Συνεχης ενημερωση

    Παρασκευή, 31-Ιαν-2025 00:04

    Είναι ο φανατικός ιδεώδης οπαδός ή συνεργάτης για έναν πολιτικό ηγέτη;

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Δρα Κωνσταντίνου Λυμπερόπουλου

    Ο φανατισμός είναι η τυφλή προσήλωση, αφοσίωση και προσκόλληση σε μια ιδέα, πίστη, δόγμα, ιδεολογία ή πρόσωπο, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη αποδείξεων ή κοινής λογικής, όπως επίσης και το μίσος για όποιον πιστεύει το αντίθετο.  Ο φανατικός ταυτίζεται με πάθος στην πίστη και στο δόγμα του και η μισαλλοδοξία του μπορεί να φθάσει και στη λεκτική ή φυσική βία.  Πιστεύει ακράδαντα με πάθος στις απόλυτες και μοναδικές αλήθειες του, απορρίπτοντας ασυζητητί οποιαδήποτε άλλη λογική θέση.  Όχι μόνο δεν αμφιβάλλει για την πίστη του σε αναμφισβήτητες αλήθειες, αλλά οργίζεται με κάθε αντίθετη άποψη που αμφισβητεί τα είδωλα, τις ιδέες ή τον αρχηγό του.

    Οι θρησκευτικοί, πολιτικοί, κομματικοί, ιδεολογικοί ή εθνικοί φανατισμοί προσφέρουν μεν μια πολύτιμη για πολλούς συναισθηματική ασφάλεια μέσω της ταύτισης, της απόλυτης πίστης, της αφοσίωσης, της λατρείας και της ένταξης σε ομάδες ομοϊδεατών, έχουν όμως οδηγήσει σε ακραία μισαλλοδοξία, καταστροφές και πολύ αίμα σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της ανθρωπότητας.  Οι λόγοι της πίστης του φανατικού μπορεί να είναι η ψυχολογική λύτρωσή του από τα αισθήματα μειονεξίας και από μία πολύ δυσάρεστη πραγματικότητα που βιώνει καθημερινά ή η εξυπηρέτηση των πολιτικών, οικονομικών ή καιροσκοπικών συμφερόντων του.

    Το άτομο αποκτά δύναμη όταν αισθάνεται τμήμα ενός ισχυρού συνόλου, στο οποίο καλλιεργείται συστηματικά η περιφρόνηση του παρόντος και η ελπίδα για ένα πολύ καλύτερο μέλλον.  Οι απογοητευμένοι από τη ζωή τους ενθουσιάζονται ευκολότερα από τη δύναμη της μάζας, μέρος της οποίας ελπίζουν κι’ αυτοί να εκμεταλλευθούν.  Η ακατανίκητη δύναμη την οποία αισθάνονται ότι αποκτούν τα μέλη ενός ανώνυμου όχλου, επιτρέπει στα ένστικτά τους να κυριαρχήσουν απόλυτα στη λογική τους και να κάνουν πράγματα που δεν θα τολμούσαν ποτέ ως μεμονωμένα άτομα.  Στον ανώνυμο όχλο εξαφανίζονται η ατομική βούληση και η ευθύνη και τονίζονται η μισαλλοδοξία και η άνανδρη σκληρότητα, όπως στους πρωτόγονους πολιτισμούς που κυριαρχούσαν η βιαιότητα και η απόλυτη βαρβαρότητα.

    Επειδή το πλήθος είναι πάντα διανοητικά κατώτερο από την πλειοψηφία των μεμονωμένων ατόμων που το συναποτελούν, δεν είναι σε θέση να κατανοήσει πολύπλοκους συλλογισμούς, παρά μόνο χονδροειδείς συνειρμούς ιδεών, οι οποίοι απευθύνονται κατά κύριο λόγο στο συναίσθημα και όχι στη λογική.  Η πλειοψηφία των πιστών αποφασίζει με την καρδιά και όχι με το μυαλό να  θαυμάσει ή και να λατρέψει ένα είδωλο, έναν μεσία ή μια ιδεολογία, γι’ αυτό και τα μηνύματα που τους απευθύνονται στηρίζονται κυρίως στο θυμικό και όχι αυστηρά στη λογική του ακροατηρίου, την οποία λίγοι εκτιμούν και ελάχιστοι κατανοούν τόσο τον βραχυχρόνιο όσο και τον μακροχρόνιο αντίκτυπο όσων τους υπόσχονται.

