Συνεχης ενημερωση

    Παρασκευή, 25-Ιουλ-2025 00:04

    Ελαιόλαδο: Προκλήσεις, πολιτικές και αγορές

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    δφγδφγδΤων Θεόδωρου Παναγιωτίδη και Μιχάλη Καλαϊτζίδη*

    Μία από τις θετικές ‘πρωτιές’ που κατέχει η χώρα μας σε θέματα της αγροτικής  της οικονομίας έχει να κάνει με το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο. Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο στην κατά κεφαλήν κατανάλωση ελαιολάδου, ενώ στη δεύτερη και τρίτη θέση έρχονται η Ισπανία και η Ιταλία αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, o μέσος Έλληνας κάνει χρήση περίπου 24 λίτρων ελαιολάδου τον χρόνο, ενώ ο μέσος Ισπανός 15 και ο μέσος Ιταλός 13 αντίστοιχα (πηγή: aboutoliveoil.org).  

    Τα θετικά αυτά στατιστικά είναι αναμενόμενα, καθώς το ελαιόλαδο αποτελεί βασικό στοιχείο της ελληνικής -και της μεσογειακής κατ’ επέκταση- γαστρονομικής κουλτούρας καθώς και αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής ταυτότητας. Η μεγάλη σημασία του ελαιολάδου για την χώρα και τις εξαγωγές της, καθιστά την παρακολούθηση των τιμών του στις διάφορες αγορές επιτακτική. Σε ένα πιο τεχνικό πλαίσιο, μάλιστα, η μελέτη της παραγωγής αλλά και της τιμής του ελαιόλαδου διαχρονικά είναι απαραίτητη για την κατανόηση και ενδεχομένως την πρόβλεψη της, καθώς αυτή επηρεάζει τόσο τα νοικοκυριά όσο και τους παραγωγούς.

    Οι τέσσερις χώρες με τα μεγαλύτερα μερίδια της σχετικής αγοράς ελαιόλαδου στην Ευρώπη είναι η Ισπανία, η Ιταλία, η Ελλάδα καθώς και η Πορτογαλία. Σε αυτές θα επικεντρωθούμε σε αυτή τη σύντομη ανασκόπηση. Είναι σημαντικό να τονίσουμε πως αθροιστικά οι  τέσσερις αυτές χώρες καλύπτουν περίπου το 70% της παγκόσμιας αγοράς ελαιολάδου (95% της Ε.Ε.) και συνεπώς η απόδοση τους καθορίζει επί των πλείστων και την κίνηση του αγαθού σε όλο τον κόσμο. 

    Η παραγωγή ελαιολάδου 

    Πηγή: International Oil Council (IOC) website

    Η ελαιοκομική περίοδος στις περισσότερες χώρες ξεκινάει στις αρχές του Οκτωβρίου, όποτε και οι συνθήκες για την συγκομιδή είναι ιδανικές, και διαρκεί έως και τον Γενάρη. Η χρονιά καλλιέργειας δεν κυλάει όμως πάντα ομαλά. Όπως σε όλα τα αγροτικά αγαθά, η παραγωγή του ελαιολάδου είναι ευαίσθητη στα καιρικά δρώμενα και υπόκειται σε εποχικά επεισόδια. 

    Κατά την περίοδο καλλιέργειας 2022/23, στην Ισπανία σημειώθηκε μείωση 56% της συνολικής της παραγωγής από την προηγούμενη χρονιά, λόγω καύσωνα. Στην Ιταλία, το περασμένο καλοκαίρι, ο υδράργυρος είχε φτάσει τους 40 βαθμούς για 50 συνεχόμενες ημέρες σε ορισμένες περιοχές, οδηγώντας σε πτώση της παραγωγής μέχρι και 80% σε κάποια ελαιουργεία. Οι ελαιοπαραγωγοί της Ελλάδας έχουν επίσης υποφέρει από την ξηρασία και τις δυσμενείς συνθήκες τα τελευταία χρόνια. Τα αποτελέσματα αυτά, είναι ιδιαίτερα εμφανή στο τελευταίο σκέλος του διαγράμματος 1, όπου παρατηρούνται έντονες διακυμάνσεις στην παραγωγή σε όλες τις χώρες. Ήδη από την έλευση της νέας χιλιετίας μάλιστα, η κλιματικές προκλήσεις δεν ήταν αμελητέες. Στα μέσα των 2000’ παρουσιάστηκαν –ασυνήθιστοι για την περίοδο- παγετοί.

