00:04 09/09
Τα Πάντα Όλα ή Βάλτε τώρα που γυρίζει
Χάος, χάσμα και χυλός: τα τρία Χαρακτηριστικά του σύγχρονου έλληνα.
Καθώς πλησιάζει η 9η Ιουνίου, η μέρα της διεξαγωγής των Ευρωεκλογών, εντείνονται οι συζητήσεις και πληθαίνουν οι προβλέψεις σχετικά με το εκλογικό αποτέλεσμα. Ένα από τα ζητήματα που κυριαρχούν στις αναλύσεις που διαβάζουμε και τους διαλόγους μεταξύ δημοσιογράφων και υποψηφίων, τους οποίους παρακολουθούμε από τηλεοράσεως ή από ραδιοφώνου, είναι η αναμενόμενη υψηλή αποχή.
Κάτι η υπερβολική ζέστη που θα σπρώξει αρκετούς προς τις εκδρομές και τις παραλίες, κάτι η αδυναμία των κομμάτων να πείσουν για την κρισιμότητα της ψήφου, κάτι η αδιαφορία για τα πολιτικά τεκταινόμενα που επικρατεί σε μέρος του πληθυσμού, όλα αυτά μαζί συνθέτουν μία πρόβλεψη για τεράστια και πρωτόγνωρη αποχή των ψηφοφόρων από την κάλπη των επικείμενων εκλογών.
Για τους εκλογικούς αναλυτές, η προσπάθεια δεν περιορίζεται μόνο στο να προσπαθούν να προβλέψουν το μέγεθος της αποχής. Θα είναι 50%, θα είναι μεγαλύτερη, ή μήπως μικρότερη; Η προσπάθεια των αναλυτών κυρίως συγκεντρώνεται στο να εκτιμηθεί το πώς αυτή θα επηρεάσει το αποτέλεσμα, αν θα είναι υπέρ/κατά κάποιου συγκεκριμένου Κόμματος, ή υπέρ/κατά κάποιας ιδεολογικής ομάδας. Θα ευνοήσει την Κυβέρνηση ή την Αντιπολίτευση;
Ακούγονται όλες οι απόψεις, όπως είναι λογικό… Άλλοι λένε πως η αποχή θα προέλθει από τους δυσαρεστημένους φιλοκυβερνητικούς, άλλοι από τις τάξεις των νέων ηλικιών, άλλοι από αυτούς που θα έχουν ξεκινήσει να δουλεύουν "σεζόν" μακριά από τη μόνιμη κατοικία τους. Ανάλογες με το ποσοστό των πολιτών που θα απέχει από μία ομάδα, θα είναι και οι απώλειες του πολιτικού χώρου που πλειοψηφεί στη συγκεκριμένη ομάδα.
Οι περισσότεροι όμως φαίνεται πως συμφωνούν σε ένα συμπέρασμα: ότι η μεγάλη αποχή αλλοιώνει το εκλογικό αποτέλεσμα και ότι ίσως παύει να υπάρχει γνήσια αντιπροσώπευση της λαϊκής έκφρασης. Μερικοί το πάνε και ακόμη παραπέρα, ότι εξαιτίας της αποχής η πλειοψηφούσα παράταξη τελικά δεν αντιπροσωπεύει παρά ένα πολύ μικρό μέρος της κοινωνίας, ένα σημαντικά μικρότερο ποσοστό από αυτό που καταγράφεται στο εκάστοτε εκλογικό αποτέλεσμα.
Όλοι έχουμε ακούσει αυτές τις προσεγγίσεις, που αν και εκ πρώτης ακούγονται πολύ λογικές, μία πιο προσεκτική ανάλυση ίσως δείξει ότι είναι μάλλον απλοϊκές και δεν ευσταθούν και τόσο πολύ. Στις επόμενες παραγράφους λοιπόν, θα επιχειρήσω να αποδείξω ότι στην πραγματικότητα παρόμοιες αιτιάσεις επιχειρούν περισσότερο να ακυρώσουν τα ίδια τα αποτελέσματα των εκλογών και να τα καταστήσουν αναξιόπιστα, παρά να εκφράσουν αγωνία για την παραμόρφωση της λαϊκής βούλησης.
