Συνεχης ενημερωση

    Τρίτη, 15-Απρ-2025 00:04

    Το τραπέζι του Τραμπ και η παρτίδα του Παγκόσμιου Εμπορίου

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    *Της Βικτώριας Πιστικού

    Πώς γίνεται ο κύριος στόχος της πιο σκληρής δασμολογικής επίθεσης των ΗΠΑ να είναι... το Λεσότο; Το Βασίλειο του Λεσότο, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, είναι μια περίκλειστη χώρα 2,3 εκατομμυρίων κατοίκων στη Ν. Αφρική, που το 32,4% των κατοίκων του ζει με λιγότερο από 2,4 δολάρια (ΗΠΑ) την ημέρα και κατατάσσεται στην πολύ χαμηλή (168η ) θέση ως προς την ανάπτυξη. Αλλά και το Λάος, με 48% δασμό, χώρα επίσης με πολύ χαμηλή ανάπτυξη και κατά κεφαλήν ετήσιο εισόδημα περίπου στα 2.000 δολάρια (ΗΠΑ). Ωστόσο, με εξαίρεση την αύξηση των δασμών σε Ε.Ε. και Κίνα, μεγάλες εξαγωγικές δυνάμεις, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σιγκαπούρη και η Αυστραλία δεν επιβαρύνθηκαν. Οι δασμοί που επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ έχουν σκοπό να ισοσκελίσουν το εμπορικό έλλειμμά τους που ταλαιπωρεί την οικονομία τους εδώ και αρκετά χρόνια. Προφανώς, οι προαναφερθείσες λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες δεν αποτελούν απειλή, ούτε ευθύνονται άμεσα για τα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ. Ο υψηλός "ανταποδοτικός" δασμός τους οφείλεται στο ότι διατηρούν οι ίδιες υψηλούς φραγμούς στο εμπόριο – όχι μόνο απέναντι στις ΗΠΑ, αλλά και απέναντι σε άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες. Δεν είναι καθόλου ανταγωνιστικές, και ένα άνοιγμα των αγορών τους θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην κατάρρευση της εγχώριας παραγωγής τους.

    Γιατί όμως οι ΗΠΑ κατέφυγαν στην επιβολή ανταποδοτικών δασμών και στην απειλή περαιτέρω δασμών; Είναι αποτέλεσμα πολιτικού ανορθολογισμού; Αν ναι, τότε μάλλον όλος ο κόσμος διακατέχεται από αυτό αν λάβουμε υπόψιν περιπτώσεις όπως της Ε.Ε. που έχει επιβάλει δασμούς ύψους περίπου 50% σε προϊόντα κρέατος προερχόμενα τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την Κίνα. Η γενικευμένη εφαρμογή του μέτρου αυτού περισσότερο καταδεικνύει την ανάγκη των ΗΠΑ για διαπραγμάτευση χρησιμοποιώντας περισσότερο το μαστίγιο παρά το καρότο, όπως έδειξε και η περίπτωση με τον Καναδά και το Μεξικό.  

    Ο συνδυασμός των "δίδυμων ελλειμμάτων", δηλαδή το εμπορικό έλλειμμα σε συνδυασμό με το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για αυτορρύθμιση της αγοράς ή τουλάχιστον δεν υπάρχει ο χρόνος για να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Γραφείο του Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ (USTR) αν και τα μοντέλα διεθνούς εμπορίου συνήθως υποθέτουν ότι το εμπόριο θα εξισορροπηθεί με την πάροδο του χρόνου, οι ΗΠΑ εδώ και πέντε συνεχόμενες δεκαετίες  παρουσιάζουν διαρκή ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Και ο χρόνος παίζει καταλυτικό ρόλο γιατί το διεθνές σύστημα αλλάζει και οι ΗΠΑ πρέπει να δείξουν ότι είναι παρούσες στις επερχόμενες αλλαγές. 

    Μια κλασσική στρατηγική των χωρών που αντιμετωπίζουν εμπορικά ελλείμματα, για να κάνουν τα προϊόντα τους φθηνότερα στο εξωτερικό, δηλαδή πιο ανταγωνιστικά, είναι να υποτιμήσουν την αξία του εθνικού τους νομίσματος με τον κίνδυνο όμως την αύξηση του πληθωρισμού και την ενδεχόμενη φτωχοποίηση των πολιτών. Για παράδειγμα, η Ελλάδα είχε προβεί αρκετές φορές σε αυτή την πολιτική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η υποτίμηση του 1953 επί κυβερνήσεως Παπάγου αλλά και το 1998 λίγο πριν την είσοδό της στο ευρώ. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, κάτι τέτοιο είναι δύσκολο καθώς το δολάριο λειτουργεί ως παγκόσμιο αποθεματικό, άρα μια υποτίμηση θα προκαλούσε κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στο δολάριο και αποσταθεροποίηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων και των άλλων χωρών, οδηγώντας την παγκόσμια οικονομία σε κρίση. Από την άλλη, η Κίνα —ο μεγαλύτερος παγκόσμιος εξαγωγέας— διατηρεί σημαντικά συναλλαγματικά αποθέματα σε δολάρια, προκειμένου να κρατά το εθνικό της νόμισμα, το γουάν, σε τεχνητά χαμηλή ισοτιμία και έτσι να διατηρεί τα εμπορικά της πλεονάσματα. Σε περίπτωση υποτίμησης του δολαρίου, η Κίνα θα παρενέβαινε στην αγορά, στηρίζοντας το δολάριο (π.χ. αγοράζοντάς το), ώστε να αποτρέψει την ανατίμηση του γουάν — μια πρακτική που χαρακτηρίζεται ως νομισματική χειραγώγηση και αποτέλεσε στόχο της κυβέρνησης Τραμπ. 

    Άρα στη "φαρέτρα" της ενίσχυσης και της προστασίας της εγχώριας παραγωγής από το διεθνή ανταγωνισμό δεν μένει άλλο όπλο από τους δασμούς ή άλλα μη δασμολογικά μέτρα. Είναι φανερό ότι η οικονομία των ΗΠΑ δεν διανύει την καλύτερη περίοδο όμως η πρόθεση της κυβέρνησης των ΗΠΑ δεν είναι ούτε να γυρίσει την παγκόσμια οικονομία σε εποχές του 1930 ούτε να "πυροβολήσει τα πόδια της". Σύμφωνα με το ινστιτούτο Peterson (Peterson Institution for International Economics), από το 2018 είχε ξεκινήσει ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας, με εκατέρωθεν αυξήσεις δασμών, πολιτική που διατήρησε και η κυβέρνηση Μπάιντεν. 

    Καταλήγοντας, η επιβολή ανταποδοτικών δασμών έχουν μάλλον βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα με στόχο τη μείωση των ελλειμμάτων λειτουργώντας περισσότερο σαν μέσο πίεσης σε διαπραγμάτευση νέων εμπορικών συμφωνιών ή όρων. Η επιλογή της κυβέρνησης Τραμπ θυμίζει εκείνον που, όταν συνειδητοποιεί πως χάνει την παρτίδα, αναποδογυρίζει το τραπέζι, ευελπιστώντας να ξεκινήσει από πλεονεκτικότερη θέση, μόνο και μόνο επειδή εκείνος το έφερε. Αρκετοί μπορεί να διαφωνούν με τέτοιου είδους πρακτικές, αλλά πόσες φορές στην πολιτική ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα;

    *Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