Συνεχης ενημερωση

    Τρίτη, 25-Φεβ-2025 00:03

    Να επανέλθουν τα "δώρα" στο Δημόσιο;

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Τέθηκε στον δημόσιο διάλογο ζήτημα επαναφοράς των "δώρων" στη μισθοδοσία του δημόσιου τομέα, δηλαδή του 13ου και του 14ου μισθού. Η κυβέρνηση αρνήθηκε, με τον υπουργό Κ. Χατζηδάκη να σημειώνει ότι κάτι τέτοιο θα συνιστούσε "δημοσιονομικό εκτροχιασμό".

    Η απάντηση του υπουργού είναι και σωστή και λάθος. Σωστή, διότι όντως δεν υπάρχει σήμερα τέτοιο δημοσιονομικό περιθώριο. Λάθος, όχι επειδή δύσκολα τα βγάζει κανείς πέρα, ειδικά στην αρχή, με τον μισθό του δημοσίου χωρίς παράλληλα εισοδήματα. Ούτε επειδή το Δημόσιο πρέπει να προσλαμβάνει τους καλύτερους από εμάς και να τους πληρώνει καλά για να δουλεύουν καλά. Αλλά για τον εξής λόγο:

    Διότι δεν επιτρέπεται να αποκατασταθούν οι μισθολογικές αδικίες των Μνημονίων, πριν από τις φορολογικές. Το κράτος χρεωκόπησε, όχι οι πολίτες. Άρα αυτό πρέπει να υποστεί και τις συνέπειες.

    Η μεγαλύτερη πολιτική επιτυχία του Γ. Παπανδρέου ως πρωθυπουργού των ετών 2009-2011, ήταν ότι έβαλε τους Έλληνες να μαλώνουν όχι για την πολιτική του, αλλά: α) για το αν χρεωκόπησε τη χώρα αυτός ή η προκάτοχός του κυβέρνηση και β) για το αν ήταν αναπόφευκτη η υπαγωγή στα Μνημόνια. Προκαλώντας διαίρεση του λαού σε "μνημονιακούς" και "αντιμνημονιακούς", απέφυγε τη συζήτηση για τα δικά του πεπραγμένα. Οι μνημονιακοί έβλεπαν εαυτούς ως προστάτες της δημοσιονομικής υγείας, καθιστάμενοι φυσικοί πολιτικοί σύμμαχοι του τότε πρωθυπουργού, ενώ παράλληλα αντίκρυζαν περιφρονητικά τους δεύτερους ως (στην καλύτερη περίπτωση) οπαδούς τους "λεφτόδεντρου". Οι δεύτεροι έβλεπαν εαυτούς ως υπερασπιστές της πατρίδας απέναντι στους ξένους που την κυβερνούσαν και την κατέστρεφαν οικονομικά και κοινωνικά, ενώ αντίκρυζαν με απέχθεια τους πρώτους ως "αλήτ" (παράφραση της εποχής εκ του "ελίτ") στην καλύτερη επίσης περίπτωση.

    Η μανιχαϊστική εκείνη διαμάχη απέτρεψε την οικονομολογική και πολιτική κριτική του πρώτου Μνημονίου και της όλης διακυβέρνησης Γ. Παπανδρέου. Και το ΔΝΤ και εγχώριοι ιθύνοντες δήλωναν μεταγενεστέρως ότι το πρώτο Μνημόνιο "δεν έβγαινε", χωρίς να επισημαίνουν συγκεκριμένα λάθη στο πρόγραμμα που εφαρμόστηκε. Όμως το ΔΝΤ ζητεί παγίως να έχουν τα κράτη την "ιδιοκτησία" των προγραμμάτων διάσωσης. Δηλαδή, τα κράτη να προτείνουν τα μέτρα που κατά τη γνώμη τους θα ανατάξουν την οικονομία, το δε ΔΝΤ να τα εγκρίνει. Διότι τα κράτη πρέπει να πιστεύουν τα μέτρα τους, να τα θεωρούν δικά τους και όχι έξωθεν επιβεβλημένα.