Καταρχάς, η σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, δεν επιβάλλει σε κανένα να συμμετέχει καταναγκαστικά. Έχουν περάσει οι εποχές που αν κάποιος δεν ερχόταν να ψηφίσει, μπορεί να αντιμετώπιζε νομικές συνέπειες. Και αυτό συμβαίνει με βάση τη λογική ότι αν κάποιος επιθυμεί να απέχει από την εκλογική διαδικασία διότι δεν τη θεωρεί χρήσιμη και σημαντική για τον ίδιο ή την κοινωνία, ή διότι κανείς από τους υποψηφίους τον εκφράζει, είναι ελεύθερος να το κάνει, εφόσον με τη στάση του αυτή στην πραγματικότητα δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα. Αυτήν την κατηγορία αποτελούν, ως επί το πλείστον, όσοι προτιμούν την παραλία, τη βόλτα ή τον καναπέ από την κάλπη. Ας ονομάσουμε αυτήν την κατηγορία "οικειοθελώς απέχοντες".
Αν και ισχύει το παραπάνω, δηλαδή ότι πολλοί συμπολίτες μας δεν συμμετέχουν ως ψηφοφόροι καθώς δεν βρίσκουν ισχυρό κίνητρο συμμετοχής, δεν σημαίνει ότι όλοι όσοι απέχουν το κάνουν επειδή το επιλέγουν. Απεναντίας, ένα πιθανώς αξιόλογο μέρος αυτών που δεν ψηφίζουν, το κάνει επειδή αδυνατεί να προσέλθει στην κάλπη τη συγκεκριμένη ημέρα λόγω απουσίας από τον τόπο του, υποχρεώσεων, εργασιακών, προσωπικών ή άλλων. Αυτοί λοιπόν είναι μία άλλη κατηγορία, οι "αναγκαστικώς απέχοντες".
Σε αυτούς που γνωρίζουν από νωρίς την αδυναμία, με την εισαγωγή του θεσμού της επιστολικής ψήφου στις ευρωεκλογές δίνεται για πρώτη φορά η δυνατότητα να ψηφίσουν αν το επιθυμούν, ακόμη και αν οι αντικειμενικές δυσκολίες τους εμποδίζουν να το κάνουν δια ζώσης. Θεωρητικά λοιπόν, οι "αναγκαστικώς απέχοντες" θα περιοριστούν μόνο σε αυτούς που θα τους συμβεί κάτι έκτακτο τις ημέρες των εκλογών, διαφορετικά οποιοδήποτε άλλο κώλυμα (προγραμματισμένη απουσία ή απασχόληση) δεν τους εμποδίζει να συμμετέχουν μέσω της επιστολικής ψήφου.
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι υπάρχει και μία τρίτη κατηγορία, αυτοί που με την αποχή τους θέλουν να δηλώσουν την αντίθεσή τους στο πολιτικό πλαίσιο, στα Κόμματα, στο κοινοβουλευτικό σύστημα, που θέλουν να καταγγείλουν. Αυτοί που δεν θέλουν να νομιμοποιήσουν με τη συμμετοχή τους την εκλογική διαδικασία που θεωρούν βλαπτική για την κοινωνία, καθώς υποστηρίζει θεσμούς όπως το Κοινοβούλιο και η εκλεγμένη Κυβέρνηση. Είναι κάποιοι ακραίοι για εμάς τους υπόλοιπους, προερχόμενοι είτε από Αριστερά, είτε από Δεξιά, οι οποίοι θα προτιμούσαν να ζουν υπό άλλα Καθεστώτα, μη Δημοκρατικά.
