08:00 06/09
Οι μαύρες αγκινάρες επιστρέφουν
Ο Αλ. Τσίπρας επανήλθε δριμύτερος, απειλώντας να μας… ξανασώσει!
Φανταστείτε να δουλεύετε σκληρά, να βλέπετε ένα σημαντικό μέρος του μισθού σας να εξανεμίζεται από φόρους και εισφορές, και ταυτόχρονα να παρακολουθείτε με αγανάκτηση φαινόμενα διαφθοράς, όπως το πρόσφατο σκάνδαλο στον ΟΠΕΚΕΠΕ, όπου εκλάπη ευρωπαϊκό χρήμα. Αυτή είναι, δυστυχώς, η πραγματικότητα για τους περισσότερους Έλληνες πολίτες. Το ελληνικό φορολογικό σύστημα συχνά μοιάζει να τιμωρεί τη συνέπεια και την εργατικότητα, δημιουργώντας ένα περιβάλλον που ωθεί τους νέους ανθρώπους είτε στη μετανάστευση, είτε στη φοροδιαφυγή, είτε ακόμα και στην αναζήτηση της συμμετοχής στον παράνομο πλουτισμό επειδή "έτσι κάνουν όλοι”.
Έχει ποτέ κανείς όμως αναλογιστεί τί σχέση μπορεί να έχει το φορολογικό σύστημα με την κουλτούρα διαφθοράς σε μία χώρα; Πώς συνδέεται η πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος με την τάση για εκμετάλλευση των κενών στους ελέγχους; Ας εξετάσουμε πώς αυτή η κατάσταση συγκρίνεται με άλλες ευρωπαϊκές χώρες – συγκεκριμένα το Λουξεμβούργο, την Ισπανία και τη Ρουμανία – αναλύοντας τον αντίκτυπο του μέσου μισθού και της φορολογίας στο διαθέσιμο εισόδημα. Η σύγκριση ίσως να αναδεικνύει γιατί το ελληνικό σύστημα χρήζει άμεσης και ριζικής αναθεώρησης. Αν όχι πλήρους ανακατασκευής…
Στην Ελλάδα, ο μέσος ετήσιος μικτός μισθός πλήρους απασχόλησης για το 2025 εκτιμάται γύρω στα 19.000 ευρώ, ή περίπου 1.583 ευρώ μηνιαίως. Το προοδευτικό όμως σύστημα φορολογίας εισοδήματος, με συντελεστές που κυμαίνονται από 9% έως και 44% χωρίς αφορολόγητο για μισθωτούς χωρίς παιδιά, σε συνδυασμό με τις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, περιορίζει σημαντικά το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα.
Για έναν μισθωτό αμειβόμενο με τον παραπάνω μισθό, αφαιρώντας περίπου 2.880 ευρώ σε φόρο εισοδήματος και 3.800 ευρώ σε ασφαλιστικές εισφορές, το καθαρό ετήσιο εισόδημα διαμορφώνεται στα 12.320 ευρώ. Αυτό αντιστοιχεί σε περίπου το 65% του αρχικού μικτού μισθού. Όταν αυτό το ποσό συγκρίνεται με το συνεχώς αυξανόμενο κόστος ζωής, γίνεται αντιληπτό ότι το περιθώριο για αποταμίευση ή ακόμα και για αξιοπρεπή διαβίωση είναι εξαιρετικά περιορισμένο. Αυτή η πίεση ωθεί πολλούς να αναζητήσουν καλύτερες οικονομικές ευκαιρίες στο εξωτερικό ή, δυστυχώς, να εκτραπούν προς την αδήλωτη εργασία και την φοροδιαφυγή.
Το Λουξεμβούργο από την άλλη αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση εντός της ΕΕ, χαρακτηριζόμενο από ιδιαίτερα υψηλά εισοδήματα και ένα φορολογικό πλαίσιο που, παρά την προοδευτικότητά του, είναι φιλικό τόσο προς τους χαμηλούς όσο και προς τους υψηλούς μισθούς. Ο μέσος ετήσιος μικτός μισθός ανέρχεται στα 81.000 ευρώ (περίπου 6.750 ευρώ μηνιαίως).
Με συντελεστές φορολογίας από 0% έως 42% και ένα σημαντικό αφορολόγητο όριο στα 12.438 ευρώ, οι φορολογικές επιβαρύνσεις είναι αναλογικά μικρότερες από ότι στην Ελλάδα. Ένας εργαζόμενος με τον μέσο μισθό καταβάλλει περίπου 14.250,97 ευρώ σε φόρους και 10.125 ευρώ σε ασφαλιστικές εισφορές (που αντιστοιχούν σε περίπου 30% του μικτού μισθού), με το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα να φτάνει τα 56.624,03 ευρώ – δηλαδή περίπου το 70% του αρχικού του μισθού.
Εάν θέλαμε να δούμε ποιο θα ήταν το διαθέσιμο εισόδημα στο Λουξεμβούργο ενός εργαζόμενου με τον μέσο μικτό μισθό της Ελλάδα (τελείως άτοπο το παράδειγμα, αλλά υπάρχει λόγος) είναι ενδεικτικό ότι, αν κάποιος με μικτό μισθό 19.000 ευρώ ζούσε και εργαζόταν στο Λουξεμβούργο, θα πλήρωνε μόλις 600 ευρώ σε φόρο εισοδήματος και περίπου 2.375 ευρώ σε εισφορές, με το καθαρό εισόδημα να διαμορφώνεται στα 16.025 ευρώ. Αυτό μεταφράζεται σε περίπου 30% περισσότερο διαθέσιμο εισόδημα σε σχέση με την Ελλάδα. Και μιλάμε πάντα για μία χώρα με ισχυρό κοινωνικό κράτος, εξαιρετικές κρατικές υποδομές και παροχές, που όλα αυτά προέρχονται από την φορολογία που εισπράττεται από τους πολίτες. Αλλά είναι ανταποδοτική προς αυτούς…
Η Ισπανία, με μέσο ετήσιο μικτό μισθό περίπου 28.000 ευρώ (ή 2.333 ευρώ μηνιαίως), ακολουθεί μια διαφορετική φορολογική πολιτική. Το προοδευτικό φορολογικό σύστημα, με συντελεστές από 19% έως 47% και ένα αφορολόγητο όριο στα 5.550 ευρώ, έχει μια διαφορετική κατανομή των φορολογικών βαρών.
Για έναν εργαζόμενο με τον μέσο μισθό, η επιβάρυνση ανέρχεται σε περίπου 4.000 ευρώ σε φόρο εισοδήματος και 1.778 ευρώ σε ασφαλιστικές εισφορές (περίπου 6,35%), αφήνοντας 22.222 ευρώ ως καθαρό διαθέσιμο εισόδημα.
Αν ένας Έλληνας με μικτό μισθό 19.000 ευρώ εργαζόταν στην Ισπανία, θα κατέβαλλε περίπου 2.605,50 ευρώ σε φόρο και 1.207 ευρώ σε εισφορές, με το καθαρό εισόδημα να φτάνει τα 15.187,50 ευρώ. Οι σχετικά χαμηλότερες εισφορές και το αφορολόγητο καθιστούν την Ισπανία μια ελκυστική επιλογή σε σύγκριση με την Ελλάδα, προσφέροντας ένα σημαντικά υψηλότερο διαθέσιμο εισόδημα.
Ας δούμε όμως και τη γειτονιά μας, στα Βαλκάνια. Η Ρουμανία, με μέσο ετήσιο μικτό μισθό περίπου 13.500 ευρώ (ή 1.125 ευρώ μηνιαίως), εφαρμόζει ένα σχετικά απλοποιημένο φορολογικό σύστημα. Σε μία χώρα όπου η διαφθορά τα πρώτα χρόνια μετά το κομμουνιστικό καθεστώς ήταν ο κανόνας, η ισχύς ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή 10% και το αφορολόγητο όριο των 4.500 ευρώ στοχεύουν στη μείωση της φοροδιαφυγής μέσω της απλοποίησης υπολογισμού των φόρων και της μείωσης της γραφειοκρατίας, η οποία νομοτελειακά αυξάνει την διαφθορά μέσω των αθέμιτων συναλλαγών πολίτη και κράτους. Στην Ελλάδα αυτό το τελευταίο το αποκαλούμε και "ρουσφέτι”...
Για έναν εργαζόμενο με τον μέσο μισθό, ο φόρος εισοδήματος στη Ρουμανία ανέρχεται σε περίπου 900 ευρώ, ενώ οι ασφαλιστικές εισφορές, αν και με ενιαίο συντελεστή, είναι σχετικά υψηλές, φτάνοντας τα 3.375 ευρώ. Το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα διαμορφώνεται στα 9.225 ευρώ.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η θεωρητική περίπτωση ενός εργαζόμενου με 19.000 ευρώ μικτό μισθό στη Ρουμανία. Θα πλήρωνε περίπου 1.450 ευρώ σε φόρο εισοδήματος και 4.750 ευρώ σε ασφαλιστικές εισφορές, με το καθαρό εισόδημα να φτάνει τα 12.800 ευρώ. Αν και οριακά καλύτερα από την Ελλάδα, η απλότητα του συστήματος, ειδικά για μικρομεσαίες επιχειρήσεις (με φορολόγηση 1%-3% επί των εσόδων), μειώνει τα κίνητρα για φοροδιαφυγή, παρά τις υψηλές εισφορές που αποτελούν πρόκληση.
Η σύγκριση των αριθμών είναι αμείλικτη: ένας Έλληνας με μικτό ετήσιο μισθό 19.000 ευρώ κρατάει για τον εαυτό του καθαρά 12.320 ευρώ στην Ελλάδα. Αντίστοιχα, στο Λουξεμβούργο θα κρατούσε 16.025 ευρώ, στην Ισπανία 15.187,50 ευρώ, και στη Ρουμανία 12.800 ευρώ. Αυτές οι διαφορές, σε συνδυασμό με το δυσβάσταχτο κόστος ζωής στην Ελλάδα και την περιορισμένη πρόσβαση σε ποιοτικές ευκαιρίες απασχόλησης, εξηγούν το φαινόμενο του brain drain, όπου χιλιάδες νέοι και καταρτισμένοι επαγγελματίες εγκαταλείπουν τη χώρα αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον.
Η υψηλή φορολογική επιβάρυνση, χωρίς ανάλογη ανταπόδοση σε ποιότητα υπηρεσιών ή αίσθημα δικαίου, τροφοδοτεί μια κουλτούρα φοροδιαφυγής. Η έκθεση της διαΝΕΟσις, που αναφέρει ότι το 71% των ελευθέρων επαγγελματιών δηλώνουν εισοδήματα κάτω των 9.000 ευρώ, είναι ένα ηχηρό καμπανάκι. Το γεγονός ότι το 41% των Ελλήνων θεωρεί τη φοροδιαφυγή "θεμιτή" εν μέσω αυτής της κατάστασης, υποδηλώνει μια βαθιά ριζωμένη έλλειψη εμπιστοσύνης προς το κράτος. Οι πολίτες νιώθουν ότι πρέπει να "αυτοπροστατευθούν" απέναντι σε ένα σύστημα που θεωρούν άδικο και αναποτελεσματικό. Η απλοποίηση του φορολογικού πλαισίου, όπως ίσως στη Ρουμανία, μπορεί να λειτουργήσει ως αντικίνητρο στη φοροδιαφυγή, καθώς μειώνει την πολυπλοκότητα και το "κόστος" της συμμόρφωσης.
Το πρόσφατο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, με τις καταγγελίες για παράνομη είσπραξη επιδοτήσεων μέσω πλαστών δηλώσεων, δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό διαφθοράς κρατικού φορέα. Το κράτος, αντί να αντιμετωπίζει τη διαφθορά στη ρίζα της και να διασφαλίζει τη δίκαιη κατανομή των πόρων, επιλέγει την εύκολη λύση: την επιβολή υπέρμετρων φόρων και εισφορών στους μισθωτούς και τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες, οι οποίοι, εκ των πραγμάτων, έχουν περιορισμένες δυνατότητες φοροδιαφυγής. Αυτή η άνιση μεταχείριση ενισχύει την πεποίθηση ότι το σύστημα ευνοεί τους "έξυπνους" ή τους "συστημικούς", τιμωρώντας τους τίμιους και παραγωγικούς πολίτες.
Το ελληνικό φορολογικό σύστημα, με την υπερβολική φορολογική επιβάρυνση και τις δυσανάλογες ασφαλιστικές εισφορές, λειτουργεί ως τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Ωθεί τους νέους σε μετανάστευση, ενισχύει τη φοροδιαφυγή και υπονομεύει την εμπιστοσύνη προς τους κρατικούς θεσμούς, όπως φανερώνεται και από περιστατικά όπως το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Τα παραδείγματα του Λουξεμβούργου, της Ισπανίας και της Ρουμανίας προσφέρουν πολύτιμα μαθήματα. Το Λουξεμβούργο αναδεικνύει πώς οι υψηλοί μισθοί και ένα ευέλικτο φορολογικό πλαίσιο μπορούν να οδηγήσουν σε ευημερία.
Η Ισπανία δείχνει μια ισορροπημένη προσέγγιση με λογικές φορολογικές επιβαρύνσεις και η Ρουμανία, παρά τις υψηλές εισφορές, αποδεικνύει ότι η απλότητα και η διαφάνεια στο φορολογικό σύστημα μπορούν να περιορίσουν τη φοροδιαφυγή.
Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως μια ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση, όχι μόνο φορολογική. Αυτή πρέπει να περιλαμβάνει:
- Μείωση των φορολογικών συντελεστών και των ασφαλιστικών εισφορών, ειδικά για τα μεσαία εισοδήματα, ώστε να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα και να ενισχυθεί η αγοραστική δύναμη.
- Απλούστευση των φορολογικών διαδικασιών και μείωση της γραφειοκρατίας, διευκολύνοντας τη συμμόρφωση και μειώνοντας τα κίνητρα για φοροδιαφυγή.
- Ενίσχυση των εσωτερικών ελεγκτικών μηχανισμών και πάταξη της κρατικής διαφθοράς, αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κράτος και διασφαλίζοντας τη δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών.
- Το κράτος δεν χρειάζεται να αυξήσει τους ελέγχους προς τους πολίτες. Με το mydata και τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, έχει σχεδόν ολοκληρωτική εικόνα για το εισόδημά τους (πλην συγκεκριμένων επαγγελματικών κατηγοριών π.χ. Ταξί, όπου τα POS έδειξαν το μέγεθος της φοροδιαφυγής). Το κράτος πρέπει να αυξήσει τους ελέγχους στο εσωτερικό του, για να μην μπορεί κανείς να κλέψει είτε κρατικά είτε ευρωπαϊκά χρήματα.
Και όλα αυτά πρέπει να στηριχθούν στην πραγματική ψηφιοποίηση του κράτους και όχι στην ηλεκτρονικοποίηση της γραφειοκρατίας. Μόνο εάν ο έλεγχος της συμμόρφωσης στους νόμους αποκοπεί από την πιθανή παρέμβαση τους ανθρώπινου χεριού, μπορούμε να ανατρέψουμε την κουλτούρα της φοροδιαφυγής και της παρανομίας εν γένει.
Διαφορετικά, η Ελλάδα θα παραμείνει μια χώρα που "στραγγαλίζει" τους πολίτες της. Και στο επόμενο σκάνδαλο θα ψάχνουμε πάλι σύννεφο να πέσουμε…