00:04 09/09
Τα Πάντα Όλα ή Βάλτε τώρα που γυρίζει
Χάος, χάσμα και χυλός: τα τρία Χαρακτηριστικά του σύγχρονου έλληνα.
Με τον πρωθυπουργό να επιλέγει την κα. Κωνσταντοπούλου ως βασικό αντίπαλο, ώστε αυτός να εμφανίζεται ως ο μοναδικός "πόλος της λογικής", το ΠΑΣΟΚ αποτελεί εύλογο στόχο της επικοινωνιακής κυβερνητικής επίθεσης, δια του υποτιθέμενου διλήμματος αν θα ταχθεί τάχα με τους "σοβαρούς" ή με τους "λαϊκιστές". "Μαλώνοντας" το ΠΑΣΟΚ επειδή "ταυτίζεται με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου", η κυβέρνηση έχει διπλό πολιτικό όφελος: Αφενός προπαγανδίζει εμμέσως τη δική της εκδοχή για τα πράγματα ως "την αληθινή", τη "σωστή", τη "μόνη θεμιτή", αφετέρου στρίβει το μαχαίρι μέσα στη βαθιά πληγή που το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ έχει στα σπλάχνα του από το 2010 και έπειτα. Εμπεδώνεται έτσι το ΠΑΣΟΚ ως το κόμμα που τάχα δεν πρέπει να ψηφίσει κάποιος, αν είναι "απέναντι" από την κυβέρνηση για τα Τέμπη, αλλά αντιθέτως "πρέπει" να ψηφίσει (κατά προτίμηση) την κα. Κωνσταντοπούλου ή (έστω) τον κ. Βελόπουλο.
Το στρατηγικό πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ έναντι της κυβερνητικής επικοινωνιακής επίθεσης ξεκινά από το ότι ο πυρήνας του πολιτικού του ακροατηρίου έχει εκπαιδευτεί σε σκληρότατες συνθήκες, το 2010-2011, να πιστεύει την επίσημη εκδοχή των πραγμάτων. Και να αποφεύγει αυτό που θεωρείται ή θα μπορούσε να θεωρηθεί "συνωμοσιολογία". Η πτυχή αυτή οδηγεί στο βαθύτερο πρόβλημα: Στη σημερινή αδυναμία του κάποτε ριζοσπαστικού κόμματος του πρώιμου Ανδρέα Παπανδρέου, να εκφράσει τον ριζοσπαστισμό σε οποιαδήποτε μορφή του.
"Μα δεν είναι καλό που έχει ξεφύγει το ΠΑΣΟΚ από την ‘παλαβομάρα’ της δεκαετίας του 1970;", θα αναρωτηθούν πολλοί. Για όσους πιστεύουμε στην ανάγκη ηπιότητας στον δημόσιο λόγο, οπωσδήποτε ναι. Με τη διαφορά ότι δεν πιστεύουν όλοι οι πολίτες στην ηπιότητα. Και κυρίως: Η ηπιότητα δεν είναι πάντοτε χρήσιμη στα πολιτικά κόμματα. Το είχε εκφράσει επιγραμματικά η κα. Αχτσιόγλου με τη ρήση "η κανονικότητα δεν είναι ποτέ ευκαιρία για την αριστερά", που έχει ευρύτερη εφαρμογή στον δημόσιο βίο – π.χ. στο παρελθόν για το πρώιμο ΠΑΣΟΚ, πρόσφατα για τον κ. Καμμένο και τη Χρυσή Αυγή και σήμερα για τον κ. Βελόπουλο.
