Συνεχης ενημερωση

    Τρίτη, 08-Απρ-2025 00:03

    Πέρα από τους δασμούς του Τραμπ

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Γεωργίου Ι. Μάτσου

    Το δίκαιο των περιορισμών του διακρατικού εμπορίου χωρίζονται στην εποχή πριν και μετά την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), το 1994. Το έτος εκείνο ολοκληρώθηκε ο "γύρος της Ουρουγουάης" εκ των οκτώ γύρων παγκόσμιων μεταπολεμικών εμπορικών διαπραγματεύσεων. Η εμπορική συμφωνία του 1994, η GATT (General Agreement on Tariffs and Trade), θέσπιζε δύο βασικούς κανόνες: Την καταρχήν υποχρέωση ισότιμης δασμολογικής μεταχείρισης όλων των χωρών που μετείχαν στον ΠΟΕ και την καταρχήν απαγόρευση μη δασμολογικών εμπορικών περιορισμών.

    Οι δύο αυτοί κανόνες επέτρεψαν στις πολυεθνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις να μεταφέρουν μεγάλο τμήμα της μεταποιητικής τους δραστηριότητας σε χώρες χαμηλού εργατικού κόστους, με σκοπό τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και των περιθωρίων κέρδους. Το αποτέλεσμα ήταν τόσο αύξηση της δικής τους κερδοφορίας, όσο και μεγάλη μείωση των τιμών των αγαθών, σε επίπεδα που ουδείς φανταζόταν προηγουμένως, ακόμη και για σύνθετα και εξελιγμένα τεχνολογικώς καταναλωτικά αγαθά.

    Περισσότερες από οποιοδήποτε άλλον, ξένες βιομηχανικές επενδύσεις δέχθηκε η Κίνα. Όλα τα κράτη προς τα οποία μεταφέρθηκαν μεταποιητικές μονάδες είχαν διπλό όφελος: Αφενός από τις επενδύσεις καθαυτές, αφετέρου από την εκπαίδευση δύο τουλάχιστον γενεών μηχανικών στην προηγμένη δυτική τεχνογνωσία παραγωγής.

    Παρά τις αυστηρές συμβάσεις μυστικότητας (για τις οποίες πάντως η ασιατική κουλτούρα δεν δείχνει ιδιαίτερο σεβασμό), η δραματική αύξηση των γνώσεων και της εμπειρίας όσων εργάζονταν για τις δυτικές βιομηχανίες έδωσε τεράστια ώθηση και στην εγχώριας ιδιοκτησίας παραγωγή. Οι κινεζικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεις σύντομα ξεπέρασαν τον όγκο παραγωγής των πολυεθνικών. Σταδιακά, οι ξένοι παρήγαγαν στην Κίνα με "φασόν" Κινέζων κατασκευαστών. Τέτοιου είδους δραστηριότητα καλύπτονταν από τους κανόνες του ΠΟΕ, του οποίου η Κίνα κατέστη μέλος το 2001.

    Έτσι, η Κίνα και άλλες χώρες που έγιναν δέκτες μαζικών δυτικών βιομηχανικών επενδύσεων και αναθέσεων απέκτησαν τεράστια τεχνογνωσία, που σε πρακτικό – παραγωγικό επίπεδο υπερβαίνει πια κατά πολύ τη δυτική τεχνογνωσία (ενώ βοηθά ακόμη και την τοπική καινοτομία), αλλά και κάτι ακόμη σημαντικότερο: Αφθονία καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού που μπορεί να εκτελέσει οποιουδήποτε είδους βιομηχανική παραγωγή. Όπως και δομές και κουλτούρα μαζικής κατάρτισης του ανθρώπινου αυτού δυναμικού. Κατέληξαν πια οι χώρες αυτές να είναι σήμερα το "εργοστάσιο του πλανήτη", μια ιδιότητα που είχε αρχικά η Αγγλία, μετεφέρθηκε αργότερα στις ΗΠΑ και πλέον ανήκει στο κομμουνιστικό κόμμα Κίνας, που την κυβερνά αδιατάρακτα από το 1949. 