    Όσοι έχουν απόλυτη πεποίθηση ότι κατέχουν την απόλυτη αλήθεια, τόλμη, εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους, πείσμα, πάθος, υπεροψία, μίσος για τους αντιφρονούντες, τους αμφισβητίες και τους αιρετικούς και σιδερένια θέληση έχουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για αρχηγοί συλλογικών οργάνων ή και κρατών.  Αυτοί δημιουργούν στους οπαδούς τους εικόνες ενός ευτυχισμένου μέλλοντος το οποίο μπορεί να δικαιολογήσει οποιαδήποτε τωρινή θυσία.  Διακηρύσσουν, επαναλαμβάνοντας χωρίς φυσικά να αποδεικνύουν με αιτιώδεις λογικές συνάφειες, ότι υποστηρίζονται από κάποια ανώτερη δύναμη (μοίρα, Θεό, νόμους της ιστορίας, φωνή των προγόνων, κλπ.) και ότι οι οποιοιδήποτε εχθροί είναι η ενσάρκωση του κακού για τους οποίους δεν αξίζουν η αδιαφορία ή η συμπόνοια αλλά μόνο το μίσος, η καταδίωξη ή και ο θάνατος.

    Ο φανατισμός για την ορθότητα ενός δόγματος σημαίνει αυταρχισμό και άρνηση της δημοκρατίας και προϋποθέτει την αυταπάρνηση του ατόμου και την ετοιμότητά του για αυτοθυσία με τρομοκρατικές πράξεις ή και πόλεμο για να επιτευχθούν οι πολιτικοί ή οι εθνικοί σκοποί για τους οποίους είχαν με θρησκευτικές ή στρατιωτικές τελετές από καιρό  προετοιμασθεί.   Η αποτελεσματικότητα κάθε δόγματος δεν προέρχεται από το περιεχόμενό του (μια και αφορά την αξιωματική αποδοχή απόψεών του χωρίς αξιολόγηση), αλλά από τη βεβαιότητα για την ενσωμάτωση της μίας και μοναδικής αλήθειας. 

