00:04 10/09
Ναυτιλία & Εμπόριο Καυσίμων: Μπροστά σε μια Παγκόσμια Μετάβαση
Η ναυτιλία βρίσκεται σήμερα στο σταυροδρόμι μιας πολυδιάστατης μετάβασης.
Η συμμαχία μεταξύ της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών υπήρξε ο ακρογωνιαίος λίθος πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε η διεθνής τάξη, από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι σήμερα.
Η ολοκλήρωση μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού είναι απαράμιλλη, όσον αφορά το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών και τις επενδύσεις. Το ΝΑΤΟ μόλις γιόρτασε τα 75α γενέθλιά του, επιβιώνοντας από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και βρίσκοντας νέα ζωή για την υποστήριξη της Ουκρανίας μετά τη ρωσική εισβολή.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διατηρούν εξαιρετικούς διαύλους επικοινωνίας, ως πυλώνες της τρέχουσας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής.
Μια σχέση σαν αυτή γνώρισε στιγμές κατανόησης αλλά και έντονες διαμάχες. Οι δηλώσεις του Γάλλου προέδρου Charles de Gaulle κατά του ΝΑΤΟ και του δολαρίου, ή η πολύ μακρά διαμάχη Boeing-Airbus, η οποία διήρκεσε 17 χρόνια, παραμένουν διάσημες.
Η αίσθηση, είναι ότι ποτέ πριν η εταιρική σχέση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης δεν βρέθηκε σε ένα τόσο κρίσιμο σταυροδρόμι. Οι προεδρικές εκλογές, που έχουν προγραμματιστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Νοέμβριο, θα θέσουν τη Γηραιά Ήπειρο μπροστά σε δύο διαφορετικά σενάρια, ανάλογα με το αποτέλεσμά τους.
Εάν η προοπτική της επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο προμηνύει μια νέα επιδείνωση των διατλαντικών σχέσεων, είναι επίσης αλήθεια, ότι ούτε η Χάρις ούτε ο Τραμπ έχουν δώσει μέχρι στιγμής μεγάλη βαρύτητα στο θέμα του διαλόγου με τους Ευρωπαίους εταίρους κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας τους.
Για να κατανοήσουμε, ποια θα είναι ενδεχομένως η δυναμική στις σχέσεις μεταξύ των δύο ηπείρων, θα μπορούσαν να σημειωθούν τρία θέματα τα οποία τα οποία εκτιμάται ότι θα απασχολήσουν ιδιαίτερα τις σχέσεις ΗΠΑ – Ευρώπης, ανάλογα με το ποιος εκ των δύο υποψηφίων για την Αμερικανική προεδρία θα επικρατήσει.
Από τη μία πλευρά, ο Ντόναλντ Τραμπ ριψοκινδυνεύει να αναζωπυρώσει τις εμπορικές εντάσεις με τις Βρυξέλλες και τους Είκοσι Επτά.
Ο πρώην πρόεδρος έχει προτείνει μια ακόμη πιο επιθετική δασμολογική πολιτική από αυτή που εφαρμόστηκε κατά την πρώτη θητεία του, με σταθερούς δασμούς 10% ή 20% σε όλα τα αγαθά από τον υπόλοιπο κόσμο, εκτός από το 60% που θα επιβληθεί στην Κίνα. Έχει απειλήσει ακόμη και με δασμούς 100% στις εισαγωγές από χώρες που μειώνουν τη χρήση του δολαρίου.
Για τον Τραμπ, το έλλειμμα στο εμπόριο μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού, το οποίο πέρυσι ξεπέρασε τα 150 δισεκατομμύρια ευρώ, ήταν πάντα ένας λόγος σύγκρουσης με τους Είκοσι Επτά, με τη Γερμανία επικεφαλής, να κατηγορείται ότι δεν αγόρασε αρκετά Made in the USA. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Goldman Sachs, σε περίπτωση σκλήρυνσης των σχέσεων με την Ουάσιγκτον, είναι ενδεχόμενο, ειδικά η ευρωζώνη να υποστεί μείωση περίπου μιας ποσοστιαίας μονάδας του ΑΕΠ της. Το οποίο είναι σημαντικό, λαμβάνοντας υπόψη την αδύναμη ανάπτυξη που πλήττει τη Γηραιά Ήπειρο.