    Έτσι, πλέον η παραγωγή δεν γίνεται στην Κίνα μόνον για λόγους χαμηλού κόστους, αλλά για την αφθονία των καταρτισμένων μηχανικών εφαρμογής, που μπορούν να ανταποκριθούν στις υψηλότατες απαιτήσεις της σύγχρονης βιομηχανικής παραγωγής. Άλλωστε, η ολοένα και εντονότερη χρήση ρομπότ στην καθαυτό βιομηχανική παραγωγή (τομέας στον οποίο η Κίνα διακρίνεται) μειώνει τη σημασία του εργατικού κόστους.

    Απέναντι σε όλα αυτά, τι μπορούν να επιτύχουν οι δασμοί Τραμπ; Είναι δυνατόν ό,τι τυχόν επιτύχουν πραγματικά (και όχι επί χάρτου) για την αμερικανική βιομηχανική παραγωγή, να εξουδετερώσουν τα βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα μειονεκτήματα από την επιβολή δασμών; 

    Η σημαντικότερη επίδραση των δασμών είναι ότι εισάγουν το στοιχείο της οικονομικής αβεβαιότητας στον εκτός ΗΠΑ παραγωγικό σχεδιασμό των μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων. Ήταν ενδεικτικό το ρεπορτάζ του Capital για τις επιπτώσεις στον παραγωγικό σχεδιασμό εταιριών με δημοφιλή καταναλωτικά αγαθά. Το σοκ των εταιριών αυτών είναι "μάθημα για το μέλλον" για όλες τις αμερικανικές εταιρίες.

    Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι ΗΠΑ ήταν ανέκαθεν, ακόμη και κατά την περίοδο της "Ευρώπης-φρούριο" χώρα εξαιρετικά φιλελεύθερη ως προς την πρόσβαση αγαθών τρίτων κρατών προς την ίδια. Οι δασμοί ήταν πάντοτε χαμηλοί, οι εμπορικοί περιορισμοί αναλογικά ελάχιστοι, το κράτος ήταν φιλικό προς το επιχειρείν χωρίς διακρίσεις. Η GATT του 1994 ήταν στην ουσία επέκταση και επιβολή της αμερικανικής αντι-προστατευτικής νοοτροπίας στον υπόλοιπο πλανήτη. Το πολιτικό σοκ λοιπόν εντός των ίδιων των ΗΠΑ από την για πρώτη φορά ίσως στην ιστορία της επιβολή ενός άγνωστου έως προχθές προστατευτισμού είναι μεγαλύτερο από ό,τι για τον υπόλοιπο πλανήτη. Για εμάς το σοκ είναι περισσότερο οικονομικό παρά πολιτικό. Στις ΗΠΑ είναι περισσότερο πολιτικό. Καθίσταται ξεκάθαρο για τις αμερικανικές πολυεθνικές, ότι οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν αλλάξει.

    Με μαθηματική βεβαιότητα κάποια βιομηχανική παραγωγή θα μεταφερθεί λοιπόν στις ΗΠΑ. Κάποια αντιστροφή της τάσης μετανάστευσης της βιομηχανικής παραγωγής θα συμβεί. Πόση; Θα είναι επαρκής; Και θα αντέξει η πολιτική των δασμών;

    Διότι το πολιτικό πλήγμα για τον πρόεδρο των ΗΠΑ από την αύξηση του κόστους ζωής είναι σημαντικό. Η πλειονότητα των ψηφοφόρων φαίνεται να αντιτίθεται στο νέο δασμολόγιο. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει μόλις ενάμιση χρόνο προκειμένου να πείσει το εκλογικό σώμα για την ορθότητα της πολιτικής του, προτού κινδυνεύσει να χάσει την πλειοψηφία στα νομοθετικά σώματα. Διαφημίζει μεν τον χαμηλότερο φόρο εισοδήματος που θα κληθούν να καταβάλουν οι Αμερικανοί λόγω των δασμών, όμως αυτό δεν είναι πλήρες πολιτικό ισοδύναμο της γενικής αύξησης του κόστους ζωής εκ των δασμών.