    Συνολικά, κυρίαρχη χώρα στην παραγωγή ελαιολάδου παραμένει η Ισπανία, η οποία παράγει κατά μέσο όρο 1.4 εκατομμύριο τόνους τον χρόνο. Η Ιταλία παράγει 300 χιλιάδες τόνους ενώ η Ελλάδα κοντά στους 280 χιλιάδες τόνους, με το 80% της παραγωγής της να αποτελείται από εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο. Η Πορτογαλία, εάν και σημαντικά κατώτερη στην παραγωγή, παρουσιάζει μια σταθερή άνοδο χωρίς πολλές διαταραχές την τελευταία εικοσαετία. 

    Η προηγούμενη ‘κατάταξη’ στην παραγωγή φυσικά δεν είναι τυχαία. Πέρα από τις δραστικές διαφορές στο κλίμα αλλά και στον αριθμό των καλλιεργήσιμων στρεμμάτων μεταξύ των χωρών, η ελαιοπαραγωγή διαφέρει από τόπο σε τόπο και ποιοτικά. Διαφορετικές μέθοδοι και τεχνολογίες υιοθετούνται καθώς και διαφορετικές πολιτικές ενίσχυσης των αγροτών.

    Η Ισπανία και η Πορτογαλία χρησιμοποιούν καινούργιες τεχνολογίες, από drones, υπερεντατικές φυτεύσεις μέχρι και AI για την βέλτιστη άρδευση των ελαιόδεντρων για την παραγωγή τους. Τον ίδιο δρόμο ακολουθεί και η Ιταλία όπου συγκεντρώνεται επενδυτικό κεφάλαιο υπό την αιγίδα διεθνών οργανισμών, όπως το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιόλαδου (IOC). Στην Ελλάδα, δυστυχώς, το ρεύμα του εκσυγχρονισμού της παραγωγής δεν είναι αρκετά ισχυρό. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, όπως η ύπαρξη παλαιών ελαιώνων, η πολυμορφία του τόπου (το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζει και η Ιταλία) και οι περιορισμένες δυνατότητες επένδυσης από μικροπαραγωγούς. Στην Ιταλία, μία καινούργια πρακτική αρχίζει να υιοθετείται: αυτή της εκχύλισης εξαιρετικού παρθένου ελαιόλαδου με τη βοήθεια υπέρηχου. Με την νέα αυτή τεχνολογία, η αποδοτικότητα του μηχανικού σταδίου παραγωγής βελτιώνεται καθώς η εξαγωγή του λαδιού από την πάστα ελιάς επιταχύνεται και η ποιότητα του προϊόντος αυξάνεται λόγω λιγότερης έκθεσης σε χαμηλές θερμοκρασίες (πηγή:hielscher.com). 

    Εάν και τα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει προσπάθειες εισαγωγής νέων πρακτικών και στην Ελλάδα, επενδύσεις τόσο στην τεχνολογία παραγωγής όσο και στο ανθρώπινο κεφάλαιο είναι απαραίτητες για την αποφυγή στασιμότητας. 

