00:04 19/09
Αξιολόγηση Νοσοκομείων
Εξ αφορμής του πρόσφατου εγχειρήματος του Υπουργείου Υγείας για τη διερεύνηση της ικανοποίησης χρηστών των υπηρεσιών υγείας του ΕΣΥ.
Του Δημήτρη Χρ. Αναστασόπουλου*
Σε ποια χώρα διπλασιάζονται μέσα σε λίγους μήνες οι Νομικές Σχολές; Μα στην Ελλάδα! Μέχρι το προηγούμενο ακαδημαϊκό έτος, η χώρα μας διέθετε τρεις Νομικές Σχολές που ιδρύθηκαν σε διάστημα σχεδόν ενάμιση αιώνα (το 1837 στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το 1930 στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το 1974 στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης). Και τώρα, με τον νέο νόμο που επιτρέπει την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αδειοδοτούνται, ως παραρτήματα αλλοδαπών ομοταγών ιδρυμάτων σε συνεργασία με υφιστάμενα κολλέγια, ισάριθμες μη κρατικές νομικές σχολές, δύο στην Αθήνα και μία στη Θεσσαλονίκη, σύμφωνα τουλάχιστον με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας.
Με μια τεράστια σπουδή, οι νέες σχολές ετοιμάζονται να δεχθούν φοιτητές από το τρέχον ακαδημαϊκό έτος, πριν καν δημοσιευθεί η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε συνταγματικό τον σχετικό νόμο. Οι υπό ίδρυση σχολές διαφημίζουν ήδη τα προγράμματά τους για να προσελκύσουν εγγραφές, τη στιγμή που δεν έχουν καν αποσαφηνιστεί θεμελιώδη στοιχεία της φυσιογνωμίας τους. Η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης χρειάζεται -και πολύ σωστά- μήνες ολόκληρους για να εγκρίνει ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα δημόσιου ΑΕΙ. Εύλογα ανακύπτει το ερώτημα πώς θα πιστοποιήσει μέσα σε ελάχιστο χρόνο τετραετή προγράμματα σπουδών, σε όλα τα υπό ίδρυση τμήματα, όχι μόνο στις αναγγελθείσες νέες νομικές σχολές.
Από τις αποσπασματικές πληροφορίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, γνωρίζουμε ελάχιστα ακριβή στοιχεία για τα προγράμματα σπουδών, τον τρόπο εξέτασης, το διδακτικό προσωπικό, τα δίδακτρα, τον προϋπολογισμό, τις εγκαταστάσεις των νέων σχολών. Γνωρίζουμε επίσης ότι για την εισαγωγή σε αυτές, απαιτείται οι υποψήφιοι να έχουν επιτύχει την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, η οποία υπολογίζεται με ειδικό τρόπο και υπολείπεται σαφώς της βάσης εισαγωγής στις τρεις δημόσιες Νομικές Σχολές.
Μάθαμε επίσης ότι μία εκ των νέων σχολών θα στεγαστεί στο κέντρο της πρωτεύουσας, στην Ιπποκράτους 33, που άλλοτε φιλοξενούσε γραφεία καθηγητών, σπουδαστήρια και αίθουσες σεμιναρίων της Νομικής του ΕΚΠΑ. Από το πρόγραμμα σπουδών της ίδιας σχολής – από όσα έχουν δημοσιευτεί στον τύπο - λείπουν θεμελιώδη αντικείμενα: οι κλάδοι του δημοσίου δικαίου και του ποινικού δικαίου συμπιέζονται σε ένα και μόνο μάθημα, ενώ στο πρόγραμμα δεν περιλαμβάνονται οι γενικές αρχές αστικού δικαίου, το ενοχικό δίκαιο, η βάση όλων των συναλλαγών, αλλά και το κληρονομικό δίκαιο. Και πάλι: οι νέες σχολές θα διαθέτουν βιβλιοθήκη, κάτι που απαιτεί σοβαρή επένδυση, αλλά και χρόνο και ανθρώπινους πόρους για να υλοποιηθεί; Και επίσης, θα ισχύει για τις νέες σχολές η ρύθμιση 4+2 ετών σπουδών, την οποία ορθώς θέσπισε η παρούσα Κυβέρνηση για να διαχειριστεί το ζήτημα των αιώνιων φοιτητών;
Η εντύπωση που δημιουργείται είναι ότι η ίδρυση των νέων νομικών σχολών γίνεται χωρίς τον παραμικρό σχεδιασμό. Κάτι που δεν είναι καινοφανές, δεδομένου ότι στη χώρα μας λείπει, εδώ και δεκαετίες, η συστηματική μελέτη του ποιες επαγγελματικές ειδικότητες χρειαζόμαστε και η στάθμιση των αναγκών της αγοράς εργασίας, με την παρούσα ή τη μελλοντική δομή και κατεύθυνση της οικονομίας. Σε ένα πανεπιστημιακό τοπίο που συρρικνώνεται συνεχώς, ιδρύονται τρεις ιδιωτικές νομικές. Φαίνεται ότι το -εντελώς ορθό- επιχείρημα που επικαλέστηκε το 2019 η τότε Υπουργός κα Κεραμέως για να παύσει τη διαδικασία ίδρυσης Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Πατρών, ότι δηλαδή θα ενίσχυε τον υπερπληθωρισμό αποφοίτων νομικής, έχει χάσει την ισχύ του.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι νέες νομικές θα οδηγήσουν σε μαρασμό τη Νομική της Κομοτηνής, η ενίσχυση της οποίας, όπως και κάθε άλλου ακριτικού πανεπιστημίου, είναι ύψιστη εθνική επιταγή. Υποβαθμίζοντας, συνολικά, το επίπεδο των νομικών σπουδών και παράγοντας αποφοίτους με λειψές γνώσεις. Απόφοιτοι οι οποίοι θα βρεθούν ανέτοιμοι στον επαγγελματικό στίβο, θα διεκδικήσουν όμως κατοχυρωμένα εργασιακά δικαιώματα, κατά μείζονα λόγο διότι θα έχουν δαπανήσει δεκάδες χιλιάδες ευρώ για τις σπουδές τους. Και θα διοχετευθούν σε ένα ήδη κορεσμένο δικηγορικό λειτούργημα, υποβαθμίζοντας έτι περαιτέρω τις αμοιβές.
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Οι ιδιωτικές νομικές - τουλάχιστον με όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα - ακόμη και αν δεχθούμε ότι θα φτάσουν στο σημείο να παρέχουν ποιοτικές σπουδές, θα έρθουν να επιτείνουν το ήδη εκρηκτικό πρόβλημα του υπερπληθωρισμού των δικηγόρων και της διευρυνόμενης ανισοκατανομής της δικηγορικής ύλης. Οι πτυχιούχοι τους θα έχουν πρόσβαση στο λειτούργημα με τους ίδιους όρους, όπως οι απόφοιτοι των δημόσιων νομικών σχολών, δηλαδή χωρίς, ουσιαστικά, καμία σοβαρή και αξιόπιστη διαδικασία αξιολόγησης. Γιατί οι εξετάσεις για την εγγραφή στους Δικηγορικούς Συλλόγους έχουν προ πολλού καταντήσει σχεδόν προσχηματικές: κατ’ουσίαν, κάθε απόφοιτος Νομικής γίνεται δικηγόρος, χωρίς να υφίσταται τη βάσανο της σοβαρής και αμερόληπτης αξιολόγησης, όπως σε κάθε άλλη προηγμένη χώρα. Γιατί ενώ σε κάθε σοβαρή οικονομία και κοινωνία το πτυχίο της Νομικής ανοίγει αμέτρητες διεξόδους, στην Ελλάδα έχει ταυτιστεί με τη δικηγορία -για την ακρίβεια, τη δικηγορία με μειωμένες απολαβές και κύρος, τη δικηγορία για την επιβίωση.
Ίσως η αθέλητη ευεργετική συνέπεια της ίδρυσης των μη δημόσιων νομικών σχολών να είναι ότι μας δείχνει και πάλι τον ελέφαντα στο δωμάτιο: την ακώλυτη, εν τοις πράγμασι, πρόσβαση κάθε πτυχιούχου νομικής στο δικηγορικό λειτούργημα, χωρίς φίλτρα. Και την επείγουσα ανάγκη να ληφθούν επιτέλους γενναίες αποφάσεις, που αναβάλλονται επί δεκαετίες, για την αναβάθμιση του κύρους και του λειτουργήματος, αλλά και της ίδιας της απονεμόμενης δικαιοσύνης και της ασφάλειας δικαίου. Και βέβαια, το ερώτημα που εν προκειμένω τίθεται είναι σαφές: μπορούν οι ίδιοι άνθρωποι που επί χρόνια διοίκησαν τον ΔΣΑ να λάβουν ξαφνικά τα αναγκαία μέτρα για την θωράκιση του επαγγέλματος μας; Ή μήπως έχει έρθει η ώρα να αλλάξουμε πραγματικά σελίδα;
Τέλος, το ζήτημα της θωράκισης του επαγγέλματος μας δεν μπορεί ασφαλώς να περιοριστεί μόνο στο ζήτημα των εξετάσεων για τη λήψη άδειας ασκήσεως επαγγέλματος. Απαιτείται συνολική αναβάθμιση του θεσμού της άσκησης, προς όφελος πρώτα από όλα των ίδιων των νέων συναδέλφων μας. Και πολλά άλλα ακόμα, τα οποία θα τα συζητήσουμε αναλυτικά το επόμενο διάστημα.
*Δικηγόρος, Σύμβουλος ΔΣΑ
Υποψήφιος πρόεδρος ΔΣΑ
Σημ: "Ο δικηγορικός υδροκέφαλος" - Τίτλος άρθρου, το 1954, του Πέτρου Γ. Ζήση, δικηγόρου και εκδότη της νομικής επιθεώρησης "Νέον Δίκαιον".