08:00 06/09
Οι μαύρες αγκινάρες επιστρέφουν
Ο Αλ. Τσίπρας επανήλθε δριμύτερος, απειλώντας να μας… ξανασώσει!
Μετά τις φιλελεύθερες ευρωπαϊκές επαναστάσεις του 1848, οι Γερμανοί επαναστάτες πρόσφεραν το στέμμα της γερμανικής αυτοκρατορίας στον Πρώσο βασιλιά, Φρειδερίκο Γουλιέλμο Δ΄. Η πολιτική ενοποίηση ήταν το παγγερμανικό όνειρο μετά την ήττα του Ναπολέοντα. Ο Πρώσος βασιλιάς, όμως, απέρριψε το αυτοκρατορικό στέμμα.
Επίσημη αιτιολογία της απόρριψης: Ότι οι επαναστάτες δεν είχαν δικαίωμα να προσφέρουν αυτοκρατορικό τίτλο. Η βαθύτερη αιτία όμως ήταν άλλη.
Η γερμανική ενοποίηση επετεύχθη κάμποσα χρόνια αργότερα, το 1871, μετά από δύο πολέμους: Τον πρωσοαυστριακό πόλεμο του 1866, που σχημάτισε την υπό πρωσική επικυριαρχία Βορειογερμανική Συνομοσπονδία, και τον γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870-71. Κυβερνήτης της Πρωσίας και στους δύο πολέμους, ο Όττο φον Βίσμαρκ. Ο τότε Πρώσος βασιλιάς, Γουλιέλμος Α΄, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας μέσα στο ηττημένο Παρίσι.
Πώς ο Πρώσος βασιλιάς δέχθηκε το αυτοκρατορικό στέμμα από τον Βίσμαρκ, αλλά όχι από τους φιλελεύθερους επαναστάτες; Η απόρριψη του "απλού λαού" ως φορέα απονομής του στέμματος, υπέκρυπτε την άρνηση του βασιλιά να εξαρτηθεί πολιτικά από τους επαναστάτες. Αν οι επαναστάτες έδιναν το στέμμα, αυτοί θα ήταν κυρίαρχη δύναμη στην αυτοκρατορία. Ενώ το 1871 ο Πρώσος βασιλιάς αισθάνθηκε ότι είχε ενοποιήσει τη Γερμανία με τη δύναμη του στρατού "του".
Τούτο, ασχέτως αν η κυρίαρχη προσωπικότητα πίσω από τους τους δύο πολέμους και τη γερμανική ενοποίηση ήταν ο Βίσμαρκ, του οποίου οι επιδέξιοι χειρισμοί οδήγησαν στους πρωσικούς εκείνους θριάμβους. Ο Πρώσος βασιλιάς δεν ενοχλούνταν από την ισχυρή προσωπικότητα του Βίσμαρκ, διότι ήταν οιονεί "αυλικός" του και πάντως ενεργούσε στο όνομα του βασιλιά. Αντίστοιχη σχέση είχαμε στην Ελλάδα μεταξύ Γεωργίου Β΄ και Ιωάννη Μεταξά.
Το ηθικό δίδαγμα της γερμανικής ενοποίησης είναι, ότι οι πολιτικοί ηγέτες αρνούνται να τους "καπελώνουν" τρίτοι.
Μεταφέροντας το ηθικό αυτό δίδαγμα στην πρόσφατη κίνηση των "91" υπέρ (κατ’ ουσίαν) του Αντ. Σαμαρά, βάση των σκέψεων που ακολουθούν είναι η πεποίθηση ότι ο άτυπος επικεφαλής των "91", Μελέτης Μελετόπουλος, λέει αλήθεια ότι δεν υπήρξε καμία συνεννόηση με τον κ. Σαμαρά.
