00:04 10/09
Ναυτιλία & Εμπόριο Καυσίμων: Μπροστά σε μια Παγκόσμια Μετάβαση
Η ναυτιλία βρίσκεται σήμερα στο σταυροδρόμι μιας πολυδιάστατης μετάβασης.
Η Γαλλία και η Γερμανία αντιπροσώπευαν πάντα την σπονδυλική στήλη της Ευρώπης. Αυτό συμβαίνει από την υπογραφή της Συνθήκης των Ηλυσίων το 1963 και στη συνέχεια ενισχύθηκε από τη γαλλογερμανική Συνθήκη Συνεργασίας του Άαχεν του 2019.
Ένας άξονας που μπορεί να μην είναι καλά ισορροπημένος και που συχνά έκλινε γύρω από το Βερολίνο, ειδικά κατά τη διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης, αλλά λειτούργησε.
Σήμερα, ωστόσο, η ανθεκτικότητα αυτού του άξονα δοκιμάζεται έντονα από τη χαμηλή ανάπτυξη, ειδικά στη Γερμανία, και την πολιτική αστάθεια, ενδεχομένως βαθύτερη στη Γαλλία, με αβέβαια αποτελέσματα.
Θα είναι το 2025 το έτος κατά το οποίο αυτές οι δυσκολίες θα οδηγήσουν σε εμπλοκή της γαλλογερμανικής μηχανής, ή μπορεί να διατηρηθεί η ικανότητα απόδοσης του διδύμου σε ευρωπαϊκή κλίμακα;
Για να κατανοήσουμε, αν η Γαλλία και η Γερμανία θα είναι σε θέση να συνεχίσουν να λειτουργούν ως η κινητήρια δύναμη της Ευρώπης, είναι σημαντικό να αντιληφθούμε, πόσο έχει αυξηθεί η οικονομική και πολιτική απόσταση μεταξύ των δύο χωρών τα τελευταία χρόνια.
Αν τα δέκα χρόνια πριν από τον Covid η γερμανική οικονομία μεγεθυνόταν με μεγαλύτερη ταχύτητα (μέση ετήσια αύξηση 2% σε σύγκριση με 1,4% στη Γαλλία), από το 2022 μέχρι σήμερα η γαλλική ανάπτυξη ήταν 4 φορές μεγαλύτερη από αυτή της Γερμανίας.
Η πρόσφατη επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών του Βερολίνου (αν και με ακόμα πολύ θετικό ισοζύγιο) και το κόστος της ενέργειας, που επιβαρύνει πολύ περισσότερο το γερμανικό βιομηχανικό σύστημα, συνέβαλαν στην αλλαγή πορείας. Μια αλλαγή που, ωστόσο προς το παρόν, δεν έχει επηρεάσει το ποσοστό ανεργίας, το οποίο τα τελευταία τρία χρόνια στη Γερμανία παρέμεινε σε λιγότερο από το ήμισυ εκείνου της Γαλλίας (κατά μέσο όρο 3,2% έναντι 7,4% αντίστοιχα).
Είναι όμως σημαντικό, ότι στην Γαλλία το δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ έχει εκτοξευθεί από 97,6% το 2019 σε πάνω από 112% το 2024-διπλάσιο από το 62,7% της Γερμανίας.
Συνοπτικά, η διαφορά μεταξύ της γαλλικής και της γερμανικής ανάπτυξης έχει αυξηθεί, σηματοδοτώντας μια εναλλαγή στην "σχετική κατάταξη" μεταξύ των δύο χωρών υπέρ του Παρισιού.
Αλλά είναι μια εναλλαγή, η οποία δεν ευνοεί απαραίτητα το τελευταίο, επειδή επιβαρύνει την πολιτική αστάθεια, η οποία προσθέτει στο δημόσιο χρέος και συμπιέζει την παραγωγικότητα της εργασίας.
Σε πολιτικό επίπεδο, εκ πρώτης όψεως, οι δύο χώρες χαρακτηρίζονται από την ίδια αστάθεια.
Η Γερμανία οδεύει προς πρόωρες εκλογές τον Φεβρουάριο 2025 με το ακροδεξιό AfD να εκτιμάται στις δημοσκοπήσεις στο 18%, αλλά με το CDU-CSU στο 32% και τους Σοσιαλιστές στο 16%.
Εκείνο το οποίο διαφαίνεται, είναι η αναβίωση του αμφιλεγόμενου συνασπισμού μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλιστών.
Μια δύσκολη επανάληψη, δεδομένων των αποστάσεων μεταξύ των δύο κομμάτων και πιθανώς ανεπαρκής, για να επιτευχθεί πλειοψηφία, με όλα τα άγνωστα της αναζήτησης ενός ή περισσότερων νεότερων εταίρων.
Ωστόσο, μια ριζική αλλαγή πορείας από τη Γερμανία με το AfD στην κυβέρνηση, φαίνεται να έχει αποφευχθεί.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν μεγαλύτερα άγνωστα στοιχεία τα οποία σχετίζονται με τη γαλλική πολιτική αστάθεια, δεδομένης της τρέχουσας τριμερούς κατάτμησης του γαλλικού πολιτικού φάσματος, στην οποία το κέντρο του Macron συμπιέζεται όλο και περισσότερο, μεταξύ δεξιού και αριστερού ριζοσπαστισμού.
Με συνταγματικούς περιορισμούς, δεν είναι δυνατόν τα κόμματα να επιστρέψουν στις κάλπες πριν από τον Ιούλιο του 2025, αλλά όταν επιστρέψουν, δεν μπορεί να αποκλειστεί μια ριζική αλλαγή πορείας στη γαλλική πολιτική προς τον αριστερό (Mélanchon), ή τον δεξιό (Le Pen) εξτρεμισμό.
