00:04 25/09
Ο σκιώδης στόλος των ρωσικών πετρελαιοφόρων
Υπάρχουν εκατοντάδες γερασμένα δεξαμενόπλοια, ηλικίας άνω και των 50 ετών, με αμφιλεγόμενο αξιόπλοο, τα οποία τον απαρτίζουν.
Με την ανάδειξη του δόγματος "America First" και μια εξωτερική πολιτική επηρεασμένη από τον Jacksonianism, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) καλείται να ενισχύσει την αυτονομία της στην άμυνα, την εξωτερική πολιτική και την οικονομία. Η οικονομική της θέση έχει αποδυναμωθεί συγκριτικά με τις ΗΠΑ και τις χώρες των BRICS. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το μερίδιο της ΕΕ στο παγκόσμιο ΑΕΠ μειώθηκε από 25% το 1990 σε 17,6% το 2023, ενώ οι ΗΠΑ διατήρησαν ένα σχετικά σταθερό μερίδιο, από 26% το 1990 σε 25% το 2023. Την ίδια στιγμή, οι χώρες των BRICS αύξησαν τη συμμετοχή τους από 11% το 1990 σε 31% το 2023.
Η απρόβλεπτη φύση της πολιτικής του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος επιβάλλει και ανακαλεί δασμούς μέσα σε λίγες μέρες, υπογραμμίζει την ανάγκη για την ΕΕ να διαθέτει ένα playbook για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων. Η οικονομική αυτάρκεια και η ενεργητική διαχείριση των εμπορικών σχέσεων είναι κρίσιμες για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητάς της. Είναι προτιμότερο να διαμορφώνει τις εξελίξεις παρά να τις ακολουθεί παθητικά.
Μία από τις βασικές στρατηγικές που προτείνουν οι οικονομολόγοι για την αντιμετώπιση των δασμών είναι η επιβολή ανταποδοτικών δασμών (Retaliatory Tariffs). Όταν μια χώρα επιβάλλει μονομερώς δασμούς, η πληγείσα χώρα μπορεί να απαντήσει με δικούς της δασμούς σε στοχευμένα προϊόντα, ώστε να αυξήσει την πολιτική και οικονομική πίεση.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε η εμπορική αντιπαράθεση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών το 2018. Ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, επέβαλε δασμούς 25% στον χάλυβα και 10% στο αλουμίνιο που εισάγονταν από την ΕΕ, επικαλούμενος λόγους εθνικής ασφάλειας. Η ΕΕ αντέδρασε γρήγορα, ανακοινώνοντας δασμούς-αντίποινα ύψους 2,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε προϊόντα-σύμβολα της αμερικανικής οικονομίας.
Συγκεκριμένα, η ΕΕ στοχοποίησε, το μπέρμπον από το Κεντάκι, βάζοντας 25% δασμούς, επηρεάζοντας εταιρείες όπως η Jack Daniel’s και η Jim Beam, τις μοτοσικλέτες Harley-Davidson, οι οποίες δέχθηκαν επίσης 25% δασμούς, αναγκάζοντας την εταιρεία να μεταφέρει μέρος της παραγωγής της εκτός ΗΠΑ και τα Levi’s jeans.
Το αποτέλεσμα ήταν η πτώση των εξαγωγών των παραπάνω προϊόντων προς την ΕΕ, δημιουργώντας πίεση σε επιχειρήσεις και πολιτικούς παράγοντες στις ΗΠΑ. Η ΕΕ κατάφερε να πλήξει στρατηγικούς τομείς της αμερικανικής οικονομίας, στέλνοντας το μήνυμα ότι οι εμπορικοί δασμοί δεν μπορούν να επιβάλλονται χωρίς συνέπειες.
Αντί να απαντήσει με δασμούς, μια χώρα μπορεί να στραφεί σε νέες αγορές(Diversification of Trade Markets), μειώνοντας την εξάρτησή της από μια συγκεκριμένη οικονομία και εξισορροπώντας τις απώλειες που προκαλούν οι εμπορικοί περιορισμοί.
Όταν η Ρωσία επέβαλε εμπάργκο σε προϊόντα από την ΕΕ το 2014, η Ένωση υπέστη σοβαρές οικονομικές απώλειες, καθώς η Ρωσία αποτελούσε βασικό εμπορικό εταίρο για τα ευρωπαϊκά αγροτικά προϊόντα. Για παράδειγμα, πριν το εμπάργκο, οι εξαγωγές τροφίμων και γεωργικών προϊόντων από την ΕΕ προς τη Ρωσία ξεπερνούσαν τα 11 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Μετά την απώλεια της ρωσικής αγοράς, η ΕΕ προσανατολίστηκε προς νέες εξαγωγικές αγορές, ενισχύοντας το εμπόριο με χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής. Μέσα σε λίγα χρόνια, οι εξαγωγές ευρωπαϊκών αγροτικών προϊόντων προς αυτές τις περιοχές αυξήθηκαν κατά 30%, αντισταθμίζοντας μέρος της ζημιάς από το ρωσικό εμπάργκο.
Αυτή η στρατηγική αναδεικνύει τη σημασία της οικονομικής ευελιξίας και της δυνατότητας ανακατεύθυνσης του εμπορίου προς αγορές που παραμένουν ανοιχτές και φιλικές στη συνεργασία.