Η απροσδόκητα έντονη ενασχόληση του τύπου και της κοινής γνώμης με τους "91" δείχνει πάντως την ευστοχία της κίνησης. Αξίζει να ακούσει κανείς τον κ. Μελετόπουλο να επισημαίνει προσφυώς και με αυτογνωσία, ότι αν οι "91" είχαν κινηθεί αυτόνομα, ουδείς θα τους έδιδε σημασία. Ενώ καλώντας τον κ. Σαμαρά να ηγηθεί της χώρας, οι "91" έγιναν πολιτικός παράγοντας. "Από το πρωί έχω δώσει οκτώ συνεντεύξεις και θα δώσω άλλες τέσσερις. Πιστεύετε ότι αν είχαμε εμφανιστεί ως κόμμα πολιτών, θα δίναμε οκτώ συνεντεύξεις σε ένα πρωί;", είπε χαρακτηριστικά.
Το πρόβλημα των "91" είναι όμως αντίστοιχο με αυτό των φιλελεύθερων Γερμανών επαναστατών του 1848: Παραγνωρίζουν ότι η εξουσία δεν είναι υπόθεση ρομαντική, αλλά σκληρή, απάνθρωπη, κυνική, απόμακρη, ψεύτρα, φύσει και θέσει διεφθαρμένη.
Είναι χαρακτηριστική η ευαγγελική διήγηση στον τρίτο πειρασμό του Χριστού από τον διάβολο. Δείχνει ο διάβολος στον Χριστό "πάσας [όλες] τὰς βασιλείας τοῦ κόσμου καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν" και Του λέει: "Ταῦτα πάντα σοι δώσω, ἐὰν πεσὼν προσκυνήσῃς μοι" (Ματθ. δ, 48-49). Δηλαδή ο διάβολος διεκδικεί όλους τους ηγέτες του κόσμου για "δικούς του" και την πολιτική εξουσία για προνομιακό του πεδίο επιρροής. Στη γερμανική ενοποίηση π.χ. οι Πρώσοι βασιλείς προτιμούσαν να σφαγούν μερικές χιλιάδες συνανθρώπων τους και να γίνουν αυτοκράτορες μέσω πολέμων, παρά να παραλάβουν το αυτοκρατορικό στέμμα από τον "χυδαίο λαό". Το ίδιο στέμμα χάθηκε βέβαια σε έναν άλλον πόλεμο (Α΄ Παγκόσμιο), ως φυσιολογική συνέπεια της εξουσίας του κακού πάνω στη συλλογική ζωή της ανθρωπότητας.
Σήμερα όμως δεν υπάρχει Έλληνας "Βίσμαρκ" για να προσφέρει το "στέμμα" της επόμενης πρωθυπουργίας. Υποχρεωτικά λοιπόν, ο επόμενος πρωθυπουργός πρέπει να βασιστεί στην αγωνιώδη αναζήτηση των πολιτών για κυβερνητική εναλλακτική απέναντι στον Κυρ. Μητσοτάκη, είτε οι πολίτες εκφράζονται από τους "91" είτε όχι.
Είναι γεγονός ότι την προηγούμενη φορά που ο κ. Σαμαράς βασίστηκε στους πολίτες (το 1993 με την Πολιτική Άνοιξη), την πάτησε. Τότε όμως δεν αναζητούσε η κοινωνία εναλλακτική πρόταση. Οι πολίτες ήταν υπερβολικά νομιμόφρονες στα κόμματα εξουσίας: Στις εκλογές του 1993, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ είχαν λάβει μαζί 86,19%, δεύτερο υψηλότερο ποσοστό του δικομματισμού ιστορικά (μετά το 86,67% του 1985). Αντίστροφα όμως την πάτησε το 2011, όταν παραγνώρισε τις προσδοκίες των πολιτών και βασίστηκε στις προτροπές των ισχυρών εντός και εκτός Ελλάδος να στηρίξει την κυβέρνηση Παπαδήμου, τη μία και μόνη αιτία για το ταπεινωτικό 18,88% του Μαΐου 2012. Σήμερα που οι πολίτες – εκτός μιας συρρικνούμενης μειοψηφίας – δεν είναι πια σταθερά νομιμόφρονες σε ένα πολιτικό κόμμα, υπάρχει όχι μόνον ανάγκη, αλλά και ευκαιρία ανταπόκρισης στο λαϊκό αίτημα.