    Η μανιχαϊστική σκέψη (άσπρο–μαύρο, καλοί-κακοί, κλπ.), ο φονταμενταλισμός και η μισαλλοδοξία του φανατικού στηρίζονται στις περισσότερες περιπτώσεις στην ανάγκη του να εξισορροπηθεί η μειονεξία του με απλοϊκές ιδέες, που μπορούν να του προσφέρουν ασφάλεια, υπεροχή και τη δύναμη που του λείπει με την ένταξή του σε ομάδες.  Κατ’ αυτόν τον τρόπο θεωρεί ότι μπορεί να αντισταθμίσει τις ψυχολογικές, φυσικές ή πνευματικές του ελλείψεις με την αναπλήρωσή τους από τη δύναμη κάποιας μικρής ή μεγαλύτερης ομάδας στην οποία επιδιώκει να ενταχθεί, όπως π.χ. συμμορία κακοποιών, αγέλη παραβατικών ανηλίκων, πολιτικά γκρουπούσκουλα που φαντασιώνονται την ανατροπή του "συστήματος" της καθεστηκυίας τάξης, παραθρησκευτικές οργανώσεις, πολιτικές οργανώσεις που αποσκοπούν με βίαιες τρομοκρατικές ενέργειες να σκήσουν επιρροή σε κάποιο συγκεκριμένο ακροατήριο με την πρόκληση φόβου, κλπ. (Φράξια Κόκκινος Στρατός, Ερυθρές Ταξιαρχίες, Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας, Συνομωσία Πυρήνων της Φωτιάς, 17 Νοέμβρη, Ισλαμικές Σιιτικές ή Σουνιτικές Οργανώσεις, κλπ.).  Στην κατηγορία αυτή πρέπει να συμπεριλάβουμε και τους ακραίους φανατικούς αθλητικών ομάδων, οι οποίοι βέβαια δεν έχουν σχέση με το αθλητικό πνεύμα και με τους απλούς οπαδούς φιλάθλους, οι οποίοι αγαπούν οποιοδήποτε άθλημα.  Η συνοχή κάθε μικρής ομάδας στην οποία εντάσσεται το άτομο είναι φυσικά μεγαλύτερη εφόσον αυτή έχει επιτύχει στο παρελθόν τους στόχους της, με αποτέλεσμα η ιδιότητα του μέλους να έχει υψηλό γόητρο.  Αυτή θα πρέπει να έχει ομοιογένεια, μεγάλη επικοινωνία μεταξύ των μελών και μεγάλο ανταγωνισμό με άλλες ομάδες.  Η μεγάλη συνοχή της ομάδας σημαίνει αίσθημα παντοδυναμίας, κοινά πρότυπα, εσωτερική ηθική, στερεότυπες απόψεις για τις άλλες ομάδες, άσκηση πίεσης στους διαφωνούντες, αυτολογοκρισία στην έκφραση διαφορετικών απόψεων από τις κυρίαρχες, εξέλιξη ορισμένων μελών της ομάδας σε "φύλακες σκέψης" για τις όποιες αιρετικές απόψεις τυχόν διαφωνούντων.  

    Ακολουθώντας το σύνδρομο της αγέλης που προσφέρει ασφάλεια, οι φανατικοί έχουν απόλυτη πίστη στην αυθεντία ενός αρχηγού.  Αυτός πρέπει να προκαλεί ενθουσιασμό παριστάνοντας ένα μέλλον ευοίωνο, για το οποίο αξίζει οποιαδήποτε θυσία από όλους τους οπαδούς.  Ένας δημαγωγός αρχηγός δεν πείθει τόσο με την ορθότητα των επιχειρημάτων του, όσο με το συναίσθημα, που επηρεάζει άμεσα το θυμικό.  Στην ανθρώπινη αγέλη εξαφανίζεται το αίσθημα της ευθύνης και αναπτύσσεται η σκληρότητα, η μισαλλοδοξία και ο φανατισμός.  Φυσικά, με την αδιαπραγμάτευτη αφοσίωση ενός φανατικού σε μια ιδεολογία, πολιτική, θρησκευτική, φυλετική ή ταξική  προκατάληψη ή δεισιδαιμονία δεν μπορεί να φθάσει ποτέ στην αλήθεια μέσω μιας διαφοροποιημένης και αυτόνομης σκέψης, ακολουθώντας την προτροπή SAPERE AUDE (τόλμησε να γνωρίσεις) που ανέλυσε ο Kant.  Η αφοσίωση του φανατικού  μπορεί να αφορά τις απόλυτες αλήθειες ενός κόμματος, μιας θρησκείας, ενός αθλητικού σωματείου, μιας φυλής ή ενός έθνους.  Αυτές μπορεί να φθάσουν μέχρι τις ακραίες εχθρικές συμπεριφορές ή και τη βία εναντίον καθενός που ανήκει, σκέπτεται ή πράττει διαφορετικά.

    Αντίθετα με τον φανατισμό, ο ορθολογισμός βασίζεται στη λογική και την κριτική σκέψη για την κατανόηση και ερμηνεία των φυσικών και κοινωνικών δεδομένων βάσει των οποίων λαμβάνονται οι ατομικές και οι συλλογικές αποφάσεις.  Ο ανορθολογισμός των φανατικών στηρίζεται σε αφελείς θεωρίες συνομωσίας, αθεμελίωτες και αντιεπιστημονικές  ερμηνείες και απόψεις για πολύπλοκα φυσικά, κοινωνικά ιατρικά ή οικονομικά ζητήματα από άσχετους με κάθε θέμα, υπερφίαλους και αμετροεπείς ανθρώπους, που μπορεί να φθάσουν ακόμη και σε παράνομες πράξεις για να τις επιβάλλουν.