    Η τιμή του ελαιόλαδου και η διασπορά 

     Πηγή: International Oil Council (IOC) website

    Φυσικά, αυτές οι εξελίξεις στην παραγωγή έχουν και τις δικές τους επιπτώσεις στις τιμές του αγαθού διαχρονικά. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρούμε την τελευταία πενταετία, από την πανδημία και έπειτα, μια απότομη αύξηση της τιμής του ελαιόλαδου, κοντά στο 100% (χρησιμοποιούμε ενδεικτικά την τιμή του εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου σε αυτή τη περίπτωση, αλλά μπορούμε να πούμε πως και για άλλες ποιότητες του η εικόνα είναι παρόμοια). Αυτό το σοκ στις τιμές σε όλες τις αγορές οφείλεται στην μειωμένη παραγωγική δραστηριότητα των τελευταίων ετών λόγω των δυσμενή καιρικών συνθηκών που αναφέραμε προηγουμένως. Επιπλέον μπορεί να πηγάζει και από το αυξημένο κόστος παραγωγής που έχουν οι ίδιοι οι παραγωγοί, λόγο της ενεργειακής κρίσης των τελευταίων ετών.

    Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο που παρατηρείται είναι η τιμή του ελαιολάδου στην Ιταλία σε σχέση με τις υπόλοιπες αγορές, ιδίως στα μέσα με τέλη της περασμένης δεκαετίας. Ενώ γενικά μπορούμε να πούμε πως οι τιμές της Ελλάδας, Πορτογαλίας και Ισπανίας ακολουθούν ένα παρόμοιο ιστορικό μονοπάτι, οι τιμές της Ιταλίας φαίνεται να είναι σχεδόν διπλάσιες εκείνη την περίοδο, σχηματίζοντας μάλιστα επανειλημμένα καμπούρες ανά δυο χρόνια. 

    Που μπορεί να οφείλεται αυτή η συμπεριφορά; Μια πιθανή εξήγηση βρίσκεται στην εξάπλωση του βακτηρίου Χυλέλλα (Xylella fastidiosa) από τα τέλη του 2013 στην περιοχή της Απουλίας. Η εμφάνιση αυτή έφερε καταστροφή στις σοδειές των Ιταλών εκείνη την περίοδο, με αποτέλεσμα την δραστική αύξηση του κόστους παραγωγής. Από την πλευρά της ζήτησης ακόμη, τα Ιταλικά προϊόντα ελαιόλαδου συνήθως διατείθονται σε πιο ‘προσεγμένες’ συσκευασίες από αυτές τις Ισπανίας και της Ελλάδας. Αυτή η επιμονή των Ιταλών στην διαφήμιση της ταυτότητας τους φαίνεται να έχει επιδράσει θετικά στην διαφοροποίηση του αγαθού και στα μάτια των καταναλωτών.

    Παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια  η διάκριση αυτή των προϊόντων φαίνεται να έχει ελαττωθεί. Η ελληνική τιμή, παρότι υψηλή σε σχέση με τον ιστορικό της μέσο, είναι η χαμηλότερη στην Ευρώπη και δείχνει πτωτική πορεία, λόγω της αυξημένης παραγωγής σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πως οι τιμές θα εξελιχθούν αυτό το καλοκαίρι, δεδομένης της αυξημένης ζήτησης των καταναλωτών αλλά και των επικείμενων καυσώνων.

    Ο ανταγωνισμός στην Μεσόγειο 

    Η επισκόπηση μας αυτή μπορεί να επεκταθεί και στα πλαίσια των εξαγωγών-εισαγωγών του ελαιόλαδου, όπου δύναται να δούμε και τον ρόλο-κλειδί που κατέχει διεθνώς το αγαθό. Άλλωστε, οι αμέσως επόμενες χώρες με την μεγαλύτερη παραγωγή ελαιολάδου στην Μεσόγειο είναι η Τουρκία στα ανατολικά και το Μαρόκο και η Τυνησία της γειτονικής βόρειας Αφρικής.

    Η τελευταία, σκοπεύει να πενταπλασιάσει την παραγωγή της έως και το 2040, με την εντατική εμφύτευση νέων ελαιόδεντρων. Καλύπτει σταθερά κάθε χρονιά γύρω στο 10,3% της παγκόσμιας αγοράς. To Μαρόκο επίσης διαθέτει μια μεγάλη έκταση ελαιόδεντρων (κοντά στα 1,2 εκατομμύρια στρέμματα) εάν και συχνά αντιμετωπίζει δυσκολίες στην παραγωγή λόγω έντονων καιρικών συνθηκών στην επικράτεια του. Η Τουρκία, τέλος, αποτελεί μια κύρια εξαγωγική δύναμη στην Μέση Ανατολή καθώς φημίζεται για  το υψηλής ποιότητας έξτρα παρθένο ελαιόλαδο της αλλά και για τις παραδοσιακές ποικιλίες της όπως η Memecik και η Ayvalik. 

    Πιο αναλυτικά, για μια δυναμική ματιά στην ετήσια παραγωγή τις τελευταίες δεκαετίες στις ανωτέρω, ο πίνακας Α προσφέρει κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία:

     

    Πίνακας Α:

    Απόλυτες μονάδες (σε τόνους) και ρυθμοί μεγέθυνσης (%) παραγωγής ελαιολάδου τις τελευταίες δεκαετίες

     

    1992

    2002

    2012

    2022

    Μαρόκο

    38000

    60000 (↑54.15%)

    120100 (↑100.16%)

    181500 (↑51.12%)

    Τυνησία

    120000

    72000 (↓40.00%)

    196200 (↑63.30%)

    235200 (↑19.87%)

    Τουρκία

    56000

    160000 (↑186.71%)

    206300 (↑28.40%)

    302400 (↑46.58%)

     

    Πηγή: FAOSTAT

    Είναι εύκολο να παρατηρήσουμε την εντυπωσιακή ανάπτυξη των τριών χωρών τις τελευταίες τρεις δεκαετίες στην παραγωγή ελαιολάδου. Η Τουρκία έχει μεγαλύτερη παραγωγή από την Ελλάδα, η Τυνησία βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής ενώ το Μαρόκο έχει τους υψηλότερους ρυθμούς αύξησης της παραγωγής. Αυτό το φαινόμενο φυσικά δεν άφησε και δεν πρόκειται να αφήσει την παγκόσμια αγορά αμετάβλητη. Αυτές οι τάσεις μπορούν τα επόμενα χρόνια να οδηγήσουν σε αλλαγές και στον εκτοπισμό κάποιων από τους παραδοσιακούς παραγωγούς ελαιολάδου.

    Συμπεράσματα

    Εν κατακλείδι, οι κοινές πολιτικές της Ε.Ε. που πρόκειται να υιοθετηθούν, έπεται να αντιμετωπίσουν πολλαπλές προκλήσεις στο μέλλον. Κλιματική αλλαγή, ενεργειακή κρίση αλλά και αναταραχές εντός της αγοράς βεβαίως και θα δυσκολέψουν την κατάσταση για τους ελαιοπαραγωγούς στην Μεσόγειο. Η ενίσχυση της παραγωγής μέσω επενδύσεων καθίσταται άκρως σημαντική, από την ψηφιακή γεωργία έως και οικολογικές πρακτικές όπως το carbon farming. Ακόμη παραπάνω, η ίδια η θέση των παραγωγών πρέπει να στηριχθεί σε ένα τέτοιο ασταθές οικονομικό περιβάλλον μέσω άμεσων πολιτικών όπως προγράμματα αποζημιώσεων (Ε.Λ.Γ.Α. στην Ελλάδα) και επιδοτήσεις. 

    Ανεξαρτήτως, η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλουν να είναι σχολαστικές ως προς την διαχείριση του αγαθού-χρυσάφι της Μεσογείου, καθώς οδηγούμαστε σε μια εποχή επιπλέον αβεβαιότητας αλλά και ανταγωνισμού, με την δυναμική εισαγωγή χωρών όπως η Τυνησία η Τουρκία και το Μαρόκο στην παγκόσμια αγορά. Μαζί με το απόλυτο πλεονέκτημα στην παραγωγή ελαιολάδου πρέπει να διατηρηθεί και το συγκριτικό πλεονέκτημα των χωρών της Μεσογείου, έτσι ώστε τόσο οι παραγωγοί τους να δραστηριοποιούνται βιώσιμα όσο και οι καταναλωτές τους να απολαμβάνουν το ‘ιερό’ αυτό αγαθό.

    *Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