Συνεχης ενημερωση

    Δευτέρα, 27-Μαϊ-2024 00:04

    Ένας μικρός (;) συμβιβασμός των καταναλωτών με τεράστια (!) σημασία για το περιβάλλον

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Αριστοτέλη Σταμούλα

    Τα τελευταία χρόνια, προωθούνται δυναμικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο η ιδέα και πρακτική της βιώσιμης κατανάλωσης (sustainable consumption), στο ευρύτερο πλαίσιο επίτευξης του στόχου για την κλιματική ουδετερότητα έως το 2050 (δηλαδή, τη σταδιακή μετάβαση σε μια κοινωνία και οικονομία μηδενικών ρυπογόνων εκπομπών). Μάλιστα, ο συγκεκριμένος στόχος λαμβάνει χαρακτηριστικά επείγουσας πρόκλησης, δεδομένης της αυξανόμενης συχνότητας ακραίων καιρικών φαινομένων συνεπεία της κλιματικής αλλαγής, η καταπολέμηση της οποίας ανάγεται σε επιτακτική ανάγκη για το μέλλον της Ευρώπης και του κόσμου.

    Σε πολιτικούς όρους, μία τέτοια τάση είναι ορατή ως ένας αναθεωρητικός προσανατολισμός της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διέπει τη διαχείριση αποβλήτων προς την κατεύθυνση της σταδιακής υποκατάστασης του κυρίαρχου μοντέλου της γραμμικής από μια κυκλική οικονομία. Δηλαδή, την ενθάρρυνση ενός εναλλακτικού μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης, που στηρίζεται στην κουλτούρα επαναχρησιμοποίησης των αγαθών μέσα από την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη παράταση του κύκλου ζωής τους, αντί στο παραδοσιακό πρότυπο "παράγω-αγοράζω-καταναλώνω-πετώ", που συνεπάγεται κατασπατάληση τεράστιων ποσοτήτων πρώτων υλών και ενέργειας. Η συγκεκριμένη προσπάθεια κατέληξε με τη θέσπιση μίας νέας ευρωπαϊκής Οδηγίας με κωδική ονομασία "R2RD" (Right to Repair Directive), που θα τεθεί σε διαδικασία ενσωμάτωσης από τα κράτη-μέλη.

    Για τους Ευρωπαίους καταναλωτές, αυτό πρακτικά μεταφράζεται σε ενδυνάμωση και προτεραιοποίηση του "δικαιώματος επισκευής", το οποίο ούτως ή άλλως διαθέτουν εκ του νόμου, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί το φαινόμενο της πρόωρης απόρριψης προϊόντων που επιδέχονται επισκευή και, με αυτόν τον τρόπο, να καταστεί η παράταση της λειτουργικής χρήσης τους ελκυστικότερη σε σχέση με την αντικατάστασή τους.

    Η λέξη-κλειδί εδώ, ακριβώς επειδή ανακύπτουν κάποια ερωτηματικά, είναι η "προτεραιοποίηση". Και τούτο, διότι από την ισχύουσα λεκτική διατύπωση και κρατούσα ερμηνεία των δικαιωμάτων των καταναλωτών στην ελληνική νομοθεσία στην περίπτωση ελαττωματικών προϊόντων (δωρεάν διόρθωση, αντικατάσταση, μείωση τιμήματος, υπαναχώρηση από τη σύμβαση πώλησης), προκύπτει η εκλεκτική συρροή τους, υπό την έννοια ότι παρέχεται στους καταναλωτές πλήρης ελευθερία στην επιλογή του προς άσκηση δικαιώματος, χωρίς τον περιορισμό κάποιας απόλυτης ιεραρχικής διαβάθμισης. Δηλαδή, χωρίς ορισμένα από αυτά τα δικαιώματα να θεωρείται ότι έχουν προτεραιότητα και άλλα να είναι επικουρικά, με το σκεπτικό ότι το σύνολο αυτών των αξιώσεων εξυπηρετούν κατά βάση τον ίδιο σκοπό: Την αποκατάσταση μιας συναλλαγής που εξελίχθηκε ανώμαλα εις βάρος του καταναλωτή.

    Η μακρά εμπειρία που έχει αποκτηθεί μέσα από τον θεσμό της εναλλακτικής (εξωδικαστικής) επίλυσης των καταναλωτικών διαφορών στη χώρα μας (Συνήγορος του Καταναλωτή), αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Δίκτυο Ευρωπαϊκών Κέντρων Καταναλωτή / ECC-Net) καταδεικνύει έντονες αμφιβολίες και μια ξεκάθαρη επιφυλακτική στάση των καταναλωτών απέναντι στην επισκευή των συσκευών τους. Πράγματι, αν μελετήσει κανείς προσεκτικά τα αιτήματα αποκατάστασης που προβάλλονται μέσω των αναφορών τους στην περίπτωση ελαττωματικών προϊόντων, θα διαπιστώσει εύκολα ότι η πλειονότητα των καταναλωτών προκρίνει σχεδόν κατά κανόνα την αντικατάσταση (ή την επιστροφή χρημάτων, προκειμένου να προβούν σε νέα αγορά), αντί της επισκευής, τόσο για ψυχολογικούς όσο και οικονομικούς προφανείς λόγους.