Κατά την πολιτική γένεση του φαινόμενου "ΠΑΣΟΚ", ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε επενδύσει αρχικώς στη ριζοσπαστική αριστερο-πατριωτική ρητορική, φθάνοντας κάποτε να θεωρείται "αριστερά της αριστεράς". Το ΠΑΣΟΚ επωφελήθηκε και από την εγκατάλειψη της Κύπρου από τη δεξιά (και το κέντρο) τόσο ως χούντα, όσο και ως κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Παρά δε την ενσωμάτωση κεντρώων δυνάμεων μετά την κατάρρευση της Ένωσης Κέντρου, παρά τη γένεση του "πράσινου" καθεστωτισμού τη δεκαετία του ‘80, και παρά τη σχεδόν "κεντροδεξιά" διακυβέρνηση του 1993-95, ο εθνικός ριζοσπαστισμός διατηρήθηκε. Ιδίως το 1993-95 είχαμε το εμπάργκο στα Σκόπια και την αποδοχή ελληνικών θέσεων στην Ενδιάμεση Συμφωνία, το ενιαίο αμυντικό δόγμα Ελλάδας-Κύπρου, όπως και την επικύρωση του Δικαίου της Θάλασσας ως πρόκριμα για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια.
Στην περίοδο Σημίτη απωλέσθηκε απότομα, μετά τον αριστερό, και ο εθνικός ριζοσπαστισμός, όταν το ΠΑΣΟΚ έφθασε στον (κατά την τότε έκφραση) "ευρωλιγουρισμό". Τα ριζοσπαστικών πεποιθήσεων τμήματα της κοινωνίας που είχε όμως εγκλωβίσει στην ανδρεοπαπανδρεϊκή του περίοδο, παρέμεναν σε αυτό. Π.χ. οι πολιτικοί πρόσφυγες που επέστρεφαν μαζικά το 1975-1985 από το τότε "παραπέτασμα", δεν ψήφιζαν ΚΚΕ ή ΚΚΕ εσωτερικού, αλλά ΠΑΣΟΚ. Είναι ιστορικό και πολιτικό μυστήριο ότι συνυπήρξαν επί μακρόν στο ίδιο κόμμα μέλη του ΔΣΕ και του Κέντρου, που στον εμφύλιο πολέμησαν οι μεν εναντίον των δε.
Αυτό άλλαξε δραματικά το 2010-2011. Η μείωση των εισοδημάτων, σε συνδυασμό με την υπαγωγή της χώρας σε ξένη κηδεμονία, έδιωξε τόσο τα αριστερά, όσο και τα εθνικά ριζοσπαστικά στοιχεία που τσιμέντωναν το "ακατέβατο 40%" του ΠΑΣΟΚ. Οι πολίτες εκείνοι βρήκαν προσωρινό πολιτικό καταφύγιο κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ, όσο ο Τσίπρας εξέφραζε ριζοσπαστισμό και μέχρι να αναδειχθούν οι (ριζοσπαστικές και συμβατικές) ανεπάρκειές του.
Στο σημείο εκείνο ο Κυριάκος Μητσοτάκης πέτυχε το έως τότε πολιτικά αδιανόητο: Να δείξει στο ευνοϊκά διακείμενο στον αριστερό ριζοσπαστισμό τμήμα της κοινωνίας ότι ο δρόμος των "κυρ-Παντελήδων" μπορεί τελικά να είναι προτιμότερος. Αυτή ήταν η βαθύτερη αιτία που το 2023 ο ΣΥΡΙΖΑ έπεσε στο 20% και στο 17%. Όμως, η αποτυχία Μητσοτάκη να κεφαλαιοποιήσει τη συντριπτική πολιτική του επικράτηση μετά τις εκλογές του 2023 άφησε εκ νέου χώρο στον πολιτικό ριζοσπαστισμό. Αυτός εκδηλώθηκε με αφορμή την υπόθεση των Τεμπών, διότι εκεί η κυβέρνηση θεωρήθηκε ότι λέει ψέματα προς την κοινωνία για πλήθος θεσμικής και συναισθηματικής σημασίας ζητημάτων.
Το πολιτικό πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ σχετικά με το κίνημα των Τεμπών εντοπίζεται στο ότι, για να επωφεληθεί από τον ριζοσπαστισμό του, πρέπει να υιοθετήσει επιχειρήματα που τεκμηριώνουν ότι η κυβέρνηση λέει ψέματα για πλήθος ζητημάτων. Τέτοια επιχειρήματα όμως αντιστρατεύονται την επίσημη (παρά το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ που δικαίωσε τον ουσιαστικό πυρήνα των αιτιάσεων περί λαθραίου φορτίου υδρογονανθράκων και περί "μπαζώματος") εκδοχή των πραγμάτων. Και το 12% που διατήρησε το ΠΑΣΟΚ τον Ιούνιο 2012, έχει αναπτύξει τόσο έντονα πολιτικά αντισώματα σε οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί "συνωμοσιολογικό", ώστε ακόμη κι αν η επίσημη εκδοχή ευχερώς αποδεικνύεται αναληθής, δυσκολεύεται να εξαγάγει τις αντίστοιχες πολιτικές συνέπειες.
