Συνεχης ενημερωση

    Τρίτη, 01-Απρ-2025 00:03

    Αστοχίες των εξαγγελιών μείωσης φόρων

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Γεωργίου Ι. Μάτσου

    Τα ερωτήματα που ανακύπτουν από τα ρεπορτάζ του Capital για τις μειώσεις φόρων που προωθούνται, είναι πολλά.

    Καταρχάς ως προς το χρονικό σημείο στο οποίο τοποθετείται η μείωση των φόρων: Το έτος 2026. Η επίτευξη του υπερπλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ, που θα χρηματοδοτήσει τη μείωση των φόρων είναι του έτους 2024. Ποιος είναι ο λόγος να μην γίνουν οι μειώσεις των φόρων από φέτος;

    Δεύτερο ζήτημα και ίσως σημαντικότερο: Η έλλειψη πολιτικότητας και οραματικότητας στη μείωση των φόρων. Μειώνονται λίγο κάποιοι συντελεστές εδώ, λίγο κάποιοι άλλοι εκεί, λίγο κάποιοι παραπέρα. Τέτοιες μειώσεις μπορεί να έχουν συγκεκριμένο χρηματικό αποτέλεσμα, όμως δεν συμβάλουν στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος. Διότι το θέμα δεν είναι απλά να μοιραστούν κάποια χρήματα, αλλά να γίνει φιλικότερη η φορολογία προς την οικονομική δραστηριότητα.

    Ως "πολιτικότητα" νοείται το να γίνουν παρεμβάσεις με πολιτικού χαρακτήρα αντίκτυπο στην οικονομία. Παράδειγμα τέτοιας παρέμβασης θα ήταν π.χ. η ολοσχερής κατάργηση του ΕΝΦΙΑ. Θα προξενούσε κύμα ενθουσιασμού στην αγορά ακινήτων, αναζωογόνηση της επένδυσης σε κατοικίες και, με μερικά ακόμη μέτρα μη φορολογικού χαρακτήρα, δρομολόγηση της επίλυσης του στεγαστικού προβλήματος. Θα ήταν λιγότερο ακριβή από τις μειώσεις 2,5 δις που προγραμματίζονται σήμερα, καθώς το σύνολο των εκκαθαριστικών ΕΝΦΙΑ ανέρχεται σε 2,3 δις ευρώ (που μάλιστα δεν εισπράττονται στο σύνολό τους). Χωρίς η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ να είναι η δική μου πρώτη επιλογή μείωσης φόρων, θα ήταν πάντως τυπικό παράδειγμα μείωσης φόρων με πολιτικό αντίκτυπο.

    Τρίτο ερώτημα είναι ότι, ενώ μετά τις εκλογές του 2023 έχουν αυξηθεί συγκεκριμένοι φόροι, οι αυξήσεις αυτές φαίνεται ότι θα μείνουν ανέγγιχτες. Ιδίως το ελάχιστο τεκμαιρόμενο εισόδημα και η αύξηση του ΦΠΑ στον καφέ κ.α. ροφήματα. Αν υποτεθεί ότι υπήρχε δημοσιονομικός λόγος για τις συγκεκριμένες αυξήσεις, αυτοί οι φόροι αυτοί θα έπρεπε να μειωθούν πρώτοι. Το ελάχιστο τεκμαιρόμενο εισόδημα είχε εισπρακτικό αντίκρυσμα (σύμφωνα με τις απόψεις του Δημοσίου στο ΣτΕ για τη δίκη της 28ης Μαρτίου 2025) παρά μόνον 223 εκατομμύρια ευρώ. Θα παραμείνει σε ισχύ με τόσο πενιχρά αποτελέσματα;

    Γενικά οι εξαγγελίες δείχνουν μια αντιμετώπιση τύπου "γερο-τσιγκούνη θείου", που παραλείπει το οικογενειακό τραπέζι το Πάσχα, ώστε να χαρτζιλικώσει τα ανίψια του μόνον τα Χριστούγεννα, οπότε ελπίζει να έχει ξεχαστεί και ότι παρέλειψε το δώρο γάμου στη νιόπαντρη ανιψιά του. Και προσπαθεί να μην δει κανέναν πριν τα Χριστούγεννα, ώστε να μην αισθανθεί (αυτός ο ίδιος) ότι δίνει λίγα στον καθένα, αφού δίνοντας σε πολλούς του φαίνεται μεγάλο το συνολικό ποσό. Έτσι ο ίδιος παρηγοριέται ότι τάχα δίνει πολλά, οι αποδέκτες όμως θεωρούν ότι παίρνουν λίγα.