Από την άλλη πλευρά, η Κάμαλα Χάρις δεν έχει επικεντρωθεί στο εμπόριο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, γεγονός το οποίο δείχνει προς την κατεύθυνση, ότι μπορεί να συνεχίσει στον απόηχο της κυβέρνησης Μπάιντεν, δηλ. όχι στους γενικούς δασμούς κατά των συμμάχων, ναι στην υπεράσπιση των Αμερικανών εργαζομένων και της εθνικήςι οικονομικής ασφάλειας με δασμούς σε εισαγωγές από τρίτες χώρες. Κατά πάσα πιθανότητα ο διατλαντικός εμπορικός διάλογος θα συνεχιστεί, αλλά δεν θα παραμείνει χωρίς τριβές, ιδίως λόγω των αντίστοιχων σχεδίων για τη μείωση των στρατηγικών εξαρτήσεων. Θα πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι, κατά τη διάρκεια της θητείας του Μπάιντεν, διαφορές όπως αυτές που σχετίζονται με τις ευρωπαϊκές εξαγωγές αλουμινίου και χάλυβα προς τις ΗΠΑ δεν έχουν επιλυθεί πλήρως και έχουν προκύψει νέες.
Οι οικονομικές παροχές οι οποίες αναγγέλλονται τόσο από τους Ρεπουμπλικάνους, όσο και από τους Δημοκρατικούς, ρίχνουν σκιές στην πορεία του αμερικανικού δημόσιου χρέους, στην τάση του πληθωρισμού και του δολαρίου και στην άσκηση νομισματικής πολιτικής από την Federal Reserve τα επόμενα χρόνια.
Από την ίδρυσή της, η ΕΚΤ προσπαθούσε πάντα να ακολουθήσει τα βήματα της "μεγάλης αδελφής" της, με εξαίρεση την παρένθεση μεταξύ 2015 και 2018, όταν ο Mario Draghi ξεκίνησε το σχέδιο μέγιστης ποσοτικής χαλάρωσης και η FED εφάρμοσε τις πρώτες αυξήσεις μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Ο Trump είναι ίσως ο υποψήφιος που προκαλεί τη μεγαλύτερη ανησυχία στη Φρανκφούρτη. Είναι ενδεχόμενο ότι προεδρικές πιέσεις προς την Fed θα κινδύνευαν να ανοίξουν έναν απρόβλεπτο νομισματικό κύκλο στην Ουάσιγκτον, με πιθανές επιπτώσεις στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές και τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ/δολαρίου. Ο νομισματικός πόλεμος είναι προς το παρόν μια επίφοβη εικασία.
Η προσέγγιση της επόμενης κυβέρνησης των ΗΠΑ προς τους εταίρους του ΝΑΤΟ και την Ουκρανία θα είναι κρίσιμη, διότι οι θέσεις των δύο υποψηφίων για τον Λευκό Οίκο απέχουν μεταξύ τους.
Ο Τραμπ σκοπεύει να τερματίσει αμέσως τη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια προς το Κίεβο, ενώ πιστεύει ότι οι όροι που έθεσε ο Πούτιν είναι απαράδεκτοι. Και όχι μόνο αυτό. Σε μια συγκέντρωση στις αρχές Φεβρουαρίου, ο Trump δήλωσε ότι ήταν έτοιμος να "ενθαρρύνει" κράτη όπως η Ρωσία να "κάνουν ό, τι θέλουν" με τις χώρες του ΝΑΤΟ, που δεν εκπληρώνουν τις οικονομικές τους δεσμεύσεις, αμφισβητώντας την εγγύηση συλλογικής ασφάλειας του άρθρου 5 και ξαναρχίζοντας την εκστρατεία του εναντίον των Συμμάχων που διστάζουν να αυξήσουν την αμυντική συνεισφορά τους στο 2% του ΑΕΠ.