    Εξετάζοντας την πολιτική του πρώτου Μνημονίου, διαπιστώνεται ότι με εξαίρεση την περικοπή των δώρων στη μισθοδοσία του Δημοσίου, τα υπόλοιπα δημοσιονομικά μέτρα ήταν κυρίως φορολογικά. Αφετηρία, ο προμνημονιακός νόμος 3842/2010, που, χωρίς να συμβάλει στο παραμικρό στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, περιείχε εν σπέρματι φορολογικούς παραλογισμούς που καταδυναστεύουν έως σήμερα τον φορολογικό δημόσιο λόγο. Π.χ. στο άρθρο 83 προβλεπόταν η δημιουργία γενικού περιουσιολογίου "όλων των φυσικών προσώπων, κατόχων Α.Φ.Μ.". Έτσι, διάσημος Αμερικανός ηθοποιός και κάτοχος ελληνικού ΑΦΜ ως ιδιοκτήτης ακινήτου στην Αντίπαρο, έπρεπε να δηλώσει εδώ το σύνολο της περιουσίας του στις ΗΠΑ και παντού. Ποιος θα ερχόταν όμως να επενδύσει στην Ελλάδα, αν η απλή κατοχή ελληνικού ΑΦΜ θα τον υποχρέωνε να δηλώσει εδώ την παγκόσμια περιουσία του;

    Τα μέτρα λοιπόν του πρώτου Μνημονίου, που δεν ήταν "του ΔΝΤ", μαζί με αυτά του νόμου 3833/2010 (που είχε ψηφίσει εσπευσμένα η κυβέρνηση ΓΑΠ στις 3 Μαρτίου 2010 για να δανειστεί την επομένη), ήταν τα εξής:

    Στις δαπάνες: Περικόπηκαν ολοσχερώς τα "δώρα" από τους δημοσίους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους.

    Στους φόρους, τα βασικότερα ήταν:
    -Αύξηση του ΦΠΑ από το 19% στο 23%.
    -Εκτοξεύθηκε σε δυσθεώρητα ύψη ο ΕΦΚ πετρελαιοειδών.
    -Επιβλήθηκαν διάφορες μορφές έκτακτης εισφοράς επί του εισοδήματος.
    -Αυξήθηκε ο ανώτατος συντελεστής φόρου εισοδήματος σε 45%.
    -Επιβλήθηκε ο κεφαλικός φόρος του τέλους επιτηδεύματος.
    -Επιβλήθηκε το ΕΕΤΗΔΕ ("χαράτσι ΔΕΗ"), που μεταλλάχθηκε σε ΕΝΦΙΑ.

    Και τέλος, το 2013 υπό το δεύτερο Μνημόνιο:
    Καταργήθηκε το προσωπικό αφορολόγητο των (κατά "αμάχητο τεκμήριο φοροφυγάδων") αυτοαπασχολουμένων.

    Από τα παραπάνω μέτρα, το μόνο που έχει καταργηθεί ολοσχερώς είναι η έκτακτη εισφορά επί του εισοδήματος. Ο ΦΠΑ αυξήθηκε στο 24% το 2016, ο ΕΦΚ στο ντήζελ αυξήθηκε κι αυτός ελαφρά το 2020, το δήθεν "καταργηθέν" τέλος επιτηδεύματος επιβιώνει αυξημένο ως ελάχιστο τεκμαιρόμενο εισόδημα. Μόνον ο ΕΝΦΙΑ μειώθηκε κατά 30% το 2019-20, όπως και ο εισαγωγικός συντελεστής φόρου εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων από το αρχικό 26% σε 9% σήμερα. Ο ανώτατος συντελεστής φόρου εισοδήματος έμεινε ουσιαστικά αμετάβλητος, με οριακή μείωση στο 44%.