Δυστυχώς για τους ίδιους, αυτοί στην πραγματικότητα κατατάσσονται αυτόματα στους "οικειοθελώς απέχοντες", μιας και τελικά με τη στάση τους αυτή δεν επηρεάζουν καθόλου το αποτέλεσμα ενώ, ακόμη πιο σημαντικό, δεν καταγράφονται πουθενά ως πολιτικές απόψεις. Δεν μπορεί κάποιος να τους "μετρήσει", ούτε καν να τους διαφοροποιήσει μέσα στην ανωνυμία της αποχής.
Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί και ένα ακόμη γεγονός, που αν παραλειφθεί από το συλλογισμό μας, θα μας οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Για να μετρήσουμε την αποχή, διαιρούμε τον αριθμό αυτών που συμμετείχαν στις εκλογές με τον αριθμό των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους. Καθώς όμως στους καταλόγους υπάρχουν πολλοί οι οποίοι είτε έχουν αποχωρήσει από αυτήν τη ζωή και δεν έχουν διαγραφεί ακόμη, είτε απλά έχουν αποδημήσει σε άλλες χώρες και δεν ενδιαφέρονται για τα πολιτικά πράγματα της πατρίδας, ο πραγματικός αριθμός των ενεργών ψηφοφόρων είναι αρκετά μικρότερος από αυτόν που προκύπτει από τους εκλογικούς καταλόγους, άρα και η πραγματική αποχή δεν είναι τόση όση την μετράμε, είναι αρκετά μικρότερη.
Έχοντας λοιπόν καταλήξει ότι τελικά υπάρχουν μόνο δύο κατηγορίες απεχόντων, οι "οικειοθελώς" και οι "αναγκαστικώς" απέχοντες, ας δούμε πώς αυτές οι δύο ομάδες μπορούν να επηρεάζουν ή όχι το αποτέλεσμα των εκλογών.
Ας δούμε πρώτα την περίπτωση των "οικειοθελώς απεχόντων". Αυτοί οι συμπολίτες επιλέγουν να μην συμμετέχουν από άποψη ή από αδιαφορία ή από έλλειψη κινήτρου, όπως είπαμε πιο πάνω. Σε κάθε περίπτωση, με τη στάση τους αυτή παραιτούνται συνειδητά του δικαιώματος να επηρεάσουν το αποτέλεσμα. Όσοι θέλουν να δηλώσουν την παρουσία τους, το κάνουν ψηφίζοντας ένα σχηματισμό που τους εκφράζει λίγο ή πολύ, ακόμη και αν αυτός εκπροσωπεί μία ακραία και αντιδημοκρατική ιδεολογία ή μία χαβαλετζίδικη κίνηση. Υπάρχουν τέτοια κόμματα. Οι υπόλοιποι "εξαφανίζονται" μέσω της αποχής τους.
Δεν μπορεί λοιπόν κανείς από τους "οικειοθελώς απέχοντες" να ισχυρίζεται μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, ότι αυτά δεν τον εκφράζουν επειδή δεν καταγράφηκε η άποψή του. Ούτε και κάποιος από αυτούς που συμμετείχαν στις εκλογές, ιδιώτης ή Κόμμα, δικαιούται να επικαλείται την απουσία της άποψης των "οικειοθελώς απεχόντων" από το αποτέλεσμα και να ισχυρίζεται ότι αυτό θα ήταν διαφορετικό αν οι συγκεκριμένοι συμμετείχαν, αφού οι τελευταίοι με τη μη συμμετοχή τους επέλεξαν συνειδητά να μην επηρεάσουν το αποτέλεσμα.