Έτσι, ο πολιτικός λόγος του ΠΑΣΟΚ αδυνατεί να έχει τη μίνιμουμ ένταση που αναμένει ο ταχέως ριζοσπαστικοποιούμενος ψηφοφόρος. Και ενώ το ΠΑΣΟΚ πετυχαίνει προανακριτική για τον κ. Τριαντόπουλο, το πολιτικό του προφίλ πλήττεται έναντι των πολιτών αυτών, διότι δεν έπραξε το ίδιο π.χ. για τους αποδέκτες του e-mail Τριαντόπουλου ή ακόμη και για τον πρωθυπουργό.
Το στρατηγικό πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ έγκειται λοιπόν στο ότι μετά την εμπειρία του 2010-2011, αποτελείται πια κυρίως από πολίτες που ειλικρινώς θα πιστέψουν την επίσημη εκδοχή για αλήθεια, οι δε πολίτες αυτοί μειοψηφούν σήμερα σημαντικά έναντι όσων δεν πιστεύουν την επίσημη εκδοχή. Για να ανοιχτεί στους πολλούς που δεν το υποστηρίζουν σήμερα, το ΠΑΣΟΚ πρέπει να ρισκάρει τους λίγους που το υποστηρίζουν. Ακόμη κι όταν η ηγεσία του τάσσεται διστακτικά με τη φερόμενη ως κρυπτόμενη αλήθεια, οι "αντισυνωμοσιολόγοι" υποστηρικτές του απεχθάνονται να αντιστρατευτούν την επίσημη εκδοχή των πραγμάτων και να υιοθετήσουν εκδοχή που θεώρησε "συνωμοσιολογική" οποιοσδήποτε, ακόμη και ο βασικός πολιτικός αντίπαλος.
Το ΠΑΣΟΚ πληρώνει συνεπώς ακόμη την υπαγωγή στο πρώτο Μνημόνιο, που το απογύμνωσε από τα ριζοσπαστικά του στοιχεία και το περιόρισε σε έναν πυρήνα περί το 12-13% του εκλογικού σώματος. Διότι παρά τις απανωτές εσωκομματικές ήττες του Γ. Παπανδρέου, η εκδοχή που εκείνος επέβαλε να πιστεύει το κόμμα του για την υπαγωγή στο πρώτο Μνημόνιο, παραμένει κυρίαρχη σε αυτό.
Μπορεί ποτέ να αλλάξει αυτό; Στις 4 Μαρτίου 2013 ο τότε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελος Βενιζέλος, είχε δηλώσει: "Αν είχα κερδίσει το 2007 τις εσωκομματικές εκλογές, θα είχε γραφεί διαφορετικά η Ιστορία, όχι του ΠαΣοΚ, η Ιστορία της χώρας. Δεν ξέρω αν θα ήταν καλύτερα, θα ήταν όμως διαφορετικά". Ο κ. Βενιζέλος όμως δεν εξήγησε ποτέ πώς θα είχε γράψει ο ίδιος διαφορετικά την ιστορία. Αυτό ενδεχομένως αποδεικνύει τη δομική αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να κάνει εσωτερικό διάλογο για την υπαγωγή στο πρώτο Μνημόνιο.
Το ΠΑΣΟΚ έχει συνεπώς δομικό στρατηγικό πρόβλημά με τη συζήτηση για το ποια είναι η αλήθεια. Όσο δεν αλλάζει αυτό, θα αδυνατεί να προσεγγίσει τους ψηφοφόρους που αναζητούν αλήθεια και δικαιοσύνη και το στρατηγικό του πολιτικό πρόβλημα θα παραμένει.
*Δ.Ν., Δικηγόρος