό επαρκώς ομογενοποιημένες συνθήκες ανταγωνισμού και συνιστά το εύρος αγοράς που προσδιορίζεται από τη δυνατότητα των καταναλωτών να μετακινηθούν από μια περιοχή σε άλλη όταν μεταβληθεί η τιμή ενός/περισσοτέρων υποκατάστατων προϊόντων. Τέλος, το σύνολο των ομοειδών (βάσει ιδιοτήτων-τιμής-χρήσης) αγαθών/υπηρεσιών ορίζει τη σχετική αγορά (relevant product market).

    Η ελευθερία ανταγωνισμού συνιστά έκφραση οικονομικής ελευθερίας, εξασφαλίζουσα ανεμπόδιστη πρόσβαση στην αγορά και ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού εντός αυτής, προϋποθέτουσα πολλαπλότητα εμπλεκομένων οικονομικών φορέων και εξασφάλιση ισότητας επί όρων-ευκαιριών δραστηριοποίησης. Τα απορρέοντα οφέλη είναι χαμηλές τιμές, καλύτερη ποιότητα, εκτενέστερο εύρος επιλογών, καινοτομία, ισχυρότεροι ανταγωνιστές στις διεθνείς αγορές (ο ανταγωνισμός στο εσωτερικό της ΕΕ καθιστά τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ισχυρότερες και εκτός ΕΕ).

    Η πολιτική ανταγωνισμού, καταλαμβάνοντας εξέχουσα θέση στο έργο της ΕΕ, αναφέρεται σε άθροισμα κανόνων διασφάλισης θεμιτού-ισότιμου οικονομικού ανταγωνισμού εντός της ενωσϊακής αγοράς, με σκοπό την οικονομική ευημερία επί όρων συνολικού πλεονάσματος (καταναλωτή-παραγωγού), προστασία του ανταγωνισμού από ενέργειες αλλοίωσης/περιορισμού του, ενθάρρυνση επιχειρηματικότητας-θωράκιση μικρών επιχειρήσεων, προάσπιση της οικονομικής ελευθερίας, τιθάσευση πληθωρισμού, ισότητα, αμεροληψία και ενότητα της κοινής αγοράς (εμποδίζοντας την κατάτμησή της λόγω συμπράξεων-συγχωνεύσεων επιχειρήσεων, μονοπώλησης αγορών, κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης επιχειρήσεων). Έτσι, ρυθμίζεται η συμπεριφορά επιχειρήσεων, αποτρέπονται στρεβλώσεις των όρων ανταγωνισμού, απελευθερώνονται οι αγορές και διευρύνονται οι επιλογές των καταναλωτών (μείωση τιμών-βελτίωση ποιότητας αγαθών/υπηρεσιών).  

    Για τη συσχέτιση ενωσϊακού δικαίου-εθνικών νομοθεσιών, απαιτήθηκε η θέσπιση κοινώς αποδεκτού φορέα και ο ρόλος ανατέθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή που συνεργαζόμενη με τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού εφαρμόζει τους κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ (άρθρα 101-109 ΣΛΕΕ), καταλογίζοντας πρόστιμα σε περιπτώσεις πρακτικών διακυβευουσών την εφαρμογή των ανωτέρω κανόνων. Στην Ελλάδα, το όργανο εφαρμογής-παρακολούθησης τήρησης κανόνων ελεύθερου ανταγωνισμού είναι η Επιτροπή Ανταγωνισμού, ανεξάρτητη αρχή με διοικητική-οικονομική αυτοτέλεια που συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για εφαρμογή του ενωσϊακού δικαίου ανταγωνισμού, το οποίο εναρμονιζόμενο με την αρχή της επικουρικότητας και τις αρμοδιότητες των κρατών-μελών, ενισχύει την ενωσϊακή μόχλευση στις διαπραγματεύσεις με τη βιομηχανία. 