    Τούτο, ενώ οι ΗΠΑ εξακολουθούν να βγάζουν λιγότερους μηχανικούς εφαρμογής από την Κίνα. Μάλιστα, πολύ μεγάλος αριθμός μηχανικών στις ΗΠΑ είναι πια αλλοδαπής καταγωγής, καθώς οι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης των ασιατικών ιδίως σχολείων ευρίσκονται πολύ μπροστά μαθησιακά από τους αντίστοιχους Αμερικανούς. Ο "απαμερικανισμός" της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στις ΗΠΑ, στα κορυφαία ιδίως πανεπιστήμια, είναι εμφανής εδώ και πολλά χρόνια. Το ποσοστό των αλλοδαπών (κυρίως Ασιατών) είναι πολύ μεγάλο τόσο στο σύνολο των φοιτητών, όσο και στους διακρινόμενους φοιτητές και αποφοίτους.

    Τέλος, οι ΗΠΑ παραμένουν χώρα τεράστιου βιοτικού και άρα εργατικού κόστους. Οι συνθήκες κοινωνικού dumping των δεκαετιών ’80 και ’90 είναι παρελθόν. Τα κατώτερα στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας δεν μπορούν πια να αμειφθούν επαρκώς χαμηλά χωρίς να διακινδυνευθεί κοινωνική έκρηξη. Ήδη όλο και λιγότεροι αντέχουν τις δαπάνες υγείας (στην πράξη: ασφάλιση υγείας). Συνεπώς παραμένει πιθανόν, ούτε οι δασμοί να μην καθιστούν συμφερότερη τη βιομηχανική παραγωγή στις ΗΠΑ, κάτι που θα μπορούσε βέβαια να αλλάξει με την επεκτεινόμενη εφαρμογή της ρομποτικής.

    Για τις ΗΠΑ πάντως ενδεχομένως να ήταν μονόδρομος η έστω και απότομη κατάλυση των παγκόσμιων κανόνων εμπορίου του 1994. Ίσως μάλιστα οριακά προλάβαιναν να κάνουν χρήση της, ακόμη, υπέρτερης καταναλωτικής δυναμικότητάς τους, προκειμένου να εξαναγκάσουν τις μεγάλες επιχειρήσεις να αναπροσανατολίσουν το παραγωγικό τους μοντέλο προς εγχώρια παραγωγή. Το μεγάλο ερώτημα είναι, πώς απαντά η Ευρώπη σε όλα αυτά. Καλό ή κακό, ο Τραμπ έχει συγκεκριμένο όραμα για τις ΗΠΑ, με το μόνο ερώτημα να είναι, αν θα το επιτύχει. Η Ευρώπη ποιο όραμα έχει; 

    Θέλουμε επάνοδο της βιομηχανικής παραγωγής σε ευρωπαϊκό έδαφος ή δεν έχουμε πρόβλημα με την έξαρση της αποβιομηχάνισης υπέρ της ανατολικής και νοτιοανατολικής Ασίας; Καλό το "ReArm Europe" (με τον σημαντικό αστερίσκο του τι θα σήμαινε, π.χ., να διοικηθεί στο ορατό μέλλον μια επανεξοπλισμένη και ίσως με πυρηνικά Γερμανία από το AfD), αλλά δεν υπάρχει μόνον η άμυνα. Υπάρχει και η συμβατική βιομηχανία.

    Το πραγματικό ερώτημα λοιπόν για τις λοιπές, πλην ΗΠΑ, δυτικές χώρες είναι, αν θα ταχθούν με τον Τραμπ ή με την Κίνα. Στο δίλημμα αυτό, η (κατά τον γράφοντα δικαιολογημένη) πολιτική αντιπάθεια πολλών για τον σημερινό πρόεδρο των ΗΠΑ δεν πρέπει να οδηγήσει σε απάντηση αντίθετη με τα συμφέροντα των χωρών μας.

    *Δ.Ν., Δικηγόρος

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