    Πώς θα μπορούσαν να γίνουν λοιπόν καλύτερες μειώσεις φόρων;

    Η δημόσια συζήτηση για το ποιοι φόροι θα έπρεπε να μειωθούν υπονομεύεται από την ανυπαρξία δημοσιονομικής διαφάνειας σχετικά με την επίπτωση της μιας ή της άλλης μείωσης φόρου. Η κυβέρνηση συζητάει το ζήτημα με τον εαυτό της κυρίως, διαρρέει δε σταδιακά προς τον οικονομικό τύπο το σχέδιό της. Στη συζήτηση αυτή η συμμετοχή της κοινωνίας είναι στην καλύτερη περίπτωση παθητική. Ενεργητική συμμετοχή θα προϋπέθετε γνώση του πόσο ακριβώς θα κόστιζαν δημοσιονομικά οι διάφορες μειώσεις φόρου.

    Η δική μου πάντως πρόταση είναι να προηγηθεί κάθε άλλης μείωσης η ολοσχερής κατάργηση του ανώτατου συντελεστή φορολογίας της εργασίας (44% σήμερα). 

    Δεν γνωρίζουμε μεν πόσο θα κόστιζε κάτι τέτοιο, ούτε εάν έχει τρέξει το συγκεκριμένο σενάριο η κυβέρνηση με την ΑΑΔΕ. Γνωρίζουμε όμως το όφελος: Πλήθος υψηλής ειδίκευσης εργαζομένων θα μπορούσε να μετεγκατασταθεί στην Ελλάδα, χωρίς να προσδοκά ότι θα τους αναλώσει άνω του 50% του μικτού του εισοδήματος η φορολογία και η κοινωνική ασφάλιση. Διότι με 13,37% ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένου και 44% ανώτατο συντελεστή φορολογίας εισοδήματος, η οριακή επιβάρυνση για εισόδημα άνω των 40.000 ευρώ ανέρχεται σε 51,49% του μισθού. Αν καταργούνταν ο ανώτατος συντελεστής φορολογίας εισοδήματος, η ανώτατη συνολική επιβάρυνση θα μειωνόταν στο 44,56% του μισθού.

    Παράλληλα, θα έπρεπε να μειωθεί σημαντικά το πλαφόν ασφαλιστέων αποδοχών των μισθωτών. Αυτό είχε καθοριστεί το 2020 στις 6.500 ευρώ, αυξανόμενο για το 2023 και το 2024 με το δείκτη τιμών καταναλωτή, ενώ από 1-1-2025 αυξάνεται σύμφωνα με τον δείκτη μεταβολής μισθών της ΕΛΣΤΑΤ. Σήμερα βρίσκεται στα 7.572,62 ευρώ. Επί 14 μισθούς σημαίνει ότι τα πρώτα 106.016,70 ευρώ μισθού βαρύνονται με ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένου και εργοδότη. Αν το πλαφόν μειωθεί από το σημερινό επίπεδο στα, για παράδειγμα, 4.500 ευρώ ανά μήνα, αυτό θα σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις που έχουν ανάγκη από υψηλής ειδίκευσης προσωπικό, θα μπορέσουν να δώσουν τους μισθούς που το προσωπικό αυτό λαμβάνει στο διεθνή ανταγωνισμό κυρίως εκεί που πραγματικά πρέπει να πάνε: Στο ίδιο το προσωπικό. Δεν γνωρίζουμε όμως ούτε μιας τέτοιας επιλογής το άμεσο δημοσιονομικό κόστος.