    Η απελευθέρωση της ανθρώπινης νόησης από θρησκευτικές, φυλετικές, ρατσιστικές ή εθνικές προκαταλήψεις δεισιδαιμονίες, θρησκοληψίες και αυθαίρετα συμπεράσματα που στηρίζονται περισσότερο στις συναισθηματικές επιρροές συμπάθειας ή αντιπάθειας, παρά στην κριτική σκέψη και στη λογική ονομάστηκε, όπως είναι γνωστό, Διαφωτισμός.  Αυτός στηρίχθηκε στην αμφισβήτηση του μεσιανισμού, στην αυτονομία της σκέψης, στην αρετή της ανεκτικότητας, στην απόρριψη του δογματισμού, στην ελευθερία αντί της απολυταρχίας, στην επιστήμη αντί των δεισιδαιμονιών, στην απόρριψη του δογματισμού, στη χρήση αποδείξεων βάσει επιστημονικών μεθόδων και στην ισότητα, ελευθερία και δημοκρατία αντί για την ελέω Θεού Βασιλεία. Στον εικοστό αιώνα, παρά τις προόδους της επιστήμης, η ανθρωπότητα βίωσε το αποκορύφωμα του ανορθολογισμού με τον φασισμό, το ναζισμό και τον σταλινικό κομμουνισμό, που επιχείρησαν να επιβάλουν τα υποτιθέμενα "επιχειρήματά" τους με αφάνταστη βία, βαρβαρότητα και εκατομμύρια ανθρώπινα θύματα.  Ο ανθρωπισμός, η ηθική, η δικαιοσύνη, η ελευθερία και τελικά η ευδαιμονία των ανθρώπων δεν θεωρήθηκε ότι πρέπει να ισχύουν για όλους τους ανθρώπους, αλλά μόνο για τους "δικούς μας".

    Στον αιώνα μας οι θηριωδίες του πολέμου έχουν ευτυχώς αποφευχθεί στην Ευρώπη, αλλά δυστυχώς όχι σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο.  Όπως υποστηρίχθηκε από τους Διαφωτιστές, οι οικουμενικές αξίες του ανθρωπισμού, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης δεν μπορούν να συμβαδίσουν με τους φανατισμούς οποιαδήποτε μορφής, αλλά μόνο με τις αρχές της δημοκρατίας, της κριτικής σκέψης και του ορθολογισμού.  Αυτός συμβαδίζει με τον πατριωτισμό (αγάπη για την πατρίδα) αλλά όχι βέβαια με τους εθνικισμούς (διάκριση των εθνών σε ανώτερα και κατώτερα) και με τη μισαλλοδοξία εναντίον άλλων κρατών ή κοινωνικών ομάδων.   Επιδιώκει την ειρηνική συνύπαρξη ανθρώπων και λαών και τον σεβασμό των διαφορετικών απόψεων, στάσεων ζωής και πολιτισμών, εφόσον βέβαια αυτοί δεν συμπεριφέρονται επιθετικά αποτελώντας κίνδυνο για μία ή περισσότερες πατρίδες.

    Ο ορθολογισμός ανέχεται φυσικά τη διαφορετικότητα και τις αντίθετες γνώμες, τις οποίες αντικρούει με δημοκρατικό διάλογο και ορθολογικά επιχειρήματα και όχι με μισαλλόδοξες ανοησίες και φανατισμούς.  Βασίζεται στη λογική ερμηνεία του κόσμου βάσει των τελευταίων εξελίξεων κάθε επιστήμης στηριζόμενος μόνο στη χρήση αποδείξεων και όχι σε αυθαίρετες υποθέσεις κάθε πίστης οποιασδήποτε λογικά απίθανης θεωρίας, ιδεολογίας ή ιδεοληψίας, οι οποίες προσφέρουν μεν ψυχολογική ασφάλεια, αλλά όχι την αλήθεια.