    Μεταξύ λοιπόν του ενός σημαντικού μέτρου περικοπής δαπανών και των πολλών σημαντικών φόρων από το πρώτο Μνημόνιο που επιβιώνουν μέχρι σήμερα, πρέπει να προηγηθεί η άρση των φορολογικών μέτρων ή του μέτρου περικοπής δαπανών;

    Εφόσον το 2010 χρεωκόπησε το κράτος και όχι οι πολίτες, τη χρεωκοπία τού κράτους πρέπει να υποστούν πρωτίστως όσοι εργαζόμενοι επέλεξαν να εργαστούν εκεί, όπως συμβαίνει και με κάθε εργοδότη που πτωχεύει και επηρεάζονται κυρίως όσοι εργαζόμενοι τον είχαν εμπιστευτεί για εργοδότη. Άλλωστε, το "μαζί τα φάγαμε" του Θ. Πάγκαλου ήταν οι ρουσφετολογικοί διορισμοί, οι πέραν των δυνατοτήτων της οικονομίας αυξήσεις μισθών, οι χαριστικές συντάξεις και πλήθος άλλων εκφάνσεων του πελατειακού κράτους.

    Στο δε σκέλος των φόρων η συνήθης επίκληση της φοροδιαφυγής παύει πια να υφίσταται, όταν διαφημίζεται εκτενής αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής που φέρεται να συνέλαβε π.χ. η διασύνδεση των POS με τις ταμειακές. Αν η ρητορική του υπουργείου Οικονομικών ισχύει, πρέπει να καταργηθούν πρώτα τα μνημονιακά φορολογικά μέτρα, προτού συζητηθεί αύξηση αποδοχών των κρατικά μισθοδοτούμενων εργαζομένων. Κι αν δεν ισχύει όμως η ρητορική του οικονομικού επιτελείου περί αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής, το κράτος ουδέποτε δικαιούνταν να ξοδεύει περισσότερα από όσα εισπράττει, επικαλούμενο τη φοροδιαφυγή.

    Συνεπώς δεν υπάρχει δικαιολογία επιβίωσης της μνημονιακής υπερφορολόγησης, της οποίας η κατάργηση πρέπει να προηγηθεί της αποκατάστασης του εισοδήματος των σιτιζομένων από το Δημόσιο ταμείο σε προμνημονιακά επίπεδα.

    Όσοι ακόμη αμφιβάλλουν, ας αναλογισθούν ότι το 2009 οι πρωτογενείς δαπάνες του προϋπολογισμού ανέρχονταν σε 57.992 ευρώ (βλ. εδώ, σελ. 60). Και ενώ οι πρωτογενείς δαπάνες είχαν μειωθεί σε 41.919 ευρώ το 2014 (βλ. εδώ, σελ. 61), το 2024 με ονομαστικό ΑΕΠ ίσο σχεδόν με του 2009, οι πρωτογενείς δαπάνες εκτιμώνται σε 55.059 ευρώ, ενώ το 2025 προϋπολογίζονται σε 58.070 ευρώ (βλ. εδώ σελ. 134). Οριακά ανώτερες δηλαδή και του 2009! Πώς το 2025 φθάσαμε από τα 42 δις του 2014 πάλι στα 58 δις του 2009, είναι ένα μεγάλο μυστήριο του πελατειακού μας κράτους.

    Το σπάταλο αυτό κράτος δεν αξίζει λοιπόν να χρηματοδοτείται με υπέρογκους φόρους, ιδίως σε συνθήκες φερόμενης μείωσης φοροδιαφυγής. Πρέπει να καταστεί θεμελιώδες πολιτικό πρόταγμα, ότι κάθε διαθέσιμο ευρώ υπερπλεονάσματος θα μειώνει φόρους. Η πλήρης κατάργηση των μνημονιακών φορολογικών βαρών είναι το υποχρεωτικό πρώτο βήμα. 

    Στο κάτω-κάτω, αυξήσεις στις αποδοχές των εργαζομένων στο δημόσιο μπορούν και πρέπει να προέλθουν από τον φυσιολογικό περιορισμό του αριθμού των εργαζομένων σε αυτό, ως συνέπεια της ψηφιοποίησης του κράτους, και από τη συνακόλουθη ανακατανομή των μισθολογικών κονδυλίων του προϋπολογισμού υπέρ μικρότερου αριθμού εργαζομένων. 

    Συμβαίνει αυτό; Προφανώς όχι. Και συνιστά άλλον έναν λόγο που επιβάλλεται πρώτα να καταργηθεί κάθε μνημονιακή φορολογική επιβάρυνση.

    Δ.Ν., Δικηγόρος

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