    Δεδομένου ότι οι φαρμακευτικές δαπάνες συνιστούν σημαίνον τμήμα των κρατικών υγειονομικών δαπανών και οι αντιανταγωνιστικές πρακτικές φαρμακευτικών εταιρειών, εκτός από διασάλευση του υγιούς αναταγωνισμού, θέτουν υπό δικινδύνευση την πρόσβαση των ευρωπαίων πολιτών σε οικονομικώς προσιτά καινοτόμα φάρμακα, η παρακολούθηση της λειτουργίας της φαρμακευτικής αγοράς και η εποπτεία-επιβολή της νομοθεσίας ανταγωνισμού εκτιμώνται ως πρωτευούσης σημασίας. Οι αντιανταγωνιστικές πρακτικές παρασκευαστών φαρμάκων-επιχειρήσεων χονδρικής/λιανικής πώλησης αφορούν σε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης και σύναψη περιοριστικών συμφωνιών μεταξύ εταιρειών, ήτοι οριζόντιες μεταξύ ανταγωνιστών (συμφωνίες αντίστροφης πληρωμής), πρόδηλες συμπράξεις (νόθευση διαγωνισμών) και κάθετες (ρήτρες απαγόρευσης στους διανομείς προς αποτροπή προώθησης προϊόντων ανταγωνιστών). Στη φαρμακευτική αγορά, η εκ του μονοπωλίου προκληθείσα κοινωνική ζημία είναι η υψηλότερη δυνατή (η μονοπωλιακή δύναμη υπερισχύει εκείνης ετέρων τομέων), αφού η ελαστικότητα ζήτησης σημαντικών φαρμάκων κρίνεται ήσσων, λόγω ανυπαρξίας υποκατάστατων προϊόντων, ενώ η εναλλακτική-αναιρετική της κατανάλωσης-λύση είναι γενεσιουργός αιτία προβλημάτων απειλούντων τη ζωή. 

    Συνεπώς, τα θεσμικά ευρωπαϊκά όργανα οφείλουν να επαγρυπνούν, διερευνώντας επισταμένως τη λειτουργία της ενωσϊακής αγοράς, αξιολογώντας ειδικές συγκυρίες (έκτακτες υγειονομικές συνθήκες), τις ιδιαιτερότητες εκάστης υπόθεσης (εντοπίζοντας σημεία σύμπτωσης εκμεταλλευτικών με παρεμποδιστικές καταχρήσεις) και παρεμβαίνοντας κατά διασυνοριακών αντιανταγωνιστικών συμπεριφορών, με πρωταρχικό μέλημα την αυστηρή εναρμόνιση της επιχειρηματικής πρακτικής με τις διατάξεις της ενωσϊακής νομοθεσίας και την αποτροπή παρεκκλίσεων από τα νομοθετικώς ορισθέντα, δια της απαρεγκλίτου εφαρμογής τους. 

    Η επιβολή κανόνων ανταγωνισμού, συμπληρωματική της νομοθετικής-ρυθμιστικής δράσης, αντιπροσωπεύει ένα τριπλό στοίχημα, για τις επιχειρήσεις (που θα απολαμβάνουν ασφαλές-δίκαιο επιχειρηματικό περιβάλλον, εξασφαλίζον τη βιωσιμότητα-ανταγωνιστικότητά τους εντός της επικρατείας της ΕΕ, με παρακίνηση σε επενδύσεις), για τις ρυθμιστικές αρχές (που θα αποκτούν σφαιρική εικόνα των αντιανταγωνιστικών πρακτικών) και για τους ευρωπαίους πολίτες (που θα επωφελούνται με διεύρυνση της πρόσβασης σε καινοτόμα και οικονομικώς προσιτά φάρμακα). Η αναγκαιότητα συναντίληψης-εξισορρόπησης των απαιτήσεων εθνικών κυβερνήσεων-φαρμακευτικής βιομηχανίας-ασθενών αντανακλά την αδήριτη ανάγκη επικαιροποίησης της ενωσϊακής νομοθεσίας ανταγωνισμού. Οι αρμόδιοι ενωσϊακοί παράγοντες καλούνται σε επέκτασή της σε σύνθετο πολιτικό έδαφος, αποσοβώντας τη διακύβευση της δημόσιας υγείας, αφ’ενός από άκριτη υπερκέραση των εθνικών νομοθετικών ορίων, αφ’ετέρου από ακροσφαλείς εθνικές αποσυνδέσεις από την ενωσϊακή υγειονομική πολιτική. Έτσι, θα επιτευχθεί η θωράκιση του ορθού ανταγωνισμού από προσπάθειες υπονόμευσής του, η αποτελεσματική κατανομή των πηγών προμήθειας φαρμάκων και επαγωγικά η προάσπιση της υγείας των ευρωπαίων πολιτών (με ενίσχυση της ευημερίας τους) σε σύζευξη με την υλοποίηση του οράματος (σταδιακώς διαμορφούμενο) της οικοδόμησης μιας ισχυρότερης ΕΕ, πρωτοστατούσα έναντι συνεχώς αναδυομένων προκλήσεων (πχ. πανδημία Covid-19).

    * Ο Ισίδωρος Μέντης είναι φαρμακοποιός (ΕΚΠΑ), κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου Σπουδών στη Διοίκηση Οικονομικών Μονάδων με εξειδίκευση στα Οικονομικά της Υγείας (ΕΚΠΑ), υποψήφιος Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Αθηνών και στέλεχος της Διεύθυνσης Φαρμάκου Κεντρικής Υπηρεσίας ΕΟΠΥΥ.

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