    Καμία θεωρία δεν πρέπει να γίνεται αποδεκτή, εάν δεν έχει υποστεί πειραματικό έλεγχο, ικανό αριθμό παρατηρήσεων ή αντιπροσωπευτικές έρευνες που πληρούν τα κριτήρια της εγκυρότητας και της αξιοπιστίας που να την επιβεβαιώνουν.  Όλα αυτά βέβαια θεωρούνται περιττά για τον φανατικό, ο οποίος σκέπτεται και λειτουργεί μόνο με τη δύναμη της πίστης σε μια σκοταδιστική ιδεολογία, θρησκεία ή ηγεσία.  Ο φανατικός είναι κατ’ εξοχήν ανορθολογικός και παρορμητικός και παρουσιάζει απίστευτη αντίσταση σε οποιαδήποτε λογικά επιχειρήματα, ενεργώντας πάντα στηριζόμενος στο θυμικό.  Πιστεύει στο απόλυτο δίκιο της ομάδας του ή της χώρας του, την οποία αποδέχεται ως χώρα υπεράνθρωπων ηρώων, η οποία όμως θυματοποιήθηκε από ξένους εκμεταλλευτές που ενδιαφέρονται μόνο για το δικό τους συμφέρον.
    Δεν θα πρέπει όμως οι πολιτικοί αρχηγοί να επιδιώκουν να τους ακολουθήσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι φανατικοί οπαδοί-χειροκροτητές, οι οποίοι δεν τους ασκούν ποτέ κριτική αλλά θα πρέπει να επιδιώκουν να ηγούνται πολιτικών κομμάτων στα οποία οι υγιείς προβληματισμοί είναι αναγκαίοι, επιθυμητοί και καλοδεχούμενοι, μια και αυτοί αναγκάζουν τις εκάστοτε ηγεσίες σε εποικοδομητικούς διαλόγους και προβληματισμούς για την αναγκαιότητα των όποιων επιλογών τους.

    Η απάντηση λοιπόν στην ερώτηση εάν ένας πολιτικός ηγέτης πρέπει να θεωρεί περισσότερο επιθυμητούς τους φανατικούς χειροκροτητές από τους προβληματισμένους οπαδούς, είναι φυσικά όχι.  Αυτός θα πρέπει να επιθυμεί να κερδίσει με την επιχειρηματολογία του όσους περισσότερους σκεπτώμενους και προβληματισμένους οπαδούς μπορεί, απευθυνόμενος κυρίως στη λογική τους (χωρίς να παραγνωρίζεται και η συναισθηματική προσέγγιση), δεδομένου ότι οι φανατικοί  χειροκροτητές δεν είναι πάντα συνειδητοί οπαδοί ή πραγματικοί ιδεολόγοι, αλλά σε πολλές περιπτώσεις απλοί ιδιοτελείς τυχοδιώκτες.  Στο επίπεδο διοίκησης της οποιασδήποτε ομάδας ή κόμματος θα πρέπει ένας υπάρχων ή επίδοξος πολιτικός ηγέτης που ενδιαφέρεται για τη μακροχρόνια αποτελεσματικότητά του, αντί να παίρνει αυταρχικά μόνος του όλες τις αποφάσεις και να τις ανακοινώνει ή να πείθει για την αποδοχή τους να παρουσιάζει τα προβλήματα, να ακούει τις απόψεις των συνεργατών του και να αποφασίζει μαζί τους μέσα σε δημοκρατικά προκαθορισμένα πλαίσια, τα οποία όμως δεν θα πρέπει ποτέ να λειτουργούν ανασταλτικά στην ταχύτητα λήψεως αποφάσεων.  Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα ενεργοποιηθούν όλοι οι συνεργάτες του αρχηγού να εργάζονται εξυπνότερα, πιο δημιουργικά και πιο αποτελεσματικά.

    * τ. Καθηγητής ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