Να πάμε τώρα στην περίπτωση των "αναγκαστικώς απεχόντων". Αυτοί είπαμε ότι είναι άνθρωποι οι οποίοι θα συμμετείχαν αλλά δεν μπόρεσαν, για οποιοδήποτε αναγκαστικό λόγο. Δεν είναι κάποιοι που ανήκουν σε συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, οι συγκυρίες συμβαίνουν σε όλους, είναι ένα τυχαίο δείγμα. Όπως γνωρίζουμε όλοι, είτε από τις δημοσκοπήσεις, είτε από τα exit poll, είτε από την ανακοίνωση του 10% των επίσημων αποτελεσμάτων το βράδυ των εκλογών, οποιοδήποτε αντιπροσωπευτικό δείγμα του εκλογικού σώματος, ακόμη και μικρό, εκφράζει με αρκετά μεγάλη ακρίβεια το σύνολο των εκλογέων. Άρα, η κατανομή των προτιμήσεων των "αναγκαστικώς απεχόντων" λογικά θα συμπίπτει με αυτήν του συνόλου του εκλογικού σώματος, και έτσι η απουσία τους δεν μεταβάλλει το αποτέλεσμα.
Ακόμη περισσότερο, με την καθιέρωση της επιστολικής ψήφου, οι συγκεκριμένοι λογικά θα είναι και πολύ λιγότεροι, αφού αν η αποχή τους οφειλόταν σε αδυναμία παρουσίας ή κάποια υποχρέωση μέσα στο χρόνο της εκλογικής διαδικασίας, αυτό πλέον διευθετείται. Επίσης, όσοι δεν μερίμνησαν να διασφαλίσουν τη συμμετοχή τους μέσω επιστολικής ψήφου ενώ γνώριζαν ότι θα έχουν κώλυμα τη μέρα των εκλογών, στην πραγματικότητα επέλεξαν να απέχουν. Δεν είναι λοιπόν τελικά οι "αναγκαστικώς απέχοντες" αυτοί που διαμορφώνουν καθοριστικά το ποσοστό της αποχής, οι "οικειοθελώς απέχοντες" είναι η πλειονότητα.
Ερχόμαστε μετά από όλα αυτά στο συμπέρασμα της ανάλυσης. Αφού οι "αναγκαστικώς απέχοντες" δεν θα άλλαζαν το αποτέλεσμα αν συμμετείχαν, όπως αποδείξαμε πιο πάνω, και οι "οικειοθελώς απέχοντες" αποφάσισαν οι ίδιοι με τη στάση τους να μην το επηρεάσουν, άρα στην πραγματικότητα το διαμόρφωσαν, δεν υπάρχει καμία αλλοίωση του αποτελέσματος λόγω της αποχής.
Είναι εντελώς αυθαίρετη προσέγγιση να ισχυρίζεται κάποιος ότι το ποσοστό που έλαβε ένα Κόμμα στις εκλογές δεν αντανακλά την πραγματική βούληση του συνόλου των εκλογέων και ότι λόγω της αποχής το ποσοστό της εκπροσώπησης θα πρέπει να προκύπτει από τη διαίρεση των ψήφων που πήρε αυτό το Κόμμα δια του συνολικού αριθμού των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους, ώστε να φαίνεται η "αληθινή" του απήχηση στην κοινωνία. Πρώτον, διότι όπως δείξαμε η αποχή δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα και δεύτερον διότι όπως είπαμε και νωρίτερα, κανείς δεν γνωρίζει τον πραγματικό αριθμό των ενεργών ψηφοφόρων, άρα και το πραγματικό ποσοστό της αποχής για να την επικαλείται.
Το κάθε εκλογικό αποτέλεσμα εκφράζει απόλυτα το σύνολο των ψηφοφόρων, ακριβώς με τα ποσοστά των προτιμήσεων που καταγράφηκαν. Όσοι ισχυρίζονται το αντίθετο ή δεν έχουν μελετήσει καλά την επίδραση της αποχής στα τελικά αποτελέσματα, ή το κάνουν εκ του πονηρού επιδιώκοντας να αποδυναμώσουν πολιτικά τους αντιπάλους τους, ή ακόμη χειρότερα, για να διαβάλλουν ολόκληρο το πολιτικό μας σύστημα της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.
* Ο Γιώργος Δραζινάκης είναι Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων