00:04 09/09
Τα Πάντα Όλα ή Βάλτε τώρα που γυρίζει
Χάος, χάσμα και χυλός: τα τρία Χαρακτηριστικά του σύγχρονου έλληνα.
Βράδυ Μεγάλης Πέμπτης ακούμε τις διηγήσεις των "12 Ευαγγελίων". Στις διηγήσεις αυτές κεντρικό ρόλο έχει η δίκη και η καταδίκη σε θάνατο του Χριστού. Όπως οι σημερινές δίκες, η δίκη του Χριστού είχε "προδικασία" (στο συνέδριο των Ιουδαίων) για τη διατύπωση των κατηγοριών και "ακροατήριο" (στον Πιλάτο).
Κατά τις ευαγγελικές διηγήσεις, στο συνέδριο "ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ ὅπως θανατώσωσιν αὐτόν, καὶ οὐχ εὗρον· καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων, οὐχ εὗρον". Δηλαδή έψαχναν ψευδομάρτυρες για να καταδικάσουν σε θάνατο τον Χριστό και δεν εύρισκαν. Αφού δεν βρήκαν κατάλληλη ψευδομαρτυρία, "ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ· ἐξορκίζω σε" ενώπιον "τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος" να μας πεις αν "σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ". Ο Χριστός του απήντησε "σὺ εἶπας", δηλαδή "μα εσύ ο ίδιος το είπες". Αυτή η απάντηση θεωρήθηκε από το συνέδριο "βλασφημία" και αποφασίστηκε να ζητηθεί από τον Πιλάτο η καταδίκη του Χριστού σε θάνατο.
Με τη σημερινή ορολογία, επρόκειτο για υπόθεση "στημένη": Έψαχναν ψευδομάρτυρες, δεν έβρισκαν. Τελικά ρώτησαν κάτι τον Ίδιο τον Χριστό με απάντηση που περίμεναν και γνώριζαν ότι θα έδιδε (διότι οι ίδιοι κατά βάθος γνώριζαν πολύ καλά την ιδιότητά Του), ώστε να "πιαστούν" κατά το κοινώς λεγόμενο από εκεί και να απευθύνουν κατηγορίες. Τέτοιες διαδικασίες συναντώνται κυρίως σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, αλλά όχι σπάνια και σε δημοκρατικά. Πολλοί συνάνθρωποί μας έχουν υποφέρει από στημένες κατηγορίες. Το ότι ο Θεάνθρωπος δεν προφύλαξε τον Εαυτό Του από τέτοια μεταχείριση, θα έπρεπε να είναι φιλοσοφικώς αξιοπρόσεκτο ακόμη και για όσους δεν πιστεύουν.
Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα είναι η Δίκη του Χριστού ενώπιον του Πιλάτου. Ρωτά καταρχάς ο Πιλάτος: "τίνα [ποια] κατηγορίαν φέρετε κατὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου;". Καθόλου κατατοπιστικά, οι κατήγοροι απαντούν: "Δεν θα σου Τον φέρναμε, αν δεν ήταν κακοποιός". Πίστεψέ μας στα τυφλά, δικαστά. Δεν χρειάζεται να πούμε ποια είναι η κατηγορία.
Ο Πιλάτος κατάλαβε εξαρχής ότι οι κατηγορίες ήταν σαθρές. Από την πρώτη στιγμή υπέδειξε στους κατηγόρους, να εφαρμόσουν τον δικό τους νόμο. Εκείνοι όμως αξίωναν θανατική καταδίκη, που μόνον η ρωμαϊκή εξουσία μπορούσε να επιβάλει.
Ακολουθεί σύντομη ανάκριση του Χριστού από τον Πιλάτο: "Εσύ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;", ρωτά. Ο Χριστός εμμέσως αλλά σαφώς αρνείται την κατηγορία: "ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου· εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἦν ἡ βασιλεία ἡ ἐμή, οἱ ὑπηρέται ἂν οἱ ἐμοὶ ἠγωνίζοντο, ἵνα μὴ παραδοθῶ τοῖς ᾿Ιουδαίοις". Δηλαδή: Δεν είναι αυτού του κόσμου η βασιλεία μου, διότι αν ήταν, οι υπηρέτες μου θα αγωνίζονταν να μην με συλλάβουν. Ο Ίδιος ήλθε στον κόσμο, λέγει, "ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ". Ο Πιλάτος ανακοινώνει τότε στους κατηγόρους Του αυτό που είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή: Ότι βρίσκει τον Κατηγορούμενο αθώο.
