Συνεχης ενημερωση

    Τετάρτη, 23-Ιουλ-2025 00:03

    Ευτυχής εργασιακή συνθήκη: Ανθρωπινότερος μισθωμένος/ χρησιμότερος ελεύθερος χρόνος

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Γιώργου Ι. Κωστούλα

    Το κλισέ είναι διάχυτο και γενικώς αποδεκτό, έως και αυτονόητο: Κάθε επιτυχία στον επαγγελματικό τομέα έχει το τίμημά της. 

    Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του τιμήματος: Ατελείωτες ώρες και εξουθενωτικός όγκος εργασίας, με ποιοτικά χαρακτηριστικά την ένταση, την ανασφάλεια και τις θυμικές εξάρσεις.

    Για να ολοκληρωθεί η εικόνα, η κατάσταση μεταφέρεται στο σπίτι, όπου οι εργαζόμενοι επιστρέφουν, όχι για να απολαύσουν τη θαλπωρή του και να αναζωογονηθούν, αλλά για να κρυφτούν, όπως τα πληγωμένα γατιά.

    Ο τίτλος θέτει ως μέγα ζητούμενο την προφανή ανάγκη για τον μέσο εργαζόμενο να κάνει όσο γίνεται ανθρωπινότερο τον μισθωμένο χρόνο του και όσο γίνεται χρησιμότερο τον ελεύθερο χρόνο της κάθε μέρας του. 

    Το θέμα δεν είναι ποσοτικό. Στην επιδίωξη του ανθρώπου για λιγότερη εργασία, εκείνο που θα έπρεπε να λογαριάζεται δεν είναι πόσο χρόνο γλυτώνει από τη δουλειά, αλλά πώς αξιοποιεί το χρόνο που γλύτωσε. Κι αυτό λαμβάνοντας υπόψη μια μεγάλη, κυλιόμενη, δυσεξήγητη, ωστόσο, διάψευση: "Το ποσό της πραγματικής ανάπαυσης που μια εργατική κοινωνία απολαμβάνει, τείνει να είναι αντιστρόφως ανάλογο με το ποσό της εργασίας που εξοικονομήθηκε από την χρησιμοποίηση των μηχανών”.

    Για τα περί αναπαύσεως και ελεύθερου χρόνου, ας μην ξεχνάμε και τα βιβλικά θέσφατα. Η παραγγελία για την αργία του Σαββάτου δεν είναι (μόνο) θρησκευτική, αλλά (κυρίως) βαθύτατα προνοητική ενός ισορροπημένου και δίκαιου ανθρώπινου βίου: "Έξι ημέρες θα κάνεις τις εργασίες σου και την εβδόμη θα γιορτάζεις το Σάββατο για να αναπαύεται το βόδι σου και το υποζύγιό σου και να μπορεί να ανασάνει ο δούλος σου και ο ξένος που σου δουλεύει”.

    Είχε βεβαίως προηγηθεί ο Αριστοτέλης: Ανθρώπινος πολιτισμός σημαίνει εργασία όσο και αργία. "Ασχολούμεθα γαρ ίνα σχολάζομεν” (Ηθικά Νικομάχεια). 

    Από τη εποχή του "Ora et labora” -προσευχήσου και εργάζου-, κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι. Σε άλλους καιρούς, δύο ήταν τα βασικά ερωτήματα που έπρεπε να απαντήσει ο κάθε εργαζόμενος: Πρώτα αν η δουλειά του είναι τίμια και μετά αν είναι χρήσιμη.

    Τα πράγματα σήμερα είναι διαφορετικά. Παραφράζοντας τον Τολστόι θα λέγαμε ότι "όλοι οι ευτυχισμένοι εργαζόμενοι είναι ευτυχισμένοι κατά τον ίδιο τρόπο. Αντίθετα, όλοι οι δυστυχισμένοι είναι δυστυχισμένοι, ο καθένας με το δικό του τρόπο”. Εδώ, οι δυστυχίες, σύμφωνα με τον καθηγητή του INSEAD F. Bartolome, είναι τρεις. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τρεις δυσαρμονίες, όπως τις αποκαλεί.

    Πρώτη δυσαρμονία: Αυτή μεταξύ των απαιτήσεων της δουλειάς και των δυνατοτήτων του εργαζομένου. Όπου, ο τελευταίος προσπαθεί, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιος ότι έχει πλήρη έλεγχο των έργων, των εξελίξεων και των αποτελεσμάτων της δουλειάς του.  