Τα μη δασμολογικά εμπόδια (NTBs) είναι μια ιδιαίτερα αποτελεσματική στρατηγική που χρησιμοποιούν οι χώρες για να προστατεύσουν τις εγχώριες αγορές τους χωρίς να επιβάλλουν άμεσους δασμούς. Αυτά περιλαμβάνουν αυστηρότερες προδιαγραφές, ελέγχους, γραφειοκρατικές διαδικασίες και περιορισμούς στις κρατικές προμήθειες, καθιστώντας τις εισαγωγές πιο δύσκολες ή λιγότερο ελκυστικές.
Κατά τη διάρκεια του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας το 2018, το Πεκίνο δεν επέβαλε αμέσως δασμούς αλλά επέλεξε να βάλει νέα εμπόδια στις αμερικανικές εισαγωγές. Επιβλήθηκαν αυστηρότεροι έλεγχοι και νέες διαδικασίες πιστοποίησης στη σόγια και άλλα γεωργικά προϊόντα.
Ως αποτέλεσμα, οι εξαγωγές σόγιας των ΗΠΑ προς την Κίνα μειώθηκαν από 14 δισ. δολάρια το 2017 σε μόλις 3,1 δισ. δολάρια το 2018, λόγω καθυστερήσεων στις τελωνειακές διαδικασίες και νέων ρυθμιστικών απαιτήσεων σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ.
Αυτό το είδος έμμεσου οικονομικού περιορισμού δυσχεραίνουν τις εμπορικές συναλλαγές, χωρίς να παραβιάζουν άμεσα τις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, αλλά με σημαντικές επιπτώσεις στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.
Η υποτίμηση του νομίσματος (Currency Devaluation) είναι μια ακόμα κίνηση που μπορεί να χρησιμοποιήσει μια χώρα για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της, καθιστώντας τα προϊόντα της φθηνότερα για τους ξένους αγοραστές. Αυτό επιτυγχάνεται συνήθως μέσω παρεμβάσεων στην αγορά συναλλάγματος, όπου οι κεντρικές τράπεζες πωλούν το εγχώριο νόμισμα για να μειώσουν την αξία του σε σχέση με άλλα νομίσματα. Αυτή η στρατηγική μπορεί να αντισταθμίσει τις επιπτώσεις των εμπορικών δασμών, διατηρώντας τη ζήτηση για εξαγόμενα προϊόντα.
Η Κίνα έχει κατηγορηθεί πολλές φορές ότι υποτιμά το γουάν για να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της. Κατά τη διάρκεια του εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ το 2019, η Κίνα άφησε το γουάν να υποτιμηθεί κάτω από το ψυχολογικό όριο των 7 γουάν ανά δολάριο, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις από την αμερικανική κυβέρνηση.
Σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, αυτή η κίνηση έκανε τα κινεζικά προϊόντα κατά 10-15% φθηνότερα, αντισταθμίζοντας σε μεγάλο βαθμό τους δασμούς που είχαν επιβάλει οι ΗΠΑ σε κινεζικές εισαγωγές ύψους 360 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η τακτική αυτή δείχνει πώς η νομισματική πολιτική μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο εμπορικής στρατηγικής, επιτρέποντας στις χώρες να διατηρούν την ανταγωνιστικότητά τους απέναντι σε εμπορικά εμπόδια, όπως οι δασμοί.
Ωστόσο, στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), η υιοθέτηση μιας τέτοιας στρατηγικής δεν είναι τόσο εύκολη λόγω του κοινού νομίσματος, του ευρώ, και της πολιτικής που χαράσσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Η ΕΕ δεν έχει τον άμεσο έλεγχο της συναλλαγματικής της πολιτικής, όπως ένα κυρίαρχο κράτος, αλλά μπορεί να επηρεάσει την αξία του ευρώ μέσω έμμεσων μέτρων, όπως η ποσοτική χαλάρωση (Quantitative Easing - QE). Το 2015, η ΕΚΤ ξεκίνησε ένα τεράστιο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αγοράζοντας κρατικά ομόλογα ύψους 2,6 τρισεκατομμυρίων ευρώ. Αυτό οδήγησε σε πτώση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η επιβολή δασμών οδηγούν την ανθρωπότητα πολλά βήματα πίσω με ακρίβεια στα τελικά προϊόντα εις βάρος των καταναλωτών, όπως επίσης ότι το εμπόριο λειτουργεί ως ειρηνοποιός δύναμη λόγο της αμοιβαίας εξάρτησης μεταξύ των χωρών. Η ΕΕ οφείλει να έχει ένα ξεκάθαρο και δυναμικό playbook εμπορικής πολιτικής στην εποχή Trump 2.0. Σε έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες, η οικονομική ανθεκτικότητα και η ευελιξία στις εμπορικές σχέσεις θα καθορίσουν την ανταγωνιστικότητα και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της Ένωσης στην παγκόσμια οικονομία.
*Ο Άρης Κεφαλογιάννης είναι απόφοιτος του Tufts University, Fletcher School of Global Affairs και founder της Renthis2me και του Young&Curious.