    Οι υψηλοί μισθοί σπανίζουν εν γένει στην Ελλάδα. Συνεπώς, ενδέχεται το άμεσο δημοσιονομικό κόστος από τη μείωση του πλαφόν των ασφαλιστέων αποδοχών να είναι χαμηλό. Αν μάλιστα αυξηθεί το υψηλόμισθο προσωπικό, ενδέχεται η τελική δημοσιονομική επίδραση ενός τέτοιου μέτρου να είναι ακόμη και θετική. Το δε οικονομικό όφελος για τις επιχειρήσεις θα ακόμη μεγαλύτερο από των εργαζομένων, διότι θα απαλλάσσονται και από τις εισφορές εργοδότη ύψους 21,79% (ποσοστό έτους 2025).

    Η έλευση υψηλόμισθων εργαζομένων στην Ελλάδα θα βοηθούσε σημαντικά και το δημογραφικό. Όποιος έχει υψηλά και σταθερά εισοδήματα, μπορεί κατά τεκμήριο να υποστηρίξει και τη γέννηση και ανατροφή άνω του ενός ή δύο παιδιών.

    Ασφαλώς, στις μειώσεις της φορολογίας "των πλουσίων" θα αντιτασσόταν οι αριστερές ιδεολογικές αγκυλώσεις του δημόσιου λόγου. Όμως, στις βουλευτικές εκλογές του 2023 η χώρα φώναξε ότι δεν παρασύρεται πια από τα φανταχτερά συνθήματα της αριστεράς. Η κυβέρνηση αυτή έλαβε εντολή να αναπτύξει την οικονομία χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις. Ένας άνθρωπος που εισπράττει 100.000 ευρώ μικτά τον χρόνο, δεν είναι πλούσιος. Είναι μεσαία τάξη. Και εδώ και στην Ευρώπη. Χρειαζόμαστε αυτούς τους ανθρώπους στην Ελλάδα, όπως και την τάξη των μεγαλομισθωτών των 200.000 και 300.000 ευρώ μισθό το χρόνο, να δώσουν ώθηση στη χειμαζόμενη παραγωγική μας οικονομία. Χωρίς δραστικές φορολογικές και ασφαλιστικές ελαφρύνσεις των καλοπληρωμένων μισθωτών, αυτοί δεν θα έλθουν ποτέ στην Ελλάδα και συνεπώς, ούτε οι χαμηλότερες εισοδηματικά τάξεις θα δουν ποτέ άσπρη μέρα.

    Στην ίδια κατηγορία των αρχικών μειώσεων πρέπει να εξεταστεί η ολοσχερής κατάργηση του συντελεστή 45% στα μισθώματα χωρίς ενδιάμεσους συντελεστές κλπ. Δεν πρέπει να είναι νοητή μια τόσο υψηλή επιβάρυνση οιουδήποτε εισοδήματος στην Ελλάδα. Η κατάργηση του συντελεστή αυτού θα είχε και άμεση θετική επίπτωση στην επίλυση του στεγαστικού προβλήματος.

    Αφού πρώτα βοηθήσουμε την παραγωγική οικονομία, θα μπορούσε σε δεύτερη φάση να εξεταστεί η δημοσιονομική επίπτωση μείωσης ή ολοσχερούς κατάργησης για πλήθος άλλων αντιπαραγωγικών φόρων, όπως ο ΕΝΦΙΑ και το πρώην τέλος χαρτοσήμου.

    Τέλος ας εξεταστεί και η μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα. Μια τέτοια μείωση θα μείωνε σημαντικά το κίνητρο του λαθρεμπορίου. Οι έμμεσες θετικές δημοσιονομικές επιπτώσεις μιας τέτοιας μείωσης θα ήταν λοιπόν προφανείς.

    Πρέπει σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση να ξεφύγει από τη λογική του "τσιγκούνη θείου" και από τη λογική του λίγα σε πολλούς, διατηρώντας τους πάντες δυσαρεστημένους και την οικονομία χωρίς ώθηση. Η ευκαιρία της μείωσης φόρων και της ανάπτυξης που αυτή μπορεί να φέρει είναι μοναδική. Δεν πρέπει να χαθεί.

    Δ.Ν., Δικηγόρος

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