Άλλωστε, ασχέτως της δημοκρατικότητας του πολιτεύματος, οι πολιτικοί ηγέτες χρειάζονται λαϊκή αποδοχή: Η γερμανική ενοποίηση ήταν παλλαϊκό αίτημα του 19ου αιώνα. Ο Βίσμαρκ και ο Πρώσος βασιλιάς συντάσσονταν με τη λαϊκή επιθυμία. Ενώ η κυβέρνηση Παπαδήμου, παρά τη φαινομενική δημοσκοπική αποδοχή, εξαρχής δεν ανταποκρινόταν στη λαϊκή ανάγκη για όραμα εξόδου από την κρίση.
Τη σημερινή λαϊκή βούληση αποδεικνύει η δυσκόλως αποκρυπτόμενη αγωνία της κυβέρνησης να αντιπαραταχθεί στους "91", χρησιμοποιώντας τα μόνα πολιτικά όπλα της β΄ τετραετίας της: Λοιδορία και συκοφαντία. Διότι η απήχηση της σχεδόν αγωνιώδους έκκλησης προς τον Σαμαρά προσώπων με περιορισμένο έως χθες κύκλο αναγνωρισιμότητας, αναδεικνύει εναργώς τα υπόγεια ρεύματα της ελληνικής κοινωνίας, χαλάει το αφήγημα πολιτικής κυριαρχίας του Κυρ. Μητσοτάκη και ματαιώνει το άνοιγμα προς τα δεξιά που επιχειρεί η, μάλλον φαινομενική, σκλήρυνση θέσεων στο λαθρομεταναστευτικό.
Δεν είναι εμφανές τι σχέση θα αναπτύξουν μελλοντικά οι "91" με τον κ. Σαμαρά. Δεν έχει σημασία όμως. Ήδη πέτυχαν αυτό που ήθελαν: Ο τύπος και η κοινή γνώμη ασχολείται μαζί τους. Καταδείχθηκε η αναγκαιότητα, αλλά και η απήχηση που είχε η κίνηση. Η δε εγνωσμένη, από την έως σήμερα πορεία τους, έλλειψη προσβάσεων στο πολιτικό προσκήνιο δείχνει το αυθόρμητο της απήχησης.
Ιστορικώς η πολιτική αποδείχθηκε μόνον κατ’ εξαίρεση πεδίο αρετής και ηθικής τελειότητας. Αλλά όσο ισχυρότερη είναι η διαλεκτική κυβέρνησης και λαού, τόσο εντονότερα θα μπολιάζεται με αρετή η άσκηση της εξουσίας. Του λαού όχι ως πελατειακού εταίρου, αλλά ως κυρίαρχου και αυτεξούσιου πολιτικού σώματος της δημοκρατίας.
Και μόνον λοιπόν που οι "91" προβάλλουν καθαρώς πολιτικά αιτήματα που εκφράζουν την κοινωνία, μακριά από την πελατειακή λογική και τη διαφθορά τού "μαζί τα φάγαμε", λειτουργούν εξυγιαντικά.
Δεν γνωρίζουμε μεν τα βαθύτερα κίνητρα καθενός από τους "91", ούτε τη μελλοντική τους πορεία. Με τη σχέση όμως κυβέρνησης και λαού να συμπυκνώνεται σήμερα στον κομματικό ανθρωπότυπο του "Φραπέ", πρόκειται, αν μη τι άλλο, για αλλαγή παραδείγματος.
*Δ.Ν., Δικηγόρος