    Από τη μία πλευρά, θεωρούν ότι ένα επισκευασμένο προϊόν συνεπάγεται αυτομάτως την ανεπιθύμητη υποβάθμιση της επένδυσής τους. Από την άλλη, δυσκολεύονται σημαντικά να συμφιλιωθούν με την ιδέα της συμβίωσης με ένα επισκευασμένο προϊόν, που πλέον έχει χάσει το λούστρο του καινούργιου. Παράλληλα, υφίσταται έντονη δυσπιστία απέναντι στον βαθμό επιτυχίας και την ανθεκτικότητα μιας επισκευής (το κατά πόσο, δηλαδή, μπορεί να επαναφέρει ένα ελαττωματικό προϊόν ακριβώς στην πρότερη άρτια κατάσταση, αλλά και να του εξασφαλίσει την ίδια μακροζωία που θα είχε ως νέο), ενώ διαπιστώνεται και μια τάση αποφυγής της όλης διαδικασίας που συνδέεται με την επισκευή μιας μη λειτουργικής συσκευής, ακόμα κι αν είναι δωρεάν (π.χ. χρόνος αναμονής, ταλαιπωρία). Στο τέλος-τέλος, κυριαρχεί η αίσθηση του καταναλωτή ότι μάλλον επιδεικνύει υποχωρητική στάση και καταλήγει "ριγμένος" στη διαπραγμάτευση με τον έμπορο, όταν συμβιβάζεται με την επισκευή (ακριβώς επειδή την αντιλαμβάνεται ως υποδεέστερη της αντικατάστασης και, άρα, ότι δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά του στον απόλυτο επιθυμητό βαθμό).

    Η νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία θεσπίζει κίνητρα, όπως επέκταση των εγγυήσεων ή διάθεση συσκευής αντικατάστασης καθ’ όλη τη διάρκεια της επισκευής, ώστε οι καταναλωτές να έχουν συμφέρον να την επιλέγουν, αντί της αντικατάστασης. Ωστόσο, το θέμα είναι ότι δεν πρόκειται για εντελώς πρωτοεμφανιζόμενα κίνητρα, αφού ήδη λίγο-πολύ ισχύουν και σήμερα, χωρίς να έχουν δείξει ότι διαθέτουν τη δυναμική να επικρατήσουν των ψυχολογικών και οικονομικών λόγων για τους οποίους οι καταναλωτές τείνουν συνήθως προς την αντικατάσταση, πολύ περισσότερο όταν έχουν το δικαίωμα επιλογής. Αυτό καταδεικνύει βαθιές και απλωμένες ρίζες μιας ισχυρής αντίληψης, η οποία δύσκολα θα παραχωρήσει -συνολικά και εν μία νυκτί- τη θέση της στην κουλτούρα επαναχρησιμοποίησης των αγαθών της "νέας τάξης πραγμάτων", ακόμα κι αν η επιβολή της μεθοδεύεται με τη δύναμη των νομοθετικών μέσων.

    Συνήθως, οι κουλτούρες, ως συστήματα παγιωμένων αντιλήψεων και αξιών (κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών) που καθορίζουν τις επιλογές και τις συμπεριφορές των ατόμων, αλλάζουν με μεγαλύτερη επιτυχία μέσα από εσωτερικές διεργασίες (κατανόηση των νέων συνθηκών, συνειδητοποίηση-ωρίμανση της ανάγκης για αλλαγή, συζήτηση-διαπραγμάτευση, οικειοθελή αποδοχή της νέας κατάστασης, σταδιακή προσαρμογή), οι οποίες εξυπηρετούνται αποτελεσματικότερα από τη διαπλαστική επίδραση πρωτοβουλιών, όπως η ενημέρωση και η εκπαίδευση της εκάστοτε ομάδας-στόχου, και σε μικρότερο βαθμό από την έξωθεν αυστηρή επιβολή κανόνων που θεσπίζουν ασφυκτικές υποχρεώσεις. Εν προκειμένω, λοιπόν, το κύριο βάρος θα πρέπει να πέσει στη συστηματική ενημέρωση-εκπαίδευση των καταναλωτών (από την ηλικία του σχολείου) σχετικά με την επιτακτική ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος στη σύγχρονη εποχή και πώς αυτή περνάει (και) μέσα από την αλλαγή των καταναλωτικών μας συνηθειών και το μπόλιασμά τους με την οικολογική συνείδηση.

    Ακολουθώντας αντίστροφη πορεία (ξεκινώντας από την εμπέδωση της αναγκαιότητας της βασικής επιδίωξης της νέας ευρωπαϊκής νομοθεσίας και καταλήγοντας στον λόγο ύπαρξης του νομικού κανόνα), εξασφαλίζουμε καλύτερες πιθανότητες αποδοχής και επιτυχημένης εφαρμογής των κυοφορούμενων αλλαγών.

    * Ο Αριστοτέλης Σταμούλας είναι διευθυντής Ευρωπαϊκού Κέντρου Καταναλωτή Ελλάδας

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