Ενδιαμέσως, ο Πιλάτος δέχθηκε και μήνυμα από τη γυναίκα του, να μην κάνει τίποτε εναντίον του "Δίκαιου" που έχει ενώπιόν του, διότι, λέει, έπαθε πολλά στο όνειρό της εξαιτίας Του.
Κάπου εκεί όμως ο Πιλάτος έδειξε την πρώτη αδυναμία του: Τη διάθεσή του να τα έχει καλά με τους ντόπιους άρχοντες: Προσπάθησε αρχικά να τους κατευνάσει. Σκέφτηκε επίσης ότι, δεν μπορεί, θα επέλεγαν τον Χριστό έναντι του λήσταρχου Βαραββά. Μάταια. Μαστίγωσε τον Χριστό, Τον εξευτέλισε μήπως και τους ικανοποιήσει το μίσος, επέμεινε ότι Τον βρίσκει αθώο. Τότε οι κατήγοροι εισέφεραν νέο επιχείρημα: Ότι πρέπει ο Κατηγορούμενος να πεθάνει, διότι "ἑαυτὸν Θεοῦ υἱὸν ἐποίησεν".
Η απάντηση αυτή, αντί να ωθήσει τον Πιλάτο σε καταδίκη, τον έκανε να φοβηθεί. Προσπάθησε να μάθει περισσότερα από τον Ίδιο τον Χριστό, για να λάβει από Αυτόν, με θεϊκή εξουσία, τις ακόλουθες φαινομενικά αδιάφορες φράσεις: "Δεν θα είχες καμία εξουσία πάνω μου, εάν δεν σου είχε δοθεί άνωθεν. Γι’ αυτό εκείνος που με παρέδωσε σε σένα, έχει μεγαλύτερη αμαρτία". Γιατί με θεϊκή εξουσία; Διότι είχαν τέτοια επίδραση στον Πιλάτο, που μετά από αυτές ήθελε ακόμη περισσότερο να απελευθερώσει τον Χριστό: Ο Πιλάτος είχε πεισθεί όχι μόνον για την αθωότητα του Χριστού, αλλά ότι ίσως στ’ αλήθεια να ήταν Υιός του Θεού.
Πώς λοιπόν, μετά από όλα αυτά, φθάσαμε στην καταδίκη του Χριστού;
Διότι στο σημείο εκείνο οι κατήγοροι του Χριστού εισφέρουν το καταλυτικό επιχείρημα: "Κοίτα Πιλάτε, όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλιά, κάνει ανταρσία κατά του αυτοκράτορα. Εάν τον απελευθερώσεις, θα είσαι εχθρός του αυτοκράτορα". Αυτό είχε καταλυτική επίδραση στον Πιλάτο. Οδήγησε τον Χριστό έξω και έκανε μία τελευταία προσπάθεια, όχι να ασκήσει ελεύθερα τη δικαστική εξουσία του, αλλά να πείσει τους διοικούμενους από αυτόν να δεχθούν (αυτοί!) να απελευθερώσει τον Χριστό: "Μα καλά, τον βασιλιά σας να σταυρώσω;". Εκεί λοιπόν οι Ιουδαίοι απάντησαν: "Δεν έχουμε άλλον βασιλιά παρά μόνον τον Καίσαρα".