Επομένως, εάν αυτή τη στιγμή η πολιτική αστάθεια μεταξύ Παρισιού και Βερολίνου είναι περίπου παρόμοια με το παρελθόν, δεν είναι αδιανόητο, ότι θα μπορούσε ενδεχομένως να αυξηθεί δραματικά από το δεύτερο εξάμηνο του 2025.
Ωστόσο, αυτό που προξενεί εντύπωση τα τελευταία χρόνια είναι ο αριθμός και το εύρος των περιπτώσεων, στις οποίες η Γαλλία και η Γερμανία έχουν βρεθεί σε διαφορετικές/αντίθετες θέσεις, ακριβώς λόγω των αυξανόμενων αποστάσεων - μέχρι στιγμής περισσότερο οικονομικών παρά πολιτικών - H Γαλλία δεν επιδοκίμασε τη μονομερή ανακοίνωση του Βερολίνου το 2022 - που έγινε χωρίς προειδοποίηση στο Παρίσι – για την έγκριση από την γερμανική βουλή του πακέτου των 200 δισεκατομμυρίων ευρώ επιδοτήσεων έναντι των υψηλών τιμών ενέργειας.
Όλα αυτά, ενώ οι δύο χώρες συνέχισαν να έχουν διαφορετικές θέσεις, με τη Γαλλία να τάσσεται σταθερά υπέρ της πυρηνικής ενέργειας.
Όσον αφορά τους δασμούς στα ηλεκτρικά οχήματα που εισάγονται από την Κίνα, η Γαλλία υποστήριξε τις κινήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον περασμένο Οκτώβριο, ενώ η Γερμανία παρέμεινε αντίθετη και σχεδόν απομονωμένη, υποστηριζόμενη από την Ουγγαρία, τη Σλοβακία, τη Σλοβενία και τη Μάλτα.
Όσον αφορά την εμπορική συμφωνία ΕΕ-Mercosur, που οριστικοποιήθηκε πρόσφατα στο Μοντεβιδέο, η Γερμανία την υποστήριξε -οι αγορές της Νότιας Αμερικής είναι ελκυστικές για τα γερμανικά αυτοκίνητά -, ενώ η Γαλλία την εμπόδισε φοβούμενη τις επιπτώσεις της συμφωνίας στην γαλλική γεωργία. Ως εκ τούτου, είναι ενδεχόμενο να υπάρξει μια πολιτική διαμάχη για την εθνική επικύρωση της συμφωνίας κατά τη διάρκεια του 2025.
Αλλά δεν υπήρξε έλλειψη διαιρέσεων, ούτε σχετικά με την ασφάλεια και την άμυνα.
Η Γερμανία ξεκίνησε το σύστημα αεράμυνας "ESSI" αγοράζοντας, μεταξύ άλλων, ισραηλινή και αμερικανική τεχνολογία.
Η Γαλλία δεν συμμετείχε σε αυτό, στοχεύοντας αντ' αυτού -μαζί με την Ιταλία-στην αντιπυραυλική ασπίδα "Mamba".
Θα μπορούσε κανείς επίσης να προσθέσει τη διαφορετική προσέγγιση στην προμήθεια όπλων στην Ουκρανία: το όχι του Βερολίνου στους γερμανικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς "Taurus", έναντι του γαλλικού ναι στους γαλλικούς πυραύλους "Scalp", μετά την έγκριση των ΗΠΑ για χρήση των ATCMS.
2025: Είναι σπασμένος ο άξονας;
Οι αποστάσεις μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια λόγω της διαφορετικής -ιδιαίτερα οικονομικής- δυναμικής.
Η αύξηση των περιπτώσεων στις οποίες οι δύο χώρες έχουν βρεθεί σε αντίθετες θέσεις είναι ενδεικτική αυτής της απόστασης, ενώ είναι ισχυρό το ενδεχόμενο μια τέτοια τριβή να συνεχισθεί και το 2025.
Όμως η ανθεκτικότητα του γαλλογερμανικού άξονα πρέπει να μετρηθεί στο πλαίσιο στρατηγικών αποφάσεων.
Ένα παράδειγμα είναι η διαδικασία Next Generation EU, η οποία απλά δεν θα υπήρχε ποτέ χωρίς μια προκαταρκτική συμφωνία μεταξύ Παρισίου και Βερολίνου.
Η τουλάχιστον μερική εφαρμογή των εκθέσεων Letta και Draghi, η υποστήριξη προς την Ουκρανία και η κοινή απάντηση στις πολιτικές του Trump έναντι της ΕΕ - που χαρακτηρίζονται από ένα πιθανό "διαίρει και βασίλευε" - θα αποτελέσουν τη λύδια λίθο για την δοκιμή της αντοχής του άξονα Παρισίου-Βερολίνου.
Όμως η αυξανόμενη "οικονομική απόσταση" μεταξύ των δύο χωρών δεν αποτελεί καλό οιωνό.
Εάν προστεθεί σε αυτή την προοπτική και μια "πολιτική απόσταση", η οποία θα συνδεόταν με το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών τον προσεχή Φεβρουάριο, και γαλλικών εκλογών το καλοκαίρι, ο γαλλογερμανικός άξονας θα τεθεί σε σοβαρό κίνδυνο. Αυτό σίγουρα δεν θα ήταν καλά νέα, όχι μόνο για τη Γαλλία και τη Γερμανία, αλλά για ολόκληρη την ΕΕ.
* Ο Νικήτας Σίμος είναι οικονομολόγος, γεωπολιτικός αναλυτής