Από την πλευρά της, η Χάρις στοχεύει να δώσει συνέχεια στη σταδιακή γραμμή του Μπάιντεν, η οποία μπόρεσε να συμβιβάσει την ασφάλεια του Κιέβου με την ανάγκη να αποφευχθεί μια άμεση αντιπαράθεση μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας.
Η υποστήριξη της προς την Ουκρανία, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, δεν θα μεταβληθεί.
Επιπλέον όμως, δεν θα πρέπει να αγνοηθούν οι μελλοντικές ισορροπίες στο Κογκρέσο, γεγονός που προκάλεσε καθυστερήσεις στη ροή της βοήθειας στις αρχές του 2023 και του 2024. Ενώ, αν οι ΗΠΑ δώσουν προτεραιότητα στη συνεργασία με τους ασιατικούς εταίρους και στον ανταγωνισμό εναντίον της Κίνας, για την Ευρώπη θα είναι το τέλος του υποδείγματος, το οποίο κυριάρχησε κατά τα προηγούμενα χρόνια της αμυντικής συνεργασίας τους με τις ΗΠΑ.
Η ανάληψη του βάρους της στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία και η αύξηση των εθνικών αμυντικών δαπανών των Ευρωπαϊκών χωρών με τα υψηλά δημόσια χρέη τα οποία συνεπάγεται και τις πολυάριθμες επενδυτικές προτεραιότητες, δεν θα ήταν ούτε σύντομες ούτε ανώδυνες διαδικασίες.
Οι εκλογές στις ΗΠΑ θα έχουν αναντίρρητα βαθιές συνέπειες για τις σχέσεις μεταξύ της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Μια νίκη του Trump θα μπορούσε να αναζωπυρώσει τις εμπορικές και νομισματικές εντάσεις, με επιθετικούς δασμούς και μείωση της βοήθειας προς την Ουκρανία, αφήνοντας την Ευρώπη να διαχειριστεί μόνη της την υποστήριξη προς το Κίεβο.
Από την άλλη πλευρά, μια κυβέρνηση Harris θα προσέφερε μεγαλύτερη σταθερότητα, με συνέχεια στη βοήθεια προς την Ουκρανία και λιγότερο συγκρουσιακό διατλαντικό διάλογο, αν και με αυξανόμενη εστίαση στην Ασία.
Ενώ η επιλογή του αμερικανικού λαού δεν είναι επομένως ασήμαντη για την ΕΕ, θα έπρεπε να σημειωθεί, ότι οι εκλογές αυτές είναι μόνο ένα γεγονός σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που μεταβάλλεται δυναμικά.
Για παράδειγμα, η κοινή δυτική στρατηγική της μείωσης του κινδύνου από τον ανταγωνισμό της Κίνας καθιστά την εμπορική εταιρική σχέση ΕΕ-ΗΠΑ ακόμη πιο σημαντική, ενώ ο ρωσικός ρεβιζιονισμός έχει αναζωογονήσει το ΝΑΤΟ, το οποίο επεκτάθηκε με την εισδοχή της Σουηδίας και της Φινλανδίας, και αφύπνισε τα ευρωπαϊκά μέλη, ωθώντας τα να ενισχύσουν τους αμυντικούς προϋπολογισμούς μετά από χρόνια στασιμότητας.
Είναι σαφές ότι, όποιος και αν είναι ο ένοικος του Λευκού Οίκου από το επόμενο έτος, η Ευρώπη θα πρέπει να ενισχύσει τη στρατηγική της ανεξαρτησία, τόσο στον στρατιωτικό όσο και στον τεχνολογικό τομέα, για να αντιμετωπίσει έναν ολοένα και πιο κατακερματισμένο κόσμο και να διατηρήσει την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της.
* Ο Νικήτας Σίμος είναι οικονομολόγος, γεωπολιτικός αναλυτής.