Ο Πιλάτος, ως ηγεμόνας της περιοχής, γνώριζε καλά ότι η θεοκρατία των Ιουδαίων τούς απαγόρευε να έχουν βασιλιά άλλον από τον δικό τους. Αυτός ήταν ο λόγος που οι Ρωμαίοι, τουλάχιστον μέχρι το 70 μ.Χ., τους αναγνώριζαν μερική αυτονομία, δίδοντάς τους το δικαίωμα να έχουν τύποις δικό τους βασιλιά (Ηρώδη), με περιορισμένες εξουσίες. Ο Πιλάτος είδε λοιπόν ότι η καταδίκη του Χριστού τού απέφερε αιφνιδιαστικό πολιτικό πλεονέκτημα: Την, καθόλου αυτονόητη, ανοικτή δήλωση υποταγής των διοικουμένων του προς τον Ρωμαίο αυτοκράτορα. Αυτό θα ήταν μια σημαντική του επιτυχία: "Τότε οὖν παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς ἵνα σταυρωθῇ".
Τα στοιχεία λοιπόν που επηρέασαν τον Πιλάτο τόσο, ώστε να αδικήσει εν γνώσει του τον Μέγα Κατηγορούμενο που είχε ενώπιόν του, ήταν:
Πρώτον, η διάθεσή του να κολακεύσει τους τοπικούς άρχοντες.
Δεύτερον, η απειλή τους ότι θα τον καταγγείλουν στον αυτοκράτορα ως εχθρό του.
Τρίτον, το πολιτικό κέρδος που απεκόμισε από αυτούς.
Αυτά που εναργώς περιγράφουν οι ευαγγελικές διηγήσεις, συνοψίζονται με σημερινή ορολογία στη φράση: Υπηρεσιακή ευθυνοφοβία. Ο Πιλάτος καταλάβαινε ότι ουδεμία διάθεση ανταρσίας κατά του αυτοκράτορα είχε ο Χριστός. Αλλά τι θα γινόταν αν κατηγορούσαν και αυτόν οι τοπικοί άρχοντες; Πιθανότατα τίποτε. Προκειμένου όμως να τα έχει καλά μαζί τους και προκειμένου να επωφεληθεί αυτός έναντι του αυτοκράτορα από τη ρητή δήλωση υποταγής των τοπικών αρχόντων, θυσίασε τη ζωή ενός αθώου, τον Οποίο μάλιστα αντιλαμβανόταν ως πιθανό Υιό του Θεού.
Στη δίκη του Χριστού λοιπόν ο δικαστής, από καθαρή υπηρεσιακή ευθυνοφοβία και για ίδιο υπηρεσιακό όφελος, καταδικάζει εν γνώσει του έναν εντελώς αθώο. Το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον μιας τέτοιας δίκης και της περιγραφής της δεν μεταβάλλεται, ακόμη κι αν δεν πιστεύει κάποιος στην αλήθεια ή, ακόμη λιγότερο, στη θεοπνευστία των Ευαγγελικών διηγήσεων. Διότι πόσοι κατηγορούμενοι, ιδίως σε δίκες με αντίδικο το Δημόσιο, δεν έχουν καταδικαστεί αποκλειστικά και μόνον λόγω της υπηρεσιακής ευθυνοφοβίας των δικαστών. 1.800 χρόνια μετά τον Χριστό, ο διαφωτιστής Μπεκαρία κατέληγε στα ίδια ακριβώς συμπεράσματα για την ευθυνοφοβία των δικαστών.
Όσοι γνωρίζουμε πώς απονέμεται η Δικαιοσύνη, γνωρίζουμε ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει ούτε από την εποχή του Χριστού, ούτε από την εποχή του Μπεκαρία. Η σωστή απονομή της Δικαιοσύνης εξακολουθεί να εναπόκειται στο προσωπικό φιλότιμο και στον προσωπικό ηρωισμό του κάθε δικαστή. Αλίμονο δε στον κατηγορούμενο που θα πέσει θύμα υπηρεσιακής ευθυνοφοβίας.
Όσοι όμως πιστεύουμε στη θεοπνευστία της Ευαγγελικής διηγήσεως, ας κάνουμε καθημερινά την προσευχή μας, ο μεγαλύτερος Αδικημένος στα δικαστικά χρονικά, να λυτρώνει κάθε αδικούμενο και να φωτίζει εισαγγελείς και δικαστές να κρίνουν δίκαια.
Καλή Ανάσταση!
*Δ.Ν., Δικηγόρος