    Δεύτερη δυσαρμονία: Η ελλειμματική ευχαρίστηση που απολαμβάνει ο εργαζόμενος από το είδος της δουλειάς του και τα έργα με τα οποία καταπιάνεται. Θύματα εσωτερικών οργανωτικών αναγκών, εργοδοτικών πιέσεων ή απλούστερα κάποιας μορφής ανταμοιβών, οι εργαζόμενοι αυτής της κατηγορίας, μεσαία στελέχη κατά κανόνα, ενέδωσαν σε κάποια προαγωγή, σε μια εσωτερική μετακίνηση ή σε ευθύνες που εκ των υστέρων αποδείχτηκαν κατώτερες των προσδοκιών τους.

    Τρίτη δυσαρμονία: Αυτή εντοπίζεται στο χάσμα μεταξύ του προσωπικού κώδικα αρχών και αξιών του εργαζομένου και των αντίστοιχων του οργανισμού- εργοδότη. 

    Κύρια αιτία παγίδευσης των εργαζομένων, ωστόσο, παραμένει: Η αδυναμία ξεκάθαρης απάντησης, ιδιαίτερα κάτω από τις σημερινές, έως και εκβιαστικές συνθήκες εργασίας, στα τρία κρίσιμα ερωτήματα, γύρω από τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά της δουλειάς τους ή κάποιας άλλης που τους προσφέρεται: "Μπορώ να την κάνω”; "Μού αρέσει να την κάνω”; "Αξίζει να την κάνω”;

    Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν στο στρατόπεδο των εργαζομένων, τί γίνεται στην αντίπερα όχθη, στους οργανισμούς, δηλαδή, και τους εργοδότες;

    Σύμφωνα με τα παραδεδεγμένα, σε μια κανονική αγορά εργασίας, κάθε εργαζόμενος προσελκύεται σε μία δουλειά από πέντε στοιχεία-κράχτες: Την ιεραρχική του ανέλιξη, (στάτους), τις ευκαιρίες εξειδίκευσης και καλλιέργειας επιδεξιοτήτων, τις δημιουργικές πτυχές της δουλειάς, την αυτονομία της και τέλος την ασφάλεια.

    Το άσχημο με τους εργοδότες είναι ότι όλο το ενδιαφέρον τους εξαντλείται, επιλεκτικά, στον εντοπισμό και την προσέλκυση συνεργατών της πρώτης κατηγορίας, στελεχών δηλαδή, για την κάλυψη κάποιου υπαρκτού κενού στο οργανόγραμμα της εταιρείας, παραβλέποντας, περιφρονώντας καλύτερα, τις υπόλοιπες κατηγορίες εργαζομένων και φυσικά τα μεταξύ αυτών, πιθανότατα, ταλαντούχα άτομα τα όποια θα μπορούσαν να προσελκύσουν στις εταιρείες τους.

    Έτσι τους καίνε όλους: Τους πρώτους, που μετατρέπουν τους εαυτούς τους σε ανώνυμες εταιρείες που πρέπει να πωλούνται και να αποτιμώνται σε στάτους και χρήμα, με βάση το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Και τους υπόλοιπους, που νιώθουν ως εργαζόμενοι δευτέρας κατηγορίας και που καλούνται να εντοπίσουν και να χειριστούν μόνοι τους  αβοήθητοι και ακαθοδήγητοι τις ψυχολογικές και συναισθηματικές ανάγκες τους, ως εργαζομένων. 

    Κάτω από αυτές τις συνθήκες, και όσον αφορά στους δεύτερους, ισχύει απολύτως η διάσημη φράση του Χένρι Φορντ: "Το να προσλάβετε κάποιον που χρειάζεται δουλειά, αντί για κάποιον που χρειάζεται η δουλειά, είναι σαν να τον βεβαιώνετε ότι είναι άχρηστος”. 

    Ή, με τα (ελαφρώς παραλλαγμένα ) λόγια του Φρόιντ: " Η δυνατότητα-δικαίωμα ενός εργαζόμενου να ευχαριστιέται από και να σέβεται τη δουλειά που κάνει, είναι εξίσου σημαντική με την ικανότητά του να την κάνει.”

    * O κ. Κωστούλας είναι τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα

    gcostoulas@gmail.com

     